Ο Γερμανός φίλος Βιμ Βέντερς

Ο Γερμανός φίλος Βιμ Βέντερς

Με τις «Υπέροχες μέρες» ο Βιμ Βέντερς ταξιδεύει στο νοσταλγικό παρελθόν του και μας θυμίζει ξανά πόσο σπουδαίος δημιουργός είναι.

Ο Βιμ Βέντερς σε λίγους μήνες, στις 14 Αυγούστου γίνεται 78 ετών. Έχοντας πάψει εδώ και καιρό να απασχολεί σοβαρά τους σινεφίλ με τα μυθοπλαστικά φιλμ του, έβρισκε άλλοθι για να συνεχίζει στην ενεργό κινηματογραφική δράση με κάποια πραγματικά εμπνευσμένα ντοκιμαντέρ, όπως ήταν για παράδειγμα η «Πίνα Μπάους» το 2011 ή ακόμη και το πιο πρόσφατο «Anselm» με θέμα την ζωή και την καλλιτεχνική πορεία του καινοτόμου εικαστικού συμπατριώτη του Άνσελμ Κίφερ.

Όταν όμως στο διάστημα των τελευταίων είκοσι ετών έφτιαχνε ταινίες μυθοπλασίας, η αρνητική υποδοχή ήταν πλέον μόνιμη… συνθήκη για τον πάλαι ποτέ αγαπημένο δημιουργό των κριτικών. Θα πρέπει να πάμε πολύ πίσω για να βρούμε πότε ήταν το τελευταίο σφιχτό, αποτελεσματικό και συνεπές δράμα που υπέγραψε πριν από τις «Υπέροχες μέρες» του ο Βέντερς. Το 1991 με το ιδιότυπο νουάρ-road movie «Μέχρι το τέλος του κόσμου» με τους Ουίλιαμ Χαρτ, Σαμ Νιλ, Σολβέιγ Ντομαρτέν και Μαξ φον Σίντοφ, ο Βέντερς απέδωσε αρκετά αισθαντικά την περιπλάνηση ενός ζευγαριού στην άκρη του κόσμου που εδώ ταυτίζεται με την αυστραλέζικη ήπειρο. Ακολούθησε μια κάπως αμήχανη συνέχεια του εμβληματικού του φιλμ «Τα φτερά του έρωτα» με τίτλο «Τόσο μακριά, τόσο κοντά» και την Ναστάζια Κίνσκι με τον Γουίλεμ Νταφόε στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ενώ το 1995 το μυσταγωγικό «Lisbon story» μάς έβαζε βαθιά στην πραγματικότητα ενός εμμονικού ηχολήπτη που ταξιδεύει ως τη Λισαβώνα ώστε να μπορέσει τα «παγιδεύσει» τον ιδανικό ήχο που θα χρησιμοποιηθεί στην επόμενη ταινία του.

Από τότε μέχρι σήμερα ακολούθησαν τουλάχιστον 6 ταινίες μυθοπλασίας στις οποίες ο Βέντερς επιχείρησε να βρει τον παλιό καλό εαυτό του με άνισα αποτελέσματα. Στην καλύτερη περίπτωση κάποια από αυτά τα φιλμ ήταν απλώς ενδιαφέροντα (το αρκούντως ατμοσφαιρικό «Το τέλος της βίας» με τον Μπιλ Πούλμαν και την Άντι Μακ Ντάουελ) και στη χειρότερη, υπερφίαλα υπαρξιακά ή ερωτικά δράματα σαν το «Όλα θα πάνε καλά» του 2015 με τον Τζέιμς Φράνκο και την Σαρλότ Γκενσμπούρ ή το ανεκδιήγητο «Στο βαθύ γαλάζιο» (2017) με την Αλίσια Βικάντερ και τον Τζέιμς Μακαβόι να υποδύονται ένα αταίριαστο ζευγάρι (εκείνη ήταν βιολόγος, εκείνος κατάσκοπος) που θυμάται τις πιο δυνατές στιγμές του με φόντο το μπλε της θάλασσας!

Σε αυτή την αλυσίδα αποτυχιών ο Βιμ Βέντερς βάζει απρόσμενη τελεία με το εξαιρετικά τρυφερό, ανθρώπινο και κυρίως μεστό δράμα «Perfect Days» που επαναφέρει τον σκηνοθέτη στα μονοπάτια της δημιουργικής απλότητας. Η ταινία που ξεχώρισε στο περσινό φεστιβάλ Κανών, αποσπώντας μάλιστα το βραβείο της κορυφαίας αντρικής ερμηνείας για τον συγκινητικά πράο Κότζι Γιακούσο, είναι υποψήφια για το διεθνές βραβείο όσκαρ που θα δοθεί σε λίγες βδομάδες. Ο Γιακούσο υποδύεται τον καλοσυνάτο καθαριστή δημόσιων τουαλετών στο Τόκυο «κύριο Χιραγιάμα» όπως τον αποκαλεί ο ελαφρόμυαλος νεαρός βοηθός του. O Χιραγιάμα αν και ζει μόνος, είναι απόλυτα ικανοποιημένος με την λιτή καθημερινότητα του. Εκτός από την δομημένη επαγγελματική ρουτίνα του απολαμβάνει το πάθος του για τη μουσική και τα βιβλία. Αγαπάει, επίσης, τα δέντρα και τα απαθανατίζει με τον φωτογραφικό του φακό. Μία σειρά από απρόσμενες συναντήσεις όμως αποκαλύπτουν σταδιακά περισσότερα στοιχεία για το παρελθόν του.

Η έμπνευση για την ταινία ήρθε με τη μορφή ενός αναπάντεχου γράμματος για τον Βέντερς. «Θα σας ενδιέφερε να γυρίσετε μία σειρά από ταινίες μικρού μήκους στο Τόκιο, ίσως 4 ή 5, διάρκειας 15 λεπτών; Οι ταινίες θα συμπεριλαμβάνουν το έργο σπουδαίων αρχιτεκτόνων και θα εξασφαλίσουμε ότι θα αναπτύξετε ο ίδιος το σενάριο και θα έχετε στη διάθεσή σας τους καλύτερους ηθοποιούς. Επίσης, σας εγγυόμαστε απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία».

Ο Βέντερς που λατρεύει την Ιαπωνία και ήθελε πολλά χρόνια να επιστρέψει εκεί αφού ένιωθε έντονη νοσταλγία για το Τόκιο, άρχισε να κάνει τις πρώτες σκέψεις για μια «άλλη» ταινία. Όπως χαρακτηριστικά λέει «συνέχισα να διαβάζω το γράμμα: το θέμα θα αφορούσε τα δημόσια αποχωρητήρια και η ελπίδα ήταν να βρεθεί ένας χαρακτήρας μέσω του οποίου θα αναδυόταν η ουσία της ιαπωνικής κουλτούρας, όπου οι τουαλέτες παίζουν έναν τελείως διαφορετικό ρόλο από αυτόν που παίζουν στη δική μας δυτική αντίληψη της υγιεινής. Για εμάς οι τουαλέτες δεν είναι μέρος της κουλτούρας μας, αντιθέτως, είναι η ενσάρκωση της απουσίας της. Στην Ιαπωνία όμως είναι μικρά καταφύγια γαλήνης και αξιοπρέπειας… Μου άρεσαν οι φωτογραφίες αυτών των μικρών θαυμάτων της αρχιτεκτονικής. Έμοιαζαν με μικρούς ναούς υγιεινής παρά με αποχωρητήρια. Μου άρεσε η ιδέα της τέχνης που συνδέεται μαζί τους. Και σίγουρα μου άρεσε η ιδέα να τις δω μέσα σε ένα μυθοπλαστικό πλαίσιο. Πάντα ένιωθα ότι αυτά τα μέρη είναι πιο προφυλαγμένα μέσα σε επινοημένες ιστορίες, παρά εκτός του μυθοπλαστικού περιβάλλοντος. Αλλά δεν μου άρεσε η ιδέα μιας σειράς ταινιών μικρού μήκους. Δεν είναι η γλώσσα μου αυτή. Αντί να κάνω γύρισμα τέσσερις φορές από τέσσερις μέρες τη φορά απάντησα ότι θα ήθελα να γυρίσω μία ταινία σε 17 μέρες. Τι μπορείς να κάνεις με 4 ταινίες μικρού μήκους, εν τέλει; Φανταστείτε μία ταινία μεγάλου μήκους αντ’ αυτών. Η απάντηση ήταν ότι τους άρεσε η ιδέα. Με ρώτησαν αν είναι εφικτή και τους πρότεινα να περιορίσουμε την ιστορία μας σε λιγότερες τοποθεσίες και σε έναν πρωταγωνιστή. Αλλά για αρχή έπρεπε να πάω στην Ιαπωνία και να το εξακριβώσω ο ίδιος».

Κάπως έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια του φιλμ που ανήκει στα πιο όμορφα και ποιητικά του Βέντερς και κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες από τις 22 Φεβρουαρίου σε διανομή Feelgood.

Ετικέτες

Documento Newsletter