Ο Σταύρος Τσιώλης υπήρξε ιδιότυπος, ιδιόμορφος, ιδιότροπος. Ένας πραγματικός δημιουργός που γεννά εκ του μηδενός έχει απαιτήσεις. Αυτό τον κάνει πέρα από ιδιότυπο και ιδιότροπο. Οι σημερινοί άνθρωποι δεν έχουν τρόπους – και κυρίως οι Νεοέλληνες οι οποίοι είναι τύποι του χαβαλέ, του σέρβις, αντιλαμβάνονται κακότροπα αυτό που τους σερβίρεται. Οι Νεοέλληνες δεν έχουν ήθος στην αντίληψή τους για τα πράγματα και αυτό είναι το μέτρο που ο Τσιώλης δεν μπορούσε ποτέ να συμμεριστεί και να αποδεχτεί.
Αγαπούσε την Ελλάδα. Αγαπούσε την επαρχία. Αγαπούσε τη λαϊκότητα. Σκεφτόταν, διάβαζε, διόρθωνε, αναιρούσε, αποδομούσε και οικοδομούσε πάλι. Οι συζητήσεις μαζί του ήταν πολύ τρυφερές. Θα μπορούσε να μιλάει ώρες ατελείωτες για ανθρώπους που η κοινωνία τούς χαρακτήριζε δευτερότριτους όπως οι τραγουδιστές του λαϊκού τραγουδιού – και μάλιστα όχι αυτοί που χαρακτηρίζονταν πρώτοι αλλά ο Μελάς, ο Καρράς, η Στανίση, η Λίτα Κόλλια, καλλιτέχνες που κάποτε οι ψευτοδιανοούμενοι τους χαρακτήριζαν δεύτερους.
Αντιλήφθηκε εγκαίρως τι σημαίνει συμφέρον και πόσο κακό κάνει στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Όταν μπαίνεις στη διαδικασία του συμφέροντος, υπερασπίζεσαι κάτι γιατί σε συμφέρει· υπερασπίζεσαι και δημοσιογραφείς ή γράφεις μουσική ή θέατρο γιατί έχεις συμφέρον από συγκεκριμένους ανθρώπους. Αυτό ήταν έξω από τη λογική του Τσιώλη.
Τον γνώρισα πριν από 35 χρόνια, όταν ήμουν υπάλληλος στην ΕΡΤ. Όταν πρωτομιλήσαμε εκφράστηκε με τρομερό θαυμασμό για τον τρόπο που αναδείκνυα διάφορους ρόλους λαϊκών ανθρώπων. Με είχε παρακολουθήσει και στο θέατρο και στο «Αχ Μαρία» και πάντοτε είχε έναν καλό λόγο να μου πει. Ο τρόπος που με προσέγγισε ήταν πολύ συγκινητικός.
Παρόλο που ήταν μοναχικός, δεν υπήρξε ποτέ μισάνθρωπος. Ήταν τρομερά τρυφερός, τρομερά σκληρός, τρομερά αντιφατικός. Βέβαια η ουσιαστική τρυφερότητα είναι σκληρή. Αγαπούσε με πάθος αλλά αυτός που εισέπραττε την αγάπη του θα μπορούσε να εισπράξει και τη σκληρότητά του. Θυμάμαι, όταν έκανα την πρώτη στραβή παραλείποντας ένα «και» στην ταινία, τον άκουσα να λέει: «Γαμώ το κέρατό μου, γαμώ, δεν ντρέπεστε λίγο, ρε; Πώς γίνεστε γνωστοί χωρίς να ξέρετε να αρθρώσετε μια λέξη;».
Δεν υπήρξε ποτέ εφησυχασμένος· από το πρωί μέχρι το βράδυ ήταν δημιουργικός. Ανεξάρτητα αν είχε ή δεν είχε επιτυχίες με τις γυναίκες, η γυναίκα ήταν το μέτρο της σκέψης του. Πολλές φορές είχε και θηλυκή σκέψη, δηλαδή σκέψη που γεννά – η θηλυκότητα κυοφορεί και γεννά. Ήταν δε απαιτητικός διότι ήθελε να αποσπάσει από τον ερμηνευτή του στις ταινίες ή στη ζωή αυτό που ο ίδιος δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Γι’ αυτό πολλές φορές όταν με δίδασκε πώς θα παίξω του έλεγα: «Με αφοπλίζεις γιατί το παίζεις καλύτερα». Ήταν φοβερός κινηματογραφιστής, ήξερε απολύτως τι έκανε. Εκοβε πλάνα τα οποία, ας πούμε, του θύμιζαν καρτ ποστάλ. Ήταν συγγραφέας μοναδικός και πολύ μεγάλος στιχουργός και ποιητής. Ποιητής και στη ζωή του – αγαπούσε με ποιητικό τρόπο την ΑΕΚ.
Ήταν δύσκολος άνθρωπος. Στην τελευταία του ταινία, ενώ με επέλεξε, στη συνέχεια με απέρριψε. Κι εγώ δέχτηκα αυτή την απόρριψη διότι με απέρριψε ο Τσιώλης. Χωρίς καν να κάνουμε γυρίσματα, γιατί πίστευε ότι δεν μπορούσα να μπω στον πόνο που ήθελε να εκφράσει ο ρόλος που θα υποδυόμουν. Δεν είχα την ίδια άποψη, στενοχωρήθηκα, αλλά το δέχτηκα απολύτως. Ο Τσιώλης με έκανε σοφότερο. Πιστεύω πολύ στην ταπεινότητα – η συνεργασία μαζί του ήταν και άσκηση ταπεινότητας.
Όταν έμπαινε στη διαδικασία του γυρίσματος ήταν ένας άλλος Τσιώλης, ένα αγρίμι που απαιτούσε τα πάντα, δεν χαριζόταν ούτε στην κόρη του. Δεν ήταν του καρτ ποστάλ, έκοβε πολλά πλάνα που ήταν ωραία. Του έλεγα: «Τι πλάνο, τι ηλιοβασίλεμα» και αυτός έβριζε! Του έλεγες: «Μα είναι ωραίος ο λόγος από κάτω». «Δεν με ενδιαφέρει» απαντούσε και κοβόταν το πλάνο.
Αυτή την εβδομάδα νιώθω ότι φύγανε από τη ζωή μου κομμάτια και με τον θάνατο του Γιάννη Σπάθα. Ο Τσιώλης με έκανε πολύ καλύτερο, με έκανε να διαλογίζομαι, να σκέφτομαι περισσότερο, να αποστασιοποιούμαι από την ύλη. Ο ίδιος δεν αρνήθηκε ποτέ το χρήμα αλλά δεν αποτελούσε ποτέ μέτρο γι’ αυτόν, μέτρο για να δημιουργήσει. Η σχέση που είχε με την ύλη ήταν ανύπαρκτη. Μπορούσε να ζήσει με 20 ευρώ την εβδομάδα.
Ο Τσιώλης είναι μορφή ανεξίτηλη. Η σύγχρονη Ελλάδα εξυμνεί ουσιαστικά τον θάνατο, δίνει πόντους στην προσωπικότητα που φεύγει. Αυτό δεν χρειάζεται στον Τσιώλη γιατί είχε πολύ μεγάλη ζωή. Υπάρχουν καλλιτέχνες που πεθαίνουν και μεγαλώνουν ξαφνικά, έχω πολλά παραδείγματα, δεν χρειάζεται να τα αναφέρω. Εμένα δεν με άφησε να τον δω όταν του τηλεφώνησα, δεν ήθελε να τον δω στην παρακμή του σώματός του.
Φιλμογραφία Σταύρου Τσιώλη
- Ο μικρός δραπέτης (1969)
- Πανικός (1969)
- Η ζούγκλα των πόλεων (1970)
- Κατάχρησις εξουσίας (1971)
- Μια τόσο μακρινή απουσία (1985)
- Σχετικά με τον Βασίλη (1986)
- Ακατανίκητοι εραστές (1988)
- Ερωτας στη χουρμαδιά (1990)
- Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε (1992)
- Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ Πασά (1996)
- Ας περιμένουν οι γυναίκες (1998)
- Φτάσαμεε!… (2004)
- Γυναίκες που περάσατε από δω (2017)