Ο Γιάννης Ατζακάς και η ζωή στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης

Ο Γιάννης Ατζακάς και η ζωή στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης
Έξι χρόνια έζησε ο συγγραφέας Γ. Ατζακάς σε μία από τις παιδοπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης. Τα μετεμφυλιακά ιδρύματα έμειναν στην Ιστορία για τη στρατιωτική πειθαρχία, τις σκληρές τιμωρίες και τη συστηματική φιλομοναρχική χειραγώγηση με καθημερινές δόσεις αντικομμουνιστικής προπαγάνδας

Ο συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς μιλάει για την εποχή που ήταν έγκλειστος στα μετεμφυλιακά ιδρύματα, μια εμπειρία που σημάδεψε για πάντα τη ζωή του.

Στις 20 Φεβρουαρίου βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες το νέο φιλμ της Ελένης Αλεξανδράκη. Αν και ταινία μυθοπλασίας, ο «Θολός βυθός» βασίζεται ελεύθερα στα αυτοβιογραφικά βιβλία του Γιάννη Ατζακά, ο οποίος έζησε έξι χρόνια στα ιδρύματα της Φρειδερίκης. Το πέρασμά του συγγραφέα από τις μετεμφυλιακές παιδοπόλεις άφησε για πάντα μέσα του βαθιά πληγή.

Εκείνα τα χρόνια που έζησε ως παιδί στα περίκλειστα ιδρύματα με τα καθαγιασμένα ονόματα («Απόστολος Παύλος», «Καλή Παναγιά» κ.λπ.) παρουσιάζονται στο φιλμ της Ελένης Αλεξανδράκη («Ξεριζωμένοι», «Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός μισάνθρωπος») ως μαρτυρικοί τόποι, στους οποίους ωστόσο η παιδική αθωότητα έβρισκε πάντα χώρο για να ανθίσει.

«Η Ελένη Αλεξανδράκη κατόρθωσε με πολύ λιτά μέσα, συνθέτοντας λογοτεχνική και κινηματογραφική γραφή, να δημιουργήσει μια έξοχη ταινία για τη ζωή του μικρού ήρωα του “Θολού βυθού” στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης» μας λέει ο Γιάννης Ατζακάς. «Με αφαιρετικές αναγωγές και προσωπική έμπνευση, εστίασε στο ουσιώδες, που δεν ήταν άλλο από τη στρατιωτική πειθαρχία, τις σκληρές σε αρκετές περιπτώσεις τιμωρίες και την προγραμματική φιλομοναρχική χειραγώγηση» συνεχίζει.

Καθημερινή προπαγάνδα

Διαβάζοντας κάποιος την τριλογία του Γ. Ατζακά («Διπλωμένα φτερά» 2007, «Θολός βυθός» 2008, «Φως της φονιάς» 2013), που αφορά εκείνη την περίοδο, εντυπωσιάζεται από το πόσο δυνατές είναι οι περιγραφές. Υπάρχουν πράγματα και καταστάσεις που έχουν υποστεί αλλαγές κατά τη μεταφορά τους από τις σελίδες των βιβλίων στα κινηματογραφικά καρέ; «Κινηματογράφος και λογοτεχνία έχουν απολύτως διαφορετικά εκφραστικά μέσα και διαφορετικούς περιγραφικούς τρόπους. Οι πραγματικοί τόποι των δικών μου παιδοπόλεων (Καστρί Κηφισιάς, Ιωσηφόγλειο Νέας Σμύρνης, Καλή Παναγιά Βεροίας, Αγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης) δεν θα ήταν εύκολο αλλά ούτε και απαραίτητο να αναπαρασταθούν με πιστότητα» αναφέρει ο συγγραφέας.

«Ετσι, η επιλογή των απογυμνωμένων τοπίων του Λαυρίου και η ασπρόμαυρη φωτογραφία μπορούσαν να απεικονίσουν καλύτερα τη συναισθηματική γυμνότητα και τη μοναξιά των απορφανισμένων παιδιών του Ελληνικού Εμφυλίου. Δεν άλλαξε όμως σε τίποτε η πολιτική άποψη του μυθιστορήματος» εξηγεί. Το πρόσωπο του πατέρα ήταν ιερό για τον μικρό Αρχοντή, όπως φαίνεται στο φιλμ.

Πόσο άραγε άλλαξε η γνώμη του μικρού παιδιού για τον πατέρα του εξαιτίας της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας στην οποία υποβαλλόταν καθημερινά; Aπαντά πως «το βαθύτερο σημείο του “Θολού βυθού” υπήρξε η άκαρδη μετάθεση του αντάρτη πατέρα στην “ορθή πλευρά” της Ιστορίας, που πάντα είναι εκείνη των νικητών. Η πυκνή αλληλογραφία μου με τον πατέρα από το 1957 –διακόπηκε για λόγους ασφαλείας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας– η πρώτη συνάντησή μας στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας έπειτα από περίπου 30 χρόνια, και οι συχνές επισκέψεις μου στη Βάρνα της Βουλγαρίας, όπως εξαιρετικά αυτές αποδόθηκαν και στην ταινία από τους Στέλιο Μάινα και Αινεία Τσαμάτη, επέφεραν την αποδοχή και τη συμφιλίωση πατέρα και γιου – το αίμα νερό δε γίνεται» .

Ο Γιάννης Ατζακάς μεγάλωσε με συναισθηματικό μπλοκάρισμα για τον πατέρα του λόγω της καθημερινής προπαγάνδας σ’ αυτά τα ιδρύματα, ενώ άργησε να συνειδητοποιήσει τον ιδεολογικό μηχανισμό που στήθηκε με στόχο το παιδομάζωμα του Εμφυλίου. «Η συνειδητοποίηση του τραύματος και η αντίληψη του ιδεολογικού μηχανισμού που το προκάλεσε συνέβη αργά και με πολύ οδυνηρό τρόπο. Καθοριστική υπήρξε η επιστροφή στο νησί μου – η Θάσος, όπως η Λέσβος, η Ικαρία και η Λευκάδα, ήταν ένα από τα αποκαλούμενα τότε “κόκκινα νησιά” της χώρας. Σημαντική υπήρξε και η πολιτική επιρροή του εφηβικού μου φίλου Τάσου Σταματέκου, φοιτητή τότε της Ιατρικής στο Γκρατς της Αυστρίας, που ήταν ο πρώτος που μου μίλησε για μαρξισμό. Η μεταστροφή μου ολοκληρώθηκε με τις σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης την εποχή των μεγάλων αγώνων για παιδεία και δημοκρατία (15%, 114) και με την ένταξή μου στη Νεολαία Λαμπράκη» αναφέρει.

Μέσα σε όλο αυτό το δυσοίωνο σκηνικό όμως υπήρχε κι ένας άνθρωπος που με την καλοσύνη του φώτισε κάπως τη ζωή του μικρού αγοριού. «Στα χρόνια που μεσολάβησαν, από το 1954 έως τις ημέρες που άρχισα να γράφω τον “Θολό βυθό”, δεν έπαψα ποτέ να αναπολώ την τρυφερότητα και την αληθινή αγάπη της δεσποινίδας Αλίκης Πολιτίδου, τις βραδινές αναγνώσεις της γύρω από τη σόμπα του θαλάμου, ακούγοντας τις μακρινές υλακές των λύκων στις πλαγιές του Βερμίου. Με την αγαπημένη μου ομαδάρχισσα συναντηθήκαμε αρκετές φορές στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε μια εκδήλωση στην Καλή Παναγιά μετά την έκδοση του βιβλίου» αναφέρει ο συγγραφέας.

Η τέλεια «κακοτεχνία»

Ο Γ. Ατζακάς δυσκολεύτηκε να διηγηθεί την ιστορία της ζωής του επειδή θεωρούσε ότι δεν θα αφορούσε κανέναν. Ολα όμως πήραν τον δρόμο τους καθώς στο μυθιστόρημά του «Διπλωμένα φτερά» υπάρχει ένα κεφάλαιο με τον ειρωνικό κάπως τίτλο «Μια ακόμη μητέρα», που υπονοεί τη βασίλισσα Φρειδερίκη, τη «μεγάλη μητέρα», όπως επίσημα τότε την αποκαλούσαν. Μετά την κυκλοφορία εκείνου του βιβλίου ο Ατζακάς είχε πολλές προτροπές να μιλήσει περισσότερο για το βίωμά του στις παιδοπόλεις. Οπως αφηγείται, «χρειάζεται όμως κάτι περισσότερο από απλές προτροπές για να αποφασίσεις να γράψεις ένα μυθιστόρημα. Είχα φτάσει στα 66 χρόνια μου με τη μόνιμη φαντασίωση ότι ο πραγματικός μου προορισμός δεν ήταν η εκπαίδευση αλλά η συγγραφή».

Η τριλογία του Γ. Ατζακά «Διπλωμένα φτερά» 2007, «Θολός βυθός» 2008, «Φως της φονιάς» 2013 από τις εκδόσεις Αγρα

Η ζωή του όμως είχε σημαδευτεί ανεπανόρθωτα από την εμπειρία των παιδοπόλεων. «Στη δική μου περίπτωση οι ιδεολογικοί, ανακτορικοί και εξουσιαστικοί σχεδιασμοί δεν απέδωσαν – υπήρξα, φαίνεται, η τέλεια “κακοτεχνία” του συστήματος. Πάντως, παρά τους αποχωρισμούς, τις μετακινήσεις, τα τραύματα και τα αναπόφευκτα πλέγματα… “Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ, μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας”, για να επικαλεστώ τον απολογισμό του συντοπίτη μας Μανόλη Αναγνωστάκη» συμπληρώνει ο Ατζακάς, που ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.

Μια φράση του, «στα χρόνια που έφτασα ξέρω πολύ καλά πια τι έχω απαρνηθεί και σε τι κρατώ ακόμα λίγη πίστη», που εντόπισα στο βιβλίο «Διπλωμένα φτερά», μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Αρχικά γελάει και θυμάται τη Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη, που όπως λέει: «Θεωρεί ότι απέκτησε ανάστημα, ψήλωσε ξαφνικά λόγω του θεόσταλτου όπως νομίζει έργου που επιτελεί. Ετσι κι εγώ έγραψα αυτήν τη φράση όταν ήμουν γύρω στα 60 μου, ίσως και από ματαιοδοξία, αμφισβητώντας τις δογματικές κομμουνιστικές απόψεις που είχα ως καθαρόαιμος κομμουνιστής και μάλιστα γιος αντάρτη».

Ο φίλος του Τάσος Σταματέκος τού είπε κάποτε την εξής φράση: «Να είσαι περήφανος που είσαι γιος αντάρτη». Με αυτές τις λέξεις κατέρρευσε αμέσως όλο το προπαγανδιστικό οικοδόμημα της Φρειδερίκης, όπως εξηγεί. «Σήμερα που είμαι πάνω από 80 και μπορώ να δω καθαρά τον ρόλο των δογματικών αριστερών. Εκείνων που έλεγαν πως ακόμη και οι Λαμπράκηδες (με αρχηγό τον Μίκη και βασικά στελέχη τον Γλέζο και τον Ηλιού) δεν ήταν καθαροί κομμουνιστές. Για να μην αναφερθώ στον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη. Για να μη σας ταλαιπωρώ, όταν στη χούντα μού ζητούσαν την υπογραφή μου και τη συνοδευτική ομιλία μετάνοιας για να καθαρίσουν τον βαρύ φάκελό μου, ήμουν αδιάλλακτος. Μεγαλώνοντας όμως και κυρίως γράφοντας το πρώτο βιβλίο, το 2006-07, έχω κάνει ήδη μεγάλη διαδρομή, η οποία φυσικά σημαδεύεται και από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ειδικά γι’ αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός δεν διανοείται να συμπεριφέρεται κάποιος σαν να μην έχει ακούσει ή αντιληφθεί τι έχει συμβεί. Ουσιαστικά λοιπόν, λέγοντας “για όσα αρνήθηκα”, μιλάω κυρίως για τις πολιτικές μου ιδέες. Ισως πιο σωστό ήταν να γράψω “μετατοπίστηκαν κάπως πιο αριστερά προς το κέντρο”, χωρίς φυσικά σε καμιά περίπτωση να θεωρηθώ κεντρώος» σημειώνει.

Τον ρωτώ ποιες είναι οι σκέψεις του για την Αριστερά σήμερα και αν δηλώνει ακόμη αριστερός. Οπως λέει: «Αφού από το 1960 έζησα όλες τις διασπάσεις και τις μεταμορφώσεις της ελληνικής Αριστεράς και αφού ως πεζογράφος δεν θέλησα να εξελιχθώ σε μεταμοντέρνο, ως πολίτης σήμερα προτιμώ να αυτοπροσδιορίζομαι ως μετα-αριστερός. Οταν θα εμφανιστεί μια Αριστερά όπως ο ίδιος την ονειρεύομαι θα την αναγνωρίσω αμέσως “από την όψη και την κόψη του σπαθιού την τρομερή” και, παρά την ηλικία μου, θα ενταχθώ στις τάξεις της». Κλείνει με μια παιχνιδιάρικη παρένθεση: «Μου αρέσει αυτός ο όρος… μετα-Αριστερά. Ισως θα πρέπει να τον κατοχυρώσω προτού μου τον αρπάξει αυτός ο Ιλον Μασκ, που όλα τα βαφτίζει meta».

Διαβάστε ακόμα: Ο Έρανος της βασίλισσας Φρειδερίκης ως μηχανισμός προπαγάνδας

Documento Newsletter