Ο Γιάννης Βογιατζής στο Docville: «Δεν σηκώνει πια ο κινηματογράφος να λες σαχλαμαρίτσες»

Ο Γιάννης Βογιατζής στο Docville: «Δεν σηκώνει πια ο κινηματογράφος να λες σαχλαμαρίτσες»
«Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», Εθνικό Θέατρο (© Πάτροκλος Σκαφίδας)

Ο σπουδαίος ηθοποιός μιλάει για τη ζωή του και την πορεία του στο σινεμά και το θέατρο.

Όταν το 1948 ο Γιάννης Βογιατζής αποφάσισε να δώσει εξετάσεις για να µπει στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου έψαξε να βρει τον ∆ηµήτρη Χορν. Του είπε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός και του ζήτησε να τον ακούσει. «Αν µου πείτε ότι κάνω για ηθοποιός, θα γίνω. Αν µου πείτε ότι δεν κάνω, πάλι θα γίνω» του είπε. Και ο Χορν του απάντησε: «Ε τότε κάνεις για το θέατρο». Ετσι βρέθηκε να έχει δάσκαλο τον Ροντήρη και συµµαθητές την Ειρήνη Παπά, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, την Αννα Συνοδινού.

Η «Γυναίκα μου τρελάθηκε» (1966) σε σκηνοθεσία Δημήτρη Νικολαΐδη (© Finos Film)

Η πρώτη του εµφάνιση στο σινεµά ήταν στο «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» στον ρόλο ενός γιατρού. Ο ρόλος του απαιτούσε να πει στην Τζένη Καρέζη µόλις τρεις προτάσεις: «∆υστυχώς, κυρία µου, δεν γίνεται τίποτε. Η γενική σας κατάσταση δεν µας επιτρέπει να κάνουµε αυτή την επέµβαση. Εγώ τουλάχιστον δεν την αναλαµβάνω…». Από το άγχος του δεν κοιµήθηκε την προηγούµενη νύχτα και είχε τέτοιο τρακ ώστε η σκηνή χρειάστηκε να γυριστεί δέκα φορές. Ο Γιάννης Βογιατζής έπαιξε από τότε σε δεκάδες ταινίες, επιθεωρήσεις και παραστάσεις ρεπερτορίου, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, ενώ επί σειρά ετών έπαιζε πρόζα και σε νυχτερινά κέντρα. Σήµερα, σε ηλικία 95 χρόνων, έχει την ευχέρεια να παίζει ακόµη µε τον ενθουσιασµό του πρωτόβγαλτου, µε πιο πρόσφατη την εµφάνισή του στην ταινία «Σµύρνη µου αγαπηµένη».

«Τι κάνετε;» τον ρωτάω στο τηλέφωνο. «Υπάρχωωω» απαντά τραγουδώντας καζαντζιδικά. Η κουβέντα πέφτει αµέσως στα βαθιά. Του λέω πως είδα την ταινία και µε συγκίνησε πολύ και απαντά: «Αφήνουµε το αποτύπωµά µας µε τον κινηµατογράφο για κάποια χρόνια και µετά φεύγουµε κανονικά πια αφού έχουµε φύγει κανονικότατα πριν».

«Φοιτηταί» του Γρηγόριου Ξενόπουλου σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου (Εθνικό Θέατρο, 2000)

∆εν είναι κάπως άδικο ότι ενώ από το σινεµά µένουν η εικόνα και ο ήχος, από το θέατρο αποµένει µόνο η µαρτυρία όσων είδαν µια παράσταση;

Η φήµη· η φήµη είναι αυτή που µένει. Συζητάνε σήµερα για τον Χορν, τη Λαµπέτη. Λένε για πάρα πολλούς ηθοποιούς τι σπουδαίοι που ήταν. Για τον Νέζερ λένε τόσο σπουδαία πράγµατα παρότι δεν έχει αφήσει κάτι να δουν οι επόµενες γενεές. Αφησε όµως αυτήν τη φήµη. Βλέπετε, µετά τον θάνατό σου υπάρχει µια δικαίωση ή και µια απόρριψη. Φανταστείτε ότι από τον Βεάκη έχουµε µία κινηµατογραφική παρουσία του –δεν θυµάµαι πριν από πόσα χρόνια– και µάλιστα τον είχαν ντουµπλάρει και στη φωνή. ∆εν ξέρουµε τίποτε άλλο. Γνωρίζουµε ότι η Κοτοπούλη υπήρξε πολύ µεγάλη ηθοποιός. Εχει µείνει η φήµη της, η οποία σφραγίστηκε και µε το θέατρο Κοτοπούλη. Εγώ την έχω δει στο «Εκτο πάτωµα». Εχω δει τον Βεάκη να παίζει µε την Κυβέλη και τη στιγµή που βγαίνει η Κυβέλη µόνη της στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου να υποκλιθεί όλος ο κόσµος από κάτω να είναι όρθιος και να φωνάζει «Βε-ά-κης, Βε-ά-κης». Εµείς δεν είµαστε σαν τους ζωγράφους ή τους µουσικούς. ∆εν αφήνουµε scripta ώστε να µπορείς ορισµένα πράγµατα να τα αποδείξεις και να τα δικαιώσεις υποστηρίζοντάς τα.

Πότε είναι σπουδαίος ένας ηθοποιός;

Οταν κατανοήσει πλήρως το έργο το οποίο καλείται να υποστηρίξει µε την παράσταση. Οταν δηλαδή βιώνει τον ρόλο. Γιατί ο ηθοποιός, ο σπουδαίος ηθοποιός, είναι αυτός ακριβώς ο οποίος έχει καταλάβει πλήρως αυτά που του λέει ο σκηνοθέτης και έχει κατανοήσει το έργο. Αν έχει συµβεί αυτό, είναι εύκολο να µάθεις τον ρόλο. Γιατί λες αλήθεια. Είναι σαν τα δικαστήρια και τους ψευδοµάρτυρες. Το ψέµα έχει κοντά ποδάρια. Ενας άνθρωπος της τέχνης όµως που λέει την αλήθεια θα ξεχωρίσει είτε στη σκηνή είτε στον κινηµατογράφο, στα βίντεο, ακόµη και τα σίριαλ, τα οποία έχουν κατά κάποιον τρόπο υποκαταστήσει τον παλιό ελληνικό κινηµατογράφο.

Ως προς τι;

Ως προς τα θέµατά τους και την απόδοσή τους. Τα έχει τοποθετήσει ο κόσµος εκεί. Του λες του άλλου να πάει να δει την τάδε παράσταση και σε ρωτάει: «Θα το βάλουν στην τηλεόραση;». Ο άνθρωπος λέει την αλήθεια του, η οποία όµως εσένα σε καίει. Γιατί εσύ κάνοντας θέατρο θέλεις κάπως να φτιάξεις τους ανθρώπους καλύτερους. Να στοχαστούν κάπως σε σχέση µε τους ήρωες που έχεις επιλέξει να ερµηνεύσεις. Γιατί και τον πιο κακό χαρακτήρα, όταν τον ερµηνεύσεις τέλεια, µπορείς να τον κατανοήσεις. Ο Οθέλλος ας πούµε. Υπάρχουν Οθέλλοι που έχουν µείνει στην ιστορία, ήταν πολύ σπουδαίοι στον ρόλο τους. Γιατί και ο εγκληµατίας αν κάνει το έγκληµα όχι επειδή είναι στ’ αλήθεια αυτό που λέµε εγκληµατίας αλλά επειδή έχει κάποια ψυχική δικαιολογία, υπάρχει σαν χαρακτήρας. Κι όταν συµβαίνει αυτό είναι εύκολο να τον ερµηνεύσεις, γιατί ζώντας τον ρόλο τον επιβάλλεις. Ο άλλος σε θυµάται γιατί βγαίνει και ο χαρακτήρας του ηθοποιού µαζί µε τον ήρωα που καλείται να ερµηνεύσει.

Κι αν δεν µπορείς να το κάνεις αυτό;

Αµα δεν είσαι ο ρόλος, το έχεις χάσει το παιχνίδι. Θα είσαι ένας ηθοποιός από τους πάµπολλους που δυστυχώς υπάρχουν οι οποίοι παίζουν για να τους λένε στον δρόµο «γεια σου, κύριε Τσατσατσόπουλε, δώσ’ µου ένα αυτόγραφο». Κολακεύονται. ∆εν µπορείς να έχεις αξιώσεις ερµηνείας από έναν ηθοποιό που σκέφτεται κατ’ αυτό τον τρόπο. Γιατί δεν είναι καν ηθοποιός. Είναι ένας που λέει τα λόγια του. Το κείµενο είναι το τέρµα µιας δουλειάς που έχεις κάνει εβδοµάδες, µήνες ή κι ένα βράδυ. Οταν έχεις γύρισµα όλη τη νύχτα δεν µπορείς να κοιµηθείς γιατί θες δεν θες είσαι µες στον ρόλο. Παύεις να είσαι εσύ, είσαι ένας άλλος. Κι αυτή είναι η ευτυχία της ερµηνείας.

Και ο ναρκισσισµός πώς τιθασεύεται;

Αυτός υπάρχει εκ γενετής. Είναι στη φύση κάποιου, δεν µπορεί να κάνει διαφορετικά. Βλέπετε, είναι και επάγγελµα που σε αξιολογεί από µόνο του. Περνάν τα χρόνια και καταλαβαίνεις ότι αυτά που έκανες δεν τα έκανες επί µαταίω. Οχι για να κολακευτείς και να µείνεις και να λένε τι σπουδαίος ηθοποιός είσαι. Εµένα µου έλεγαν στην αρχή της καριέρας µου «δεν θα κάνεις τίποτε στη ζωή σου γιατί δεν παίζεις τον ρόλο. ∆εν έχει βιµπράτο η φωνή σου, τα λες απλά». ∆ηλαδή βαράγανε µαχαιριές απάνω στο θέατρο. Με πήρε ο κινηµατογράφος και σώθηκα.

Επειδή το σινεµά ήθελε πιο φυσικό παίξιµο;

Απολύτως φυσικό. Στο θέατρο µπορείς να πας κάπως παραπέρα, κάθε βράδυ να βρίσκεις παραπάνω κ.λπ. και να υπάρχει κι ένα ψάξιµο στο µυαλό σου. Στον κινηµατογράφο είναι ένα πλάνο και η κλακέτα χτυπάει –παπ!– κι εκείνη την ώρα πρέπει να είσαι αυτός. Αν δεν έχεις προετοιµαστεί να είσαι αυτός που καλείσαι να είσαι, τι θα κάνεις; ∆εν µπορείς να απαγγείλεις. Αν δεις τις πρώτες ταινίες, θα κλάψεις από την ανάποδη. Λες «θεέ µου, είναι δυνατόν;». Είναι απαγγελία.

«Η βίλα των οργίων» (1964) του Ντίνου Δημόπουλου (© Finos Film)

Πώς ήταν η εµπειρία σας από τη συµµετοχή στο «Σµύρνη µου αγαπηµένη»;

Ηταν τιµή µου και χάρηκα πάρα πολύ που έπαιξα και στενοχωρήθηκα που δεν διέσωσαν αυτό το υπέροχο σκηνικό. Θα ήταν ένα είδος σωστού µνηµόσυνου εσαεί για τον ελληνισµό που χάθηκε στη Μικρά Ασία. Το έργο το έπαιξε η Μιµή Ντενίση για αρκετά χρόνια στο θέατρο. Κάναµε γυρίσµατα µες στη Μυτιλήνη –η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Σµύρνη– στο Μέγαρο Αλεπουδέλη, το πατρικό σπίτι του Οδυσσέα Ελύτη. Εκανα τον πατέρα της Μιµής. Τον ρόλο αυτό θα τον έπαιζε ο Κώστας Βουτσάς που έκανε τον ρόλο στο θέατρο, αλλά πέθανε. Η Μιµή ήθελε να τον δώσει σ’ εµένα. Εγώ όµως δεν µπορούσα γιατί τα τελευταία χρόνια έπαιζα στο Εθνικό Θέατρο και συνέχεια µου ανανέωναν τη σύµβαση. Είκοσι χρόνια έµεινα στο Εθνικό. Ηταν να συµµετάσχω στους «Πέρσες» του Αισχύλου αλλά δεν έπαιξα λόγω κορονοϊού.

Πόσο άλλαξε τη ζωή σας ο κορονοϊός;

Εγώ έτσι κι αλλιώς είµαι µόνος µου πια στο σπίτι γιατί έχασα και τη γυναίκα µου πριν από τρία χρόνια. Βέβαια έρχονται ο γιος µου και η νύφη µου. Είµαι ευτυχισµένος γιατί έχω τα βιβλία µου και διαβάζω και στην τηλεόραση βλέπω κάτι πολύ ωραία ιστορικά ντοκιµαντέρ που µε ενδιαφέρουν πολύ. Αυτά θα τα δω όχι επειδή µε µορφώνουν, αλλά γιατί διψάω να τα ακούω και να τα βλέπω καθώς µέσα από την ιστορία βλέπεις την αλήθεια.

Πιστεύετε ότι η φιλοµάθειά σας είναι που σας κρατάει πνευµατικά νέο;

Μπορώ να το ισχυριστώ κι αυτό. Αλλά η πραγµατικότητα είναι πραγµατικότητα. Θα ήθελα να είµαι λίγο πιο νέος, αλλά βλέπεις ότι αυτό δεν γίνεται. Γι’ αυτό είχα πει κάποτε πως οι ταυτότητες υπάρχουν µόνο και µόνο για να γράφουν την ηλικία των ανθρώπων. Κανονικά η ταυτότητά σου είναι αυτός που είσαι την κάθε στιγµή. ∆εν το αποδεικνύεις µε ένα έγγραφο ή µια παλιά φωτογραφία. Μα είναι απλά τα πράγµατα, εµείς τα κάνουµε δύσκολα.

Η πιο πρόσφατη εμφάνισή του στο «Σμύρνη μου αγαπημένη»

Η αγάπη σας για την ιστορία ήταν ένας επιπλέον λόγος που είπατε το «ναι» στη Μιµή Ντενίση;

Επειδή την έχω αγαπήσει και µελετήσει πολύ την ιστορία, η Ντενίση και ως φιλόλογος έχει µελετήσει πάρα πολύ το θέµα και γράφει αλήθειες. Γι’ αυτό και συγκινεί η ταινία. Κι αυτά τα θέµατα είναι πολύ σπουδαία για τον κινηµατογράφο. Η Μιµή, που έχει ηγετικές δυνάµεις και ταλέντο, τα κατάφερε. ∆εν την ήξερα, δεν είχαµε ξανασυνεργαστεί. ∆ουλέψαµε πάρα πολύ καλά και ήταν από τις ευτυχέστερες στιγµές της ζωής µου. Και µου έλεγε: «Να δεις που θα αισθάνεσαι ότι η καλύτερή σου ταινία είναι η “Σµύρνη” και όχι οι άλλες που έχεις κάνει».

Πόσες είναι οι άλλες ταινίες;

Εβδοµήντα µία.

Πότε νιώσατε ότι θέλετε να γίνετε ηθοποιός;

Από παιδάκι. Εχω µια φωτογραφία που πρέπει να είναι του 1933 και να πήγαινα στην πρώτη τάξη του δηµοτικού σχολείου στο Αλιβέρι. Είµαι µόνος µου και φαίνονται από πίσω οι συµµαθητές µου όλοι και οι δασκάλες µου κι εγώ λέω χαµογελαστά αυτό που δεν το ξεχνάω ποτέ, ήταν ο πρώτος µου ρόλος: «Μηχανικός θέλω να γίνω/ αυτό πολύ µε συγκινεί/ µ’ αν πάλι σέκος αποµείνω;/ αν µε πλακώσει η µηχανή;». Από παιδί έλεγα: «Εσύ, Γιάννη, θα γίνεις ηθοποιός». Πράγµα που η µητέρα µου το ήθελε, ο πατέρας µου δεν το ήθελε και πέρασα περιπέτειες µέχρι να γίνω ηθοποιός, να κάνω αυτό που ήθελα δηλαδή. Είναι πολύ σπουδαίο ο άνθρωπος να κάνει αυτό που θέλει. Γιατί και κουλούρια να πουλάς, όταν το θέλει η ψυχή σου θα γίνεις σπουδαίος.

Πώς ήταν ο κινηµατογράφος όταν ξεκινήσατε να παίζετε;

Ηταν το άλφα και το ωµέγα. Οταν µε κάλεσε για πρώτη φορά ο ∆αλιανίδης να µε δει από κοντά δεν κοιµήθηκα όλη τη νύχτα. Καθόλου. Μάλιστα υπάρχει σε µια ταινία ένα πλάνο που εγώ είµαι στην πρώτη σειρά ενός θεάτρου και χειροκροτάω τη Ρένα Βλαχοπούλου που βρίσκεται στη σκηνή και µετά πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Βλέπω τώρα τα µάτια µου και σκέφτοµαι πόσο αληθινό ήταν το χειροκρότηµα.

Το θυµάµαι πολύ καλά, τα µάτια σας έλαµπαν.

Η αλήθεια δεν ξεχνιέται. Τα αληθινά γεγονότα δεν ξεχνιούνται ούτε µεταλλάσσονται. Γιατί υπάρχουν και ορισµένοι σοβαροί επιστήµονες οι οποίοι ψάχνουν να βρουν το «γιατί» και το «διότι». Αν καταφέρεις τα «γιατί» σου να τα ερµηνεύσεις µε το «διότι» τότε έχεις γερή παιδεία.

«Ο Μικές παντρεύεται» (1968) σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη (© Finos Film)

Πώς δηµιουργήθηκε ο ρόλος του Μικέ, τον οποίο µνηµονεύουµε µέχρι σήµερα;

Οταν ήµουν παιδάκι οι δικοί µου καλούσαν κόσµο τα Σάββατα. Από υπερβολική ευγένεια έλεγα στους ανθρώπους που έφευγαν ή τους έβλεπα για πρώτη φορά στο σαλόνι: «Με συγχωρείτε, σας χαιρέτησα;». Εξι επτά χρόνων ήµουν. Και το είχα πει στον Πρετεντέρη, ο οποίος το έβαλε στο «Ηµερολόγιο ενός θυρωρού» µε τον Παντελή Ζερβό που ακουγόταν στο ραδιόφωνο και ήθελε να κάνω κάποιον που είναι πάρα πολύ έξυπνος και πάρα πολύ αληθινός αλλά και µαµόθρεφτος και έχει αυτή την ιδιαιτερότητα. Και το έκανα. Κάποια φορά όµως η Finos Film θέλησε να κάνει και ταινία και ο ίδιος ο Φίνος µαζί µε τον ∆αλιανίδη µε ρώτησαν µήπως είχα τίποτε από αυτά τα κοµµάτια του Μικέ. Τους είπα ότι είχα αρκετά ηχογραφηµένα και µου ζήτησαν να τους τα πάω για να φτιάξουν σενάριο. Για µένα ήταν αποτυχία, δεν ήταν κινηµατογράφος κανονικός. Γιατί ο κανονικός κινηµατογράφος έχει άλλη διεργασία ως προς το γράψιµο. Αν ήταν γραµµένο αλλιώς, θα είχε µείνει σαν σπουδαία ταινία. Οταν παιζόταν στο ραδιόφωνο κάθε Τετάρτη και Σάββατο χάλαγε ο κόσµος, ερήµωνε το σύµπαν… να πάνε όλοι να το ακούσουν, να ακούσουν κυρίως εµένα. Γιατί µέσα στις βλακείες που υποτίθεται ότι έλεγε ο Μικές έλεγε και σοφά πράγµατα.

Πώς θυµάστε τον Γιάννη ∆αλιανίδη;

Ηταν ιδιοφυΐα, έκανε πάρα πολύ καλά αυτά που έκανε. Αν υπήρχε σήµερα ο ∆αλιανίδης, θα έκανε ταινίες εκπληκτικές, θα έµπαινε στο νέο πνεύµα της εποχής. ∆εν σηκώνει πια ο κινηµατογράφος να λες σαχλαµαρίτσες. Τις βλέπεις κι αλλιώς, µε άλλους τρόπους. Χρειάζεται κάτι πιο σοβαρό, πιο δυνατό.

Όταν παίζονται στην τηλεόραση αυτές οι ταινίες τις βλέπετε;

Με παίρνει µια µέρα τηλέφωνο ο λογιστής µου και µου λέει: «Γιάννη, αυτήν τη στιγµή παίζεις σε πέντε κανάλια». Εγώ εκείνη την ώρα δεν έβλεπα τηλεόραση, άκουγα κάτι συµφωνίες στο Τρίτο Πρόγραµµα. Αποφεύγω να βλέπω τις ταινίες γιατί όταν τις βλέπω λέω από µέσα µου: «Αυτήν τη σκηνή θα την έκανα πολύ καλύτερα. ∆εν είναι καλό αυτό το πλάνο, δεν µε αντιπροσωπεύει». Με το πέρασµα των χρόνων το µυαλό σου γίνεται πιο εκλεκτικό, πιο σπουδαίο. Και τα καταφέρνεις τελικά να κάνεις κάτι. ∆ιαφορετικά τι; Θα πεις το κείµενο; Τι να το κάνω;

Σήµερα πώς είναι τα πράγµατα; Εχει αλλάξει ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι;

∆εν γίνεσαι αποδεκτός σήµερα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια άκουγες να λένε «µα είναι πολύ σπουδαίος, κοίταξε ένα αυτοκίνητο που έχει». Και έµενα άφωνος. Εκριναν τους ανθρώπους από το κοστούµι, από το αυτοκίνητο που έχουν, από το πουρµπουάρ που άφησαν, πράγµατα τελείως άγνωστα στην ψυχή µου.

Το ξέρω· κάθε φορά που σας ακούω να µιλάτε µε συγκινεί ο τρόπος που µέσα σε ελάχιστα λεπτά φτάνετε στην ουσία των πραγµάτων. Κι αυτό είναι πολύ σπάνιο.

∆εν µπορώ να κάνω αλλιώς, το ξέρετε αυτό. Γι’ αυτό έχω τους σκηνοθέτες µου που µε λάτρεψαν και µε λατρεύουν. Τον Γιάννη Χουβαρδά, τον ∆ηµήτρη Μαυρίκιο, τον Μιχαήλ Μαρµαρινό και από τη νέα γενιά τον Νίκο Καραθάνο.

«Ρομπέρτο Τσούκο» του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές (Εθνικό Θέατρο, 2008)

Ο Γιάννης Χουβαρδάς ήταν εκείνος µε τον οποίο κάνατε τη µεγάλη στροφή στο θέατρο πριν από περίπου 25 χρόνια. Αλλαξε η ζωή σας;

Τελείως. Εκανα αυτό που ήθελα. Συχνά είναι οι υλικές ανάγκες που ωθούν κάποιον να παίξει σε µια ταινία, να πάρει τα λεφτά για να προχωρήσει το σπίτι του και να καλύψει τα έξοδά του. Στην περίπτωση του Χουβαρδά έπαιζες για σένα. Είναι ένα είδος αυτοθεραπείας αυτό που γίνεται. Η παιδεία δεν ολοκληρώνεται µε την απόκτηση γνώσεων. Παιδεία είναι να καταπιείς τελείως τις γνώσεις και να δηµιουργηθεί κάτι που θα διαχέεται από την προσωπικότητά σου. ∆εν τελειώνεις µε τα πράγµατα και τα πετάς. Τα ερευνάς, τα µελετάς. Αµα δεν είσαι ερευνητής των πάντων, δεν γίνεται. Το καλύτερο πλάνο που έχω κάνει ποτέ είναι στο «∆εσποινίς διευθυντής» όπου έπαιζα µε την Καρέζη, τον Παπαγιαννόπουλο και πολλούς άλλους και έκανα έναν κοµµουνιστή κλητήρα ο οποίος βρίζει το αφεντικό του. Εκείνος όµως τον ακούει και βγαίνει από το γραφείο του και ο κλητήρας παγώνει. Μετά τον ζητάει για µια δουλειά και εκεί υπάρχει ένα βουβό πλάνο που ο κλητήρας κοιτάζει το αφεντικό του. Μέσα από τη σιωπή του λέει: «Αυτά που είπα τα είπα γιατί τα πιστεύω. Αναγκάζοµαι όµως να υποκύψω σε αυτά που θα µε βάλεις να κάνω γιατί δεν µπορώ να κάνω αλλιώς».

Ο χαρακτήρας που υποδύεστε εκεί είναι ο µόνος από τους συναδέλφους που δεν πηγαίνει στο πάρτι του «ναυαρχούκου», διότι θεωρεί απαράδεκτο οι εργαζόµενοι να γλεντούν µε την πλουτοκρατία.

Ακριβώς. Πάντως ο πολύς κόσµος ξέρει τον κινηµατογράφο, δεν ξέρει το θέατρό µου.

«Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» (1968) του Ντίνου Δημόπουλου

Ισως επειδή µε τις ταινίες είναι εύκολο να κολλήσει κανείς σε αυτό που βλέπει και να ξεχάσει ότι όπως εξελίσσεται εκείνος, εξελίσσεται και ο άλλος άνθρωπος.

Βεβαίως. Την πνευµατική εξέλιξη του ανθρώπου την καταλαβαίνω. Οµως η εξέλιξη στα υλικά –τα υλιστικά, θα έλεγα– αγαθά φέρνει συχνά κάτι πολύ κακό και άσχηµο. Μαζί µε την εξέλιξη του ανθρώπου εξελίσσονται και τα φονικά όπλα. Είναι απίστευτο αυτήν τη στιγµή να θέλει ο ένας να καταλάβει την πατρίδα του άλλου. Κι ενώ όλοι διδάσκονται ότι θα πεθάνουν για την πατρίδα τους, ξεχνάνε ότι πατρίδα έχουν και οι άλλοι.

Documento Newsletter