Ο Γιώργος Αλεξάτος γράφει στο Docville για τον Μίκη Θεοδωράκη: Από την ΕΠΟΝ στους Λαμπράκηδες

Ο Γιώργος Αλεξάτος γράφει στο Docville για τον Μίκη Θεοδωράκη: Από την ΕΠΟΝ στους Λαμπράκηδες
Εκδήλωση των Λαμπράκηδων στον Πειραιά το φθινόπωρο του 1963

Το νήμα που ένωσε τη δεκαετία του ’60 με τα προτάγματα της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ, όπως και με τον αγώνα του Αρη Βελουχιώτη.

Όταν από το φθινόπωρο του 1964 ο βουλευτής της Ε∆Α και πρόεδρος της νεοσύστατης ∆ηµοκρατικής Νεολαίας Λαµπράκη Μίκης Θεοδωράκης καλούσε τους νέους της χώρας να εµπνευστούν από τα οράµατα του Αρη Βελουχιώτη η µεν επίσηµη Αριστερά (το παράνοµο ΚΚΕ και η νόµιµη Ε∆Α) δεν έκρυβε τη δυσφορία της, η δε µισαλλόδοξη ∆εξιά έβρισκε κάθε φορά την ευκαιρία να µιλήσει για «κοµµουνιστικό κίνδυνο».

Η επίσηµη Αριστερά, χωρίς να πάψει να τιµά τους αγώνες της µεγάλης δεκαετίας του ’40 –στους οποίους εξάλλου είχε συµµετάσχει σύσσωµη η ηγεσία και η στελέχωσή της–, έθετε ως προτεραιότητα τη νοµιµοποίηση της πολιτικής της παρουσίας, µε πρακτικές που απέρρεαν από όσα εξέφραζε η περίφηµη φράση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Ε∆Α Ηλία Ηλιού «θα σας ταράξουµε στη νοµιµότητα». Κατά συνέπεια, οι δηλώσεις του ηγέτη των Λαµπράκηδων εµφανίζονταν να αντιστρατεύονται αυτό τον προσανατολισµό της. Θα ήταν µάλλον αφέλεια να θεωρήσει κάποιος ότι ο ίδιος ο Θεοδωράκης δεν γνώριζε τα πολιτικά συνεπαγόµενα τέτοιων δηλώσεων. Εχουµε κάθε λόγο να πιστέψουµε ότι είχε πλήρη συνείδηση αυτών που έλεγε. Και αυτό γιατί ακολουθούσε συνειδητά τον δρόµο που είχε χαράξει εκείνα τα χρόνια, στη σταθερή επιδίωξή του να συµβάλει στην ανάπτυξη ενός ευρύτατου κινήµατος πολιτιστικής, πολιτικής και κοινωνικής αναγέννησης που να πατάει γερά στα χνάρια της µεγάλης ανάτασης του λαού µας, όπως αυτή εκφράστηκε µέσα από το µεγαλειώδες εθνικοαπελευθερωτικό και λαϊκοδηµοκρατικό κίνηµα του ΕΑΜ. Ηταν µέσα σε αυτό το κίνηµα που γαλουχήθηκε ιδεολογικοπολιτικά ο ίδιος ως µέλος της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ από τα χρόνια της Κατοχής και ένοπλος µαχητής των ∆εκεµβριανών του ’44. Στην ΕΠΟΝ και στο ΚΚΕ εντασσόταν και το 1947, όταν έχοντας περάσει στην παρανοµία πιάστηκε και εκτοπίστηκε στην Ικαρία και στα κολαστήρια της Γυάρου και της Μακρονήσου. Απ’ όπου βγήκε µε κατεστραµµένη την υγεία του.

Με τον Πέτρο Πανδή και τη Μαρία Φαραντούρη σε συναυλία στην Τουλούζη το 1972

 

Τα οράµατα της ΕΠΟΝ που ενέπνευσαν την ατίθαση νιότη του ήταν αυτά που δεν τον άφησαν να συνεχίσει τη λαµπρή διεθνή καριέρα που προοιωνιζόταν ως συνθέτη συµφωνικής και κινηµατογραφικής µουσικής στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του 1950. Η σκέψη του ήταν στραµµένη στην Ελλάδα και η επιθυµία του ήταν να βρει τον τρόπο ώστε να συµβάλει µε τις δυνατότητες που του έδινε η σχέση του µε τη µουσική στην πολιτιστική της αναγέννηση. Βασική προϋπόθεση –όπως είχε διδαχτεί από την ΕΠΟΝ του «πολεµάµε και τραγουδάµε»– µιας συνολικότερης αναγέννησης του τόπου.

Πώς αλλιώς θα µπορούσε να συµβάλει σε µια τέτοια κατεύθυνση, αν όχι µε το να επιχειρήσει να γίνει λαϊκός συνθέτης. Πρόκειται για στόχευση που αναγνώριζε ο ίδιος, λέγοντας, χρόνια αργότερα, πως «σε τελευταία ανάλυση, φιλοδοξούσα να γίνω ένας από τους λαϊκούς µας συνθέτες. Από κει και πέρα, όλα γίνονταν, για µένα, πιο απλά. Το πιο δύσκολο ήταν να χαραχτεί ο σωστός δρόµος».¹

Και ο «σωστός δρόµος» χαράχτηκε µε τη µελοποίηση ποιηµάτων από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και την εκτέλεσή τους το 1960 από λαϊκή ορχήστρα, µε πρώτο το µπουζούκι του Μανώλη Χιώτη, και από δύο λαϊκούς τραγουδιστές, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Μαίρη Λίντα.

Το εγχείρηµα του Θεοδωράκη συναντά την αντίδραση τόσο των εκπροσώπων της αστικής διανόησης όσο και σηµαντικών τµηµάτων της διανόησης και της πολιτικής καθοδήγησης της Αριστεράς, που αρνούνται να αποδεχτούν τη λαϊκή µουσική χαρακτηρίζοντάς την «παρακµιακή».

Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος υποστηρίζοντας από τις σελίδες του αριστερού πολιτιστικού περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» ότι «το αληθινά προοδευτικό και το αληθινά λαϊκό» βρίσκονταν «στα λαϊκά τραγούδια. Και η αιτία είναι απλή: γιατί υπήρχε εκεί µέσα ανάγκη, υπήρχε αλήθεια».² Παρά τις όποιες αντιδράσεις, το εγχείρηµα του Θεοδωράκη συναντά ευρύτατη αποδοχή από τον κόσµο στον οποίο απευθύνεται: τους εργαζόµενους και τη νεολαία. Και ανοίγει µια περίοδο πραγµατικής αναγέννησης του λαϊκού τραγουδιού καταργώντας τη διάσταση ανάµεσα στα λαϊκά µουσικά ακούσµατα και τον ποιητικό λόγο, µε τη µελοποίηση και άλλων έργων του Ρίτσου αλλά και του Λειβαδίτη, του Κατσαρού, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Καµπανέλλη και πολλών άλλων.

Η υποδοχή που του επιφύλαξε ο κόσμος στην άφιξή του στην Ελλάδα στις 26 Ιουλίου 1974 ήταν συνταρακτική

 

Και η πολιτιστική έκρηξη στη µουσική και στο τραγούδι συνοδεύει την παράλληλη ανάταση των εργατικών, νεολαιίστικων και δηµοκρατικών αγώνων της εποχής, που σηµατοδοτούν µια συνολικότερη αναγέννηση πέρα από το καταθλιπτικό κλίµα των πρώτων µετεµφυλιακών χρόνων.

Οταν τον Ιούνιο του 1963, αµέσως µετά τη δολοφονία του Λαµπράκη, ο Θεοδωράκης πρωτοστατεί στην ίδρυση της ∆ηµοκρατικής Κίνησης Νέων «Γρηγόρης Λαµπράκης» και κατόπιν, τον Σεπτέµβριο του 1964, στην ίδρυση της ∆ηµοκρατικής Νεολαίας Λαµπράκη, είναι ο παλιός ΕΠΟΝίτης που συνεχίζει τον δρόµο που κόπηκε βίαια στα µεταβαρκιζιανά χρόνια της Λευκής Τροµοκρατίας.

1 Γιάννης Φλέσσας, «Οδοιπορικό με τον Μίκη Θεοδωράκη», Αιγόκερως, Αθήνα 1994, σ. 15

2 Μίκης Θεοδωράκης, «Γύρω στον Επιτάφιο», «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 73-74, 1961

Ο Γιώργος Αλεξάτος είναι συγγραφέας

Documento Newsletter