Ο Γιάννης Χουβαρδάς στο Documento: «Το όραμα για μια δίκαιη κοινωνία παραμένει κυρίαρχο»

«Σήμερα η ουτοπία έχει δώσει τη θέση της στην απροκάλυπτη κυριαρχία του κέρδους και σε μια ανεξέλεγκτη και ασυγκράτητη πλέον καπιταλιστική μηχανή, που έχει μέσα της εγγεγραμμένη τη στιγμή της αυτοκαταστροφής της», λέει ο Γιάννης Χουβαρδάς

Λίγο πριν από την πρεμιέρα της όπερας «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ που σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή, ο Γιάννης Χουβαρδάς μάς μίλησε για το απολαυστικά αναφλεγόμενο μπρεχτικό σύμπαν.

Με την εμβληματική πολιτική και σατιρική όπερα των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ επανέρχεται ο Γιάννης Χουβαρδάς στην Εθνική Λυρική Σκηνή μετά το 2018 και την επιτυχία της «Υπόθεσης Μακρόπουλου» του Γιάνατσεκ. Αυτήν τη φορά για να στήσει «μια χρυσή πόλη των ονείρων μας που θα γίνει σκόνη και θα αφανιστεί μπροστά στα μάτια μας», όπως την περιγράφει ο ίδιος στο σκηνοθετικό του σημείωμα. Μαζί με τον Μίλτο Λογιάδη στη μουσική διεύθυνση και τους καταξιωμένους συντελεστές και μονωδούς της παράστασης επιχειρούν να ξαναδώσουν ζωή στους δρόμους του Μαχαγκόννυ και στις σχέσεις των διεφθαρμένων ηρώων, «εκεί που ο παγκόσμιος καπιταλισμός χορεύει φορώντας τις μπότες και τα σπιρούνια των πιονέρων του Τέξας και κρατώντας τα μακρύκαννα περίστροφα των πιστολέρο της Αγριας Δύσης». Με τον απολύτως διακριτό θεατρικό τρόπο του, ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου θα μας παρασύρει στη δική του εκδοχή της μπρεχτικής πόλης-σύμβολο της άκρατης απληστίας, του κέρδους και των ηδονών, επιχειρώντας μια πολιτική ανάγνωση του έργου μέσα από τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τού σήμερα. Στο παρά πέντε της πρεμιέρας ο Γιάννης Χουβαρδάς μάς μίλησε για το έργο και μας εξομολογήθηκε με ποια συγγραφική περίοδο του Μπρεχτ ταυτίζεται και ποια θεωρεί ότι έχει ξεπεραστεί, γιατί θεωρεί το «Μαχαγκόννυ» «κορωνίδα του μπρεχτικού επικού θεάτρου» και για το αν δικαιώνεται σήμερα ο Γερμανός ποιητής και δραματουργός που ταύτισε τον άγριο καπιταλισμό με εγκληματική συμμορία που δεν σταματάει πουθενά – ούτε μπροστά στην ίδια την καταστροφή της.

Επανέρχεστε στον Μπρεχτ μετά την «Οπερα της πεντάρας» και παλιότερα με τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν». Τι είναι αυτό που σας έκανε να ανεβάσετε σήμερα την «Ανοδο και την πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ»;

Το «Μαχαγκόννυ» το γνωρίζω από την εποχή που σπούδαζα στο Λονδίνο, από την ηλικία δηλαδή των 23 ετών, και ξέρω όλη τη συναρπαστική μουσική του απέξω. Το θεωρώ έργο ιδιοφυές, πρωτοποριακό για την εποχή του (σήμερα θα έλεγα σχεδόν κλασικό), πολυεπίπεδο και εξόχως απολαυστικό. Επιπροσθέτως αγγίζει μια ευρύτατη θεματολογία που απλώνεται από την εγγενή αυτοκαταστροφικότητα του καπιταλιστικού συστήματος μέχρι τα ατομικά υπαρξιακά ζητήματα και από την εμπορευματοποίηση του έρωτα μέχρι την τραγική ειρωνεία του αμερικανικού ονείρου. Θέματα απολύτως σημερινά. Κι όλα αυτά με τρομακτική οξυδέρκεια, εξαιρετικό χιούμορ και βαθιά ανθρώπινη συμπόνια.

Εχετε πει ότι έχετε διανοητική και όχι ιδεολογική συγγένεια με τον Μπρεχτ. Ποια είναι η διανοητική σχέση σας μαζί του;

Καταρχάς πρέπει να πω ότι ο Μπρεχτ πέρασε στην πολυτάραχη ζωή του από τρεις συγγραφικές περιόδους: τη νεανική αναρχο-αριστερίστικη, τη δογματική, «διδακτική» κομμουνιστική και την τελική συνθετική, στη διάρκεια της οποίας μας άφησε τα αριστουργήματά του, όπως ο «Καλός άνθρωπος του Σετσουάν», ο «Γαλιλαίος» κ.λπ. Με τον πρώτο και τον τελευταίο Μπρεχτ νιώθω μεγάλη συγγένεια ακόμη και σήμερα. Για τον μεσαίο τρέφω σεβασμό αλλά δεν με ενδιαφέρουν πια τα συγκεκριμένα έργα του (άλλωστε σπανίως ανεβαίνουν στις μέρες μας). Το «Μαχαγκόννυ», ενώ χρονολογικά ανήκει στην πρώτη περίοδο, συγκεντρώνει χαρακτηριστικά και των τριών φάσεων, με αποτέλεσμα να αποτελεί κατά την άποψή μου την κορωνίδα της σύλληψης του «επικού θεάτρου», όρου που επινόησε ο Μπρεχτ με τον επί χρόνια συνεργάτη του σκηνογράφο Κάσπαρ Νέερ και άλλους, κυρίως συνθέτες, μεταξύ αυτών και ο Κουρτ Βάιλ. Η διανοητική συγγένεια στην οποία αναφέρθηκα έχει να κάνει με τον διεισδυτικό τρόπο ανάλυσης της σύγχρονης πραγματικότητας που είχε αναπτύξει ο Μπρεχτ και την τεχνική της αυτόνομης διαλεκτικής παράθεσης και συνύπαρξης των διαφορετικών στοιχείων που απαρτίζουν ένα θεατρικό έργο – το πεζό κείμενο, την ποίηση, τη μουσική, την εικαστική σύλληψη κ.λπ. Αυτή η ιδέα, την οποία ο Μπρεχτ εμπνεύστηκε από την τεχνική του κινηματογραφικού μοντάζ, με ενδιαφέρει πολύ και την έχω υιοθετήσει κατά καιρούς στις σκηνοθεσίες μου. Επίσης, η απαίτηση του Μπρεχτ για ένα θέατρο με ενεργούς και όχι παθητικούς θεατές μ’ έχει διαπεράσει από την αρχή της επαγγελματικής μου πορείας στο θέατρο και προσπαθώ να την εφαρμόσω όσο μπορώ με τις μικρές μου δυνάμεις.

Τα έργα του Μπρεχτ έχουν χαρακτηριστεί αριστουργήματα, αλλά επίσης και δογματικές ιδεολογικές κατασκευές. Με τις σημερινές δυτικές κοινωνίες σε περιδίνηση από τις συνεχόμενες κρίσεις μοιάζει να δικαιώνεται το αντικαπιταλιστικό μένος του;

Το όραμα για μια δίκαιη ανθρώπινη κοινωνία όσο κι αν δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα από προδοσίες –κυρίως εκ των έσω–, παραμένει το κυρίαρχο αίτημα της ανθρωπότητας. Τα έργα του Μπρεχτ στην πλειονότητά τους ανταποκρίνονται σ’ αυτό το αίτημα με πειστικό και κάποια από αυτά με απαράμιλλο τρόπο. Οπου λοιπόν στο έργο του συναντιέται το σοσιαλιστικό του όραμα ως ανθρώπινη φιλοσοφία ζωής (και όχι ως πολιτικό δόγμα) με τις αδιαμφισβήτητες δραματουργικές του ικανότητες και τις ανανεωτικές του θεατρικές πρακτικές, εκεί υπάρχει κατά τη γνώμη μου άπλετο έδαφος για ένα σημαντικό θεατρικό γεγονός. Το «Μαχαγκόννυ» ανθίζει σαφώς σ’ αυτό το έδαφος.

Ο Μπρεχτ μεταγράφει στο θέατρο την πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής του στο πνεύμα του υποκόσμου, δηλαδή τον άγριο καπιταλισμό ως συμμορία κακοποιών. Συμφωνείτε με αυτή την ανάγνωση;

Εχετε δίκιο ότι σε πολλά έργα του Μπρεχτ συμμορίες του υποκόσμου εκπροσωπούν τους εκμεταλλευτές του καπιταλιστικού συστήματος. Ομως σχεδόν πάντα οι ίδιοι οι εκμεταλλευτές των αδυνάτων –«καρχαρίες» τους αποκαλεί ο Μπρεχτ– γίνονται βορά μεγαλύτερων και συνήθως αόρατων συμφερόντων. Ή και ενός πεπρωμένου που παίρνει τις διαστάσεις φυσικού φαινομένου (ενός καταστροφικού κυκλώνα, για παράδειγμα, που απειλεί το Μαχαγκόννυ με ισοπέδωση) ή ακόμη και μιας ανθρωποκεντρικής απόλυτης καταστροφής (στο τέλος του έργου όλοι οι κάτοικοι στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου). Η πραγματικότητα στα μεγάλα του έργα είναι πάντα πολύ πιο σύνθετη από τη δισδιάστατη πραγματικότητα των «διδακτικών» του έργων, που ήταν άλλωστε ταγμένα στην υπηρεσία της προπαγάνδας του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος. Ετσι στο «Μαχαγκόννυ» όλα αυτά, όπως και η ολίγον γελοία τριάδα των απατεώνων που ιδρύουν την πόλη Μαχαγκόννυ, αποτελούν τα γρανάζια μιας μεγαλύτερης τερατώδους μηχανής, η οποία αφού καταστρέψει κάθε δημιουργική ανθρώπινη ενέργεια γύρω της, στο τέλος αυτοκαταστρέφεται.

Συμφωνείτε ότι η όπερα «Μαχαγκόννυ» είναι μια εφήμερη, απροβλημάτιστη απόλαυση, όπως έχει γράψει ο ίδιος ο Μπρεχτ; Μπορεί δηλαδή ο Μπρεχτ να είναι εφήμερη διασκέδαση; Και τελικά πώς μπορεί ένα έργο του Μπρεχτ σήμερα να επανακτήσει το νόημά του;

Είναι ενδιαφέρον ότι ο Μπρεχτ έχει πει κάτι τέτοιο για το «Μαχαγκόννυ». Ομολογώ ότι δεν το γνώριζα, αλλά ο Μπρεχτ έλεγε κατά καιρούς πολλά που εξυπηρετούσαν ένα συγκεκριμένο στόχο που ήθελε να πετύχει ή ένα αφήγημα που ήθελε να περάσει, έστω κι αν δεν τα πίστευε πραγματικά. Και βέβαια το γεγονός ότι το έργο απαγορεύτηκε από τους ναζί το 1933 δεν μας βοηθάει να πάρουμε στα σοβαρά αυτή την αποστροφή. Ετσι ή αλλιώς, πάντως, το «Μαχαγκόννυ» δεν είναι ανώδυνο. Αυτό όμως που το καθιστά επίκαιρο, ρηξικέλευθο και αληθινά επώδυνο είναι ότι αναπαριστά την (καπιταλιστική;) κόλαση με τρόπο πράγματι απολαυστικό.

Βρίσκετε κοινά σημεία ανάμεσα στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης των χρόνων του Μπρεχτ και την Ευρώπη και τον κόσμο σήμερα, με την άνοδο της ακροδεξιάς, την έξαρση της βίας, τις ολοένα μεγαλύτερες ανισότητες, την έλλειψη ελπίδας;

Κοινά σημεία ανάμεσα σε σημαδιακές για την ιστορία της ανθρωπότητας εποχές πάντα βρίσκει κανείς. Και πολύ σωστά τα επισημαίνετε, θα μπορούσαμε μάλιστα να βρούμε κι άλλα. Η «Ανοδος του Αρτούρο Ούι», ας πούμε, που παίζεται αυτό το διάστημα στην Αθήνα, είναι το πιο χαρακτηριστικό δείγμα από την εργογραφία του Μπρεχτ. Δυστυχώς, όμως, ενώ καμία εποχή δεν είναι ταυτόσημη με άλλη και η ανθρωπότητα θα είχε πολλά να κερδίσει αν μπορούσε να διδαχτεί από τις προγενέστερες εποχές, κάτι εμποδίζει τους ανθρώπους να μαθαίνουν από τα λάθη τους και να τα διορθώνουν, οπότε διαρκώς τα επαναλαμβάνουν. Και ο Μπρεχτ, που είχε αντλήσει πολλά διδάγματα από την αρχαία ελληνική τραγωδία, κάτι θα είχε να πει γι’ αυτό το κάτι. Στο «Μαχαγκόννυ», πάντως, μοιάζει να θέλει να ανατινάξει το σύστημα –το σύστημα της κοινωνίας των ανθρώπων που βασίζεται στο χρήμα– εκ των έσω. Και να μη βάλει κάτι άλλο στη θέση του. Και ο Βάιλ στο φινάλε του έργου υπηρετεί αυτή την απόλυτη επαναστατική διάθεση με τα συνταρακτικά τραγικά χαρακτηριστικά με μεγαλειώδη τρόπο.

Πόσο προφητικό είναι το έργο του Μπρεχτ σήμερα που καταστρέφονται οι «χρυσές πόλεις των ονείρων μας»;

Από την εποχή της αριστοφανικής Νεφελοκοκκυγίας μέχρι το Μαχαγκόννυ όλες αυτές οι ονειρικές πόλεις, πόλεις γεμάτες άκρατη καταναλωτική απόλαυση και ανέφελη παντοτινή ειρήνη, ήταν ουτοπίες. Ουτοπίες αφελείς έστω, αλλά ανθρώπινες. Σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης τεχνολογικής ανάπτυξης και της τεχνητής νοημοσύνης, η ουτοπία έχει δώσει τη θέση της στην απροκάλυπτη κυριαρχία του κέρδους και σε μια ανεξέλεγκτη και ασυγκράτητη πλέον αυτοδημιουργούμενη και αυτοανανεούμενη νεοκαπιταλιστική μηχανή, που έχει μέσα της εγγεγραμμένη τη στιγμή της αυτοκαταστροφής της. Που η ασύλληπτα προηγμένη τεχνολογία έχει φροντίσει να μην την ξέρει κανείς. Ούτε καν η ίδια.

Η όπερα των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ ανεβαίνει για έξι παραστάσεις στην Εθνική Λυρική Σκηνή με πρωταγωνιστές Ελληνες μονωδούς όπως, μεταξύ άλλων, οι Αννα Αγάθωνος, Χρήστος Κεχρής, Τάσος Αποστόλου, Μαρισία Παπαλεξίου, Γιάννης Καλύβας, Χάρης Ανδριανός, Γιάννης Γιαννίτσης κ.ά.

Η όπερα που μισούσαν και απαγόρευσαν οι ναζί

Το αριστούργημα «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ, που σαρκάζει ανελέητα την καπιταλιστική ασυδοσία, ανέβηκε για πρώτη φορά στη Λειψία το 1930, πριν από περίπου έναν αιώνα, σε μια πρεμιέρα που διακόπηκε από διαμαρτυρίες υποκινούμενες από τους ναζί. Η πρωτοποριακή ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα όπερα γράφτηκε σε μια εποχή που η Δημοκρατία της Βαϊμάρης παρέπαιε οδεύοντας προς τη διάλυση και ο Χίτλερ καραδοκούσε για να πάρει την εξουσία. Παρά τις θετικές κριτικές, μόνο τέσσερις παραγωγές της όπερας ανέβηκαν σε όλη τη Γερμανία, με εκείνη στο Βερολίνο να σημειώνει μεγάλη επιτυχία, πριν από την οριστική απαγόρευση της μουσικής του Κουρτ Βάιλ από τους ναζί το 1933. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά η όπερα διαγράφει λαμπρή πορεία σε όλα τα λυρικά θέατρα του κόσμου, ενώ σήμερα θεωρείται πιο επίκαιρη από ποτέ. Ο σπουδαίος εξπρεσιονιστής Γερμανός συνθέτης του μεσοπολέμου συνέθεσε για την «Ανοδο και πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, όπως το «Τραγούδι της Αλαμπάμα» και το «Τραγούδι του Μπενάρες», τα οποία αργότερα αυτονομήθηκαν και διέγραψαν τη δική τους μουσική πορεία ερμηνευμένα από καλλιτέχνες όπως η Λότε Λένια, οι Doors ή ο Ντέιβιντ Μπάουι. Επίσης, ο Βάιλ πειραματίστηκε με διαφορετικά μουσικά ιδιώματα, όπως η τζαζ και το ράγκταϊμ, τα οποία ενσωμάτωσε στη μουσική γλώσσα του έργου.

INF0
«Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ», Κουρτ Βάιλ–Μπέρτολτ Μπρεχτ, Εθνική Λυρική Σκηνή, από 12 Απριλίου 2024