Ο Γιώργης Παπάζογλου μιλάει στο Docville για τη μάνα του, την κυρ-Αγγέλα, τη Μικρασία, την καταστροφή και την προσφυγιά

Ο Γιώργης Παπάζογλου μιλάει στο Docville για τη μάνα του, την κυρ-Αγγέλα, τη Μικρασία, την καταστροφή και την προσφυγιά
Γιώργης Παπάζολου (© Αναστάσης Ναρεκιάν/Eurokinissi)

Μνήμες από την Αγγέλα και τον Βαγγέλη Παπάζογλου, από τη Μικρασία και από την προσφυγιά στην Κοκκινιά.

Οταν ξεκίνησα να βρω τον Γιώργη Παπάζογλου ήξερα από πριν ότι έπρεπε να σταματήσω έξω από το σπίτι με τα κάγκελα-νότες. Τον βρήκα στην αυλή. Με τα μακριά μαλλιά και τη γενειάδα του μου θύμισε τον «Παλαιό των ημερών» του Ουίλιαμ Μπλέικ. «Ελα να ανεβούμε να τα πούμε επάνω» μου είπε. Ηθελα από καιρό να τον συναντήσω, να γνωρίσω τον άνθρωπο που μετέφερε στο χαρτί τις μνήμες της ρεμπέτισσας μητέρας του Αγγέλας Παπάζογλου από τη Μικρά Ασία, την προσφυγιά και τη ζωή στην Κοκκινιά – τον μοναδικό κρίκο που συνδέει το σήμερα με εκείνη και τον Βαγγέλη Παπάζογλου τον οποίο τραγουδάμε ακόμη. Την ευκαιρία για τη συνάντηση έδωσε η επανέκδοση του βιβλίου «Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης. Αγγέλα Παπάζογλου. Τα χαΐρια μας εδώ» (εκδόσεις Κουκκίδα – Αιγαίον) που κυκλοφορεί στην πέμπτη έκδοσή του –η πρώτη ήταν το 1983– με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η Αγγέλα Παπάζογλου παίζει ντέφι και τραγουδάει (Εικονικό Μουσείο Αρχείο Κουνάδη)

«Τι θέλεις να πούμε;» με ρωτάει. Του λέω ότι θα ήθελα να μιλήσουμε για εκείνον, για τα παιδικά του χρόνια, τις μνήμες του από την παλιά Κοκκινιά, από τους γονείς του και για όλα όσα κάνει τόσες δεκαετίες (γλυπτική, ζωγραφική, μουσική, συγγραφή και πολλά άλλα), για το βιβλίο του που με συγκίνησε τόσο ώστε δεν κοιμήθηκα τρεις νύχτες για να το διαβάζω μέχρι το ξημέρωμα. Ξεκινάμε να μιλάμε για τα κάγκελα με τις νότες. Ποια τραγούδια είναι πάνω στα κάγκελα αυτά που έχουν τη μορφή πενταγράμμου; Αφήνω τον Γιώργη Παπάζογλου να μιλήσει χωρίς διακοπές. Του κάνω όσο λιγότερες ερωτήσεις γίνεται για να μη σταματήσω τη γάργαρη αφήγησή του, η οποία αρκετά συχνά με κάνει και δακρύζω. Ακολουθεί ο δικός του λόγος. 

Τα κάγκελα-πεντάγραμμο

Εχω πολλές τέχνες δουλέψει στη ζωή μου. Γράμματα δεν έμαθα και με τα χέρια μου πάλευα. Ηθελα λοιπόν να φτιάξω τα κάγκελα σαν πεντάγραμμο με νότες από τραγούδια του Βαγγέλη (Παπάζογλου). Ελα όμως που είμαι και μουσικός και τραγούδια όπως τα «Λεμονάδικα» ο Βαγγέλης τα έχει στη σολ. Αν πας να τα φτιάξεις στο πεντάγραμμο, το τραγούδι πάνω στη σολ βγαίνει πάνω από το κάγκελο. Οπότε έπρεπε να γίνει τρανσπόρτο, να αλλάξω τη σκάλα του τραγουδιού. Και έτσι ανακάλυψα ότι αν το φτιάξω στη ρε ματζόρε, μένω εντός πλαισίου. Μπορεί να είσαι καλλιτέχνης και να κάνεις ό,τι θες, αλλά όταν φτιάχνεις ένα κάγκελο πρέπει πρώτα πρώτα να είναι κάγκελο. Τα κάτω κάγκελα λοιπόν είναι τα «Λεμονάδικα», εκείνα του πάνω ορόφου είναι η «Αγιοθοδωρίτισσα» και το τρίτο το «Βάλε με στην αγκαλιά σου».

Εργο του Γιώργη Παπάζογλου (© Αναστάσης Ναρεκιάν/Eurokinissi)

Το βιβλίο για την κυρ-Αγγέλα 

Με τις τέχνες που έφτιαζα προχώρησα και με την κυρ-Αγγέλα, τη μάνα μου. Μέχρι τότε δεν ήξερα ότι μπορώ να γράφω. Είχα γράψει κάτι ποιηματάκια σε κάτι κοριτσάκια μικρός αλλά δεν το είχα πάρει στα σοβαρά. Οταν πέθανε η κυρ-Αγγέλα είπα ότι θα καθίσω να γράψω οτιδήποτε μου είχε πει για τη Σμύρνη, γιατί άμα δεν το έκανα, όλα θα πήγαιναν χαμένα. Παράτησα τα πάντα και κάθισα μέχρι που το κεφάλι μου κόλλησε στο σβέρκο, αρρώστησα και έλεγα πως είμαι καρδιακός γιατί μούδιασε το χέρι μου και δεν κούναγε. Τέλος πάντων.

Εγραψα και έβαλα τη Σοφία [η σύντροφός του] να το διαβάσει. Και το διάβασε, αλλά δεν ήταν αυτό που έλεγε η μάνα μου. Αυτό που έλεγε ήτανε, αλλά δεν ήτανε αυτό που έκπεμπε. Τότε κατάλαβα ότι το να σου μιλάει κάποιος δεν είναι μόνο τι σου λέει, είναι και οι εκφράσεις, είναι η ψυχή του, είναι πολλά πράγματα, δεν είναι μόνο αυτά που λέει. Λοιπόν αν εσύ γράψεις μόνο αυτά που λέει, έχεις χάσει τα πάντα. Το διαβάζει η Σοφία και πού είναι η συγκίνηση; Εμένα μου τα ’λεγε η μάνα μου και έκλαιγα. Και μετά ανακάλυψα ότι έπρεπε η γλώσσα να μην εμποδίζεται από το μυαλό μου και να περνάει ελεύθερα. Ετσι βγήκε αυτό το γράψιμο και κάποιοι διανοούμενοι όπως ο Γιώργος Βέλτσος λένε: «Αυτά που λες εσύ τα ζηλεύουν οι διανοούμενοι» και ο Αλέξανδρος Ασωνίτης είπε ότι αυτά που λέει η κυρ-Αγγέλα είναι παγκόσμιας εμβέλειας.

Η Σμύρνη στη λαϊκή αφήγηση

Οι μανάδες μας μας μιλάγανε μέρα νύχτα για τη Σμύρνη, για την καταστροφή, για τη σφαγή που γίνηκε. Η κυρ-Αγγέλα πέρασε όλους τους σφαγμένους της Σμύρνης από πάνω. Γιατί; Γιατί όταν έσπασε το μέτωπο και μάθανε ότι οι Τούρκοι σφάζανε τους γειτόνους τρέξανε στο σπίτι να δούνε τι γινόταν και η φωτιά ήτανε κοντά στην Αρμενιά. Είδανε και πάθανε να κατεβάσουνε τις κουρελούδες από το δώμα για να καούν διπλωμένες έλεγε η γιαγιά, «να μη μας πούνε σκατονοικοκυράδες». Και μετά φύγανε από κει επειδή ακούγανε ότι σφάζανε.

Οι Τούρκοι από τους δέκα σφάζανε τους εννιά και στον ένα κάνανε πλάτες να τρέξει, να φύγει για να πει στους υπόλοιπους τρομοκρατημένος τι γινότανε. Δεν τους ενδιέφερε τόσο πολύ να σφάξουν όσο να μην υπάρχουν χριστιανοί στην Τουρκία. Οι Τσέτες όμως το φχαριστιόντουσταν που σε σφάζανε. Σου ρίχνανε μία στον λαιμό, εκεί που είναι η βάση της γλώσσας, και πέθαινες επιτόπου. Εκεί που σφάζανε δεν ξαναγυρνάγανε. Οι δικοί μας γυρνάγανε μια εβδομάδα μες στη Σμύρνη προσπαθώντας να περνάνε μόνο από δρόμους που ήταν ήδη σφαγμένοι. Κάποια στιγμή βρήκανε έναν Τούρκο που είχε αμάξι και του ζητήσανε να μπούνε μέσα να τους πάει στην Πούντα, στην άκρη της Σμύρνης. Τους ζήτησε δέκα χρυσές και του τις δώσανε. Τους έβαλε στο αμαξάκι, το σκέπασε και τους πήγε μέχρι την Πούντα. Εκεί ήταν η φρουρά η τούρκικια. Πήγε και τους έβαλε πάνω από τα κάγκελα, ανοίξανε την πόρτα και χυθήκανε στην προκυμαία. Ετσι σταθήκανε πια στα ποδάρια τους. 

Ο Γιώργης Παπάζογλου, ο Νίκος Αργυρόπουλος (μπαγλαμάς) και η Ελισάβετ Κουνάδη στη ταβέρνα του Hντα το 1982 (Εικονικό Μουσείο Αρχείο Κουνάδη)

Η Αγγέλα και ο Βαγγέλης

Εγώ όταν ήμουν μικρός δεν έπαιζα πολύ με τα παιδιά έξω, μόνο όσο για να βλέπω την κοινωνία. Και η μάνα μου μου έλεγε αυτά τα πράγματα. Το σχολείο μου εμένα ήταν η μάνα μου που μου έμαθε για τη Μικρασιατική Καταστροφή, τους προδότες και όλα αυτά.

Η μητέρα μου συγχωρούσε τα πάντα, ήταν ήρεμος άνθρωπος. Αόμματη ήταν. Ο πατέρας της ήταν συφιλιδικός· είχε πάει στη Βυρητό και είχε κολλήσει από τις γυναίκες εκεί πέρα και ήρθε και γκάστρωσε τη μάνα της – 14 χρονών ήτανε. Οταν γεννήθηκε η μάνα μου τρέχανε τα μάτια της πύο. Από το ένα μάτι έβλεπε πολύ λίγο και όταν ήταν δυόμισι χρονών την πήγανε σε έναν οφθαλμίατρο και της έβαλε έναν ορό στο μάτι. Την έβαλε να περιμένει στο σαλόνι και όπως περίμενε πάει ένας άλλος στραβός και έπεσε πάνω της και της έβγαλε το μάτι.

Τον πατέρα μου τον θυμάμαι πολύ, γιατί με αγαπούσε πολύ και μου έκανε διάλογο. Μου μιλούσε πολύ για τη μουσική, γι’ αυτό μετά –όταν δεν βρίσκανε τα τραγούδια του– τα τραγούδησα εγώ για να μπορέσουμε να τα βρούμε. Λένε ότι πέθανε από τη φυματίωση και την πείνα, αλλά πιστεύω πιο πολύ ότι πέθανε από την αγανάκτησή του, την απελπισία του. Αφού έβγαζε του Τούντα μεροκάματο και του έδινε και όργανα και μόλις τόνε βάλανε τον Τούντα στην Κολούμπια πρόεδρο του λέει: «Βαγγέλη, θα μου φέρνεις πέντε τραγούδια, τα τρία θα τα παίρνω δικά μου, τα δύο θα τα βάζω σ’ εσένα. Εγώ θα διαλέγω». Κι έτσι απελπίστηκε. Ο πατέρας μου είχε κονταροχτυπηθεί και με τον Μεταξά τότε με τη λογοκρισία.

Στα μαγαζιά της Κοκκινιάς

Στο σπίτι μας ερχόντουσταν όλοι, ο Τούντας, ο Μαργαρώνης που έπαιζε το κανονάκι –αυτός ήταν ο πρώτος φίλος του–, ο Μανωλάκης Βασιλειάδης με το σαντούρι, πατέρας του Βασίλη Βασιλειάδη, ο Νούρος, ο Σαββόπουλος με το σαντούρι που το έλεγε συρματόπλεγμα  – «θα ’ρθω με το συρματόπλεγμα» έλεγε. Μαζευόντουσταν στην Κοκκινιά και περιμένανε να έρθει πελάτης να τους πάρει για το βράδυ.

Στου Ζέβλη παίζανε και ήτανε κι άλλα δυο μαγαζιά. Στου Ζέβλη πηγαίνανε τα βαρβάτα τα όργανα. Από το σπίτι μας ερχότανε ο Μπάτης απ’ τον Περαία και δύο φορές μας έφερε καναρίνια. Αλλος που ερχότανε –πέθανε αυτός μετά–, ήτανε και Σμυρνιωτάκι, ο Ανέστος ο Δελιάς. Αλλά εγώ μικρός σιγά να μη θυμόμουνα αυτωνών τα ονόματα, ό,τι άρπαξα μετά. Ο παππούς είχε βάλει εδώ κάτι λουξ, δεν είχαμε ηλεκτρικό, και αφού βρέχαμε τη γειτονιά, μετά βάζαμε τις καρέκλες κι ερχόντουσταν από το Αιγάλεω εδώ για να μας ακούσουνε.
(© Αναστάσης Ναρεκιάν/Eurokinissi)

Η Ανταλούζα, οι ψείρες και τα κρεμμύδια

Με την Ανταλούζα ερωτευτήκαμε στο σχολειό. Παιδάκια ήμασταν, εκεί γύρω στο 1935-36, επτά-οκτώ χρονών. Εγώ μικρός επειδή πεινούσα είχα πάει βόλτα στια ταράτσες. Και πίσω από μια ταράτσα ήταν ένας που είχε ένα μπακάλικο και είχε κρεμμύδια στον ήλιο. Πήγα και βρήκα ένα τσουβάλι, το τρύπησα και έκλεβα κρεμμύδια. Όπως ήμουνα πεινασμένος καθόμουν και τα έτρωγα, ας καίγανε. Αρχισα κάποια στιγμή να τα παίρνω στην τσάντα να τα τρώω και στο σχολειό. Λέει η δασκάλα «Παπάζογλου τι φασαρία είναι αυτή εκεί; Τι κάνεις εκεί;» Λέω «τρώγω». Λέει «τι τρως;». Δεν έλεγα. Στο τέλος λέει: «Ελα εδώ, φέρτα». Εγώ δεν είχα μαχαίρι για τα κρεμμύδια. «Τι είναι αυτή η τσάντα; Φέρε το χέρι σου» λέει. Είχε ένα ξύλο σαν αυτό που έχουν οι γυναίκες και τυλάνε το ζυμάρι. Και με αυτό σου χτύπαγε τα χέρια.

Της δίνω το χέρι μου, το κοιτάει και μου λέει: «Δεν μου λες, το πρωί που έφυγες από το σπίτι σου τι έφαγες;». Λέω «τίποτα». Λέει: «Ρε παιδί μου, όταν έφυγες για το σχολειό η μάνα σου δεν σου έδωσε κάτι να φας, να πιεις;». «Τίποτα» λέω. Θυμάμαι αυτό το τίποτα το είπα πάνω από δέκα φορές. Ελεγα τίποτα εγώ τίποτα κι εκείνη. «Καλά κατέβασε το χέρι σου, δεν θα σε χτυπήσω τώρα, αλλά θα πας να κάτσεις μαζί με την Ανταλούζα στο πρώτο το θρανίο για να σε βλέπω». Η Ανταλούζα ήτανε ψειρού. Και στα μαλλιά της της έβαζε η μάνα της ένα πράγμα σαν πίσσα και ήταν το καημένο να το βλέπεις να το λυπάσαι. Πήγα λοιπόν και κάθισα και η Ανταλούζα πήγε άκρη άκρη να φύγει έξω από το θρανίο. Της λέω: «Πού πας, δικό σου είναι». Λέει: «Μα να μη σε κολλήσω ψείρες». «Ακου να δεις» της λέω, «εγώ βρομάω κρεμμύδια, δεν έρχονται οι ψείρες απάνω μου». Και γινήκαμε φίλοι. Μετά έπιασε ένας τύφος τα παιδάκια πεθαίνανε σαν να ήταν πουλιά. Στους δρόμους όλους κάθε δυο τρεις πόρτες και μια κασίτσα, ότι μέσα πέθανε παιδάκι. Κάτι κάσες με αλουμίνιο απόξω. Με έπιασε κι έμενα τύφος και είμαι κάτω 50 μέρες. Και η Ανταλούζα δίπλα μου, δεν έφευγε. Της έλεγε ο γιατρός «φύγε θα κολλήσεις». Κι εκείνη έλεγε: «Οχι. Εκείνος γιατί δεν φοβήθηκε ότι θα κολλήσει ψείρες;».

Τα μπαλωμένα ρούχα

Η Κοκκινιά όταν ήμουν μικρός ήταν λουλούδι. Ηταν πολλές γυναίκες, περισσότερες γριές. Ητανε πολλά μικρά παιδάκια και εκείνο που θυμάμαι, το μεγαλύτερο δράμα εκείνου του καιρού, εκτός ότι δεν υπήρχανε φαγιά, δεν υπήρχανε και ρούχα. Ολοι φοράγαμε μπαλωμένα ρούχα. Οι πρόσφυγες που ξεκινήσανε και ήρθανε εδώ ήρθανε με σκισμένα ρούχα γιατί φεύγοντας από τη Σμύρνη τα ξέσκιζαν και τα βρόμιζαν για να μην τους τα πάρουν οι Τσέτες και τους αφήσουν γδυμνούς.

Ετσι όλος ο κόσμος φορούσε μπαλωμένα ρούχα. Οι άντρες να δεις που οι κώλοι τους όλοι είχανε άλλο χρώμα. Ητανε μαύρο το παντελόνι με άσπρο κώλο, με κόκκινο κώλο, δεν έτρεχε τίποτα. Τότε περνούσε από τη γειτονιά ένας κουστουμαρισμένος. Και ήτανε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Με ένα γκρι κουστούμι περνούσε, εμείς, παιδάκια, παίζαμε, σταματάγαμε και τον κοιτάγαμε. Σε λίγο καιρό άρχισε να περνάει τσαλακωμένος, όχι σιδερωμένος όπως πριν. Μετά το σακάκι του να ’ναι μπαλωμένο. Περνούσε για μήνες και εμείς, τα παιδάκια, παρακολουθάγαμε. Στο φινάλε λοιπόν περνούσε ρακένδυτος. Και λέγανε «περνάει ο χασικλής». Από αυτό έμεινα μακριά από το χασίσι και από οποιοδήποτε ναρκωτικό. Από αυτό το «περνάει ο χασικλής».

Η Αγγέλα Παπάζογλου στο σπίτι της το 1978 (Εικονικό Μουσείο Αρχείο Κουνάδη)

Οι φτερούγες της Παναγιάς

Θυμάμαι που είχαμε πάρει τον σπιτότοπο εδώ και έχουμε φύγει από το κάτω και έχουμε βάλει κάτι λαμαρίνες από πάνω με κάτι πλίθες γύρω γύρω. Και πιάνει η καταιγίδα. Γι’ αυτή την καταιγίδα έχω γράψει ένα ποίημα. Δρόμοι δεν υπήρχανε όλο βράχια ήταν. Και είχε γίνει ρεύμα, ανέβηκε ένα μέτρο το νερό που κατέβαινε από τον Κορυδαλλό. Εάν σε έπαιρνε αυτό το ρεύμα, ειδικά νύχτα, δεν σε βρίσκανε. Πιάνει που λες η καταιγίδα και βαράγανε οι λαμαρίνες. «Γιωργάκη, μη φοβάσαι γιατί η Παναγιά είναι από πάνω σου και σε φυλάει και έχει δυο μεγάλες φτερούγες». Το ’πε μια, το ’πε δυο, το ’πε τρεις. Της λέω «Ασε με, δεν θέλω». Λέει: «Δεν ντρέπεσαι να λες αυτά τα πράγματα που σε φυλάει η Παναγίτσα;». «Ασε με» της λέω, «δεν θέλω τέτοια πράγματα εγώ, τι να τις κάνω τις φτερούγες;». Λέει: «Τι θες;». «Μια φέτα ψωμί θέλω. Φάγαμε τίποτα σήμερα;» της λέω. Ωχ αδερφάκι μου, έπιασε κι έκλαιγε και εκεί ορκίστηκα να μην ξαναπώ στη μάνα μου ότι πείναγα. Η προσφυγιά ήταν ένα μαρτύριο, ένα δράμα, δεν μπορούσες να ξεφύγεις.

Οι ιστορίες της κυρ-Αγγέλας

Αν ήρθες εμένα να με βρεις σήμερα σαν Γιώργη Παπάζογλου, σ’ το λέω ότι δεν θα υπήρχα εάν δεν ανακατευόμουνα με τη μάνα μου. Εμείς εδώ μες στο σπίτι μόλις κλεινόμασταν μέσα άρχιζε η μάνα μου να μου λέει αυτές τις ιστορίες για τη Μικρασία. Χιλιάδες φορές μου τις είπε, γι’ αυτό και τις θυμόμουνα μέχρι τελευταίας ρανίδας και τις κατέγραψα. Μου τις έλεγε κι εγώ έκανα ότι δεν μου τις είχε ξαναπεί. «Α ήρθες, Γιώργο μου; Και ξέρεις τι θυμόμουνα τώρα που έπλενα; Τη σάλπιγγα που βαρέσανε όταν φύγαμε από τη Σμύρνη. Σ’ το ’χω πει;» μου έλεγε. «Οχι» έλεγα εγώ και το ξανάλεγε. Αλλά τότε δεν είχε μαγνητόφωνα, εγώ ήμουν το μαγνητόφωνο. Οταν βγήκε μετά το μαγνητόφωνο είχαμε χαρές, σαν γιορτή το είχαμε. Το κάναμε άλλα πράγματα, δεν καθίσαμε να πούμε που σφάζανε τον κόσμο. Δεν ήθελα να τη στεναχωράω κιόλας γιατί όταν τα έλεγε δάκρυζε.

INF0

Το βιβλίο «Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης. Αγγέλα Παπάζογλου. Τα χαΐρια μας εδώ» του Γιώργη Παπάζογλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκκίδα – Αιγαίον

Documento Newsletter