Ο γενικός γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών μιλάει στο Documento για όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στον χώρο του θεάτρου
Καθώς το φαινόμενο των καταγγελιών για παρενοχλήσεις αποκτά χαρακτηριστικά τσουνάμι, αναζητήσαμε τον γενικό γραμματέα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών Αρη Λάσκο για να μιλήσει σχετικά με όσα συμβαίνουν και τον ρόλο που θα διαδραματίσει το ΣΕΗ στους καιρούς που διανύουμε.
Το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών αυτό το διάστημα έχει γίνει δέκτης πολλών καταγγελιών για κακοποίηση και παρενόχληση στον χώρο δουλειάς;
H θεσμική μου θέση ως γενικού γραμματέα δεν μου επιτρέπει να τοποθετηθώ επί αριθμών. Αλλωστε δεν νομίζω πως πρέπει να μας ενδιαφέρει η ποσότητα, αλλά πώς αφενός θα χειριστούμε τις όποιες καταγγελίες και αφετέρου πώς θα «χρησιμοποιήσουμε» το αποτέλεσμα αυτού του χειρισμού ώστε η επόμενη μέρα –όταν οι χώροι πολιτισμού ανοίξουν ξανά– να μας βρει πιο υγιείς, πιο αλληλέγγυους μεταξύ μας και πιο δυνατούς.
Θεωρείτε ότι οι καταγγελίες της Ζέτας Δούκα για τον Γιώργο Κιμούλη λειτούργησαν απελευθερωτικά για τους εργαζόμενους στο θέατρο;
Αν κρίνω από τη συζήτηση που ξεκίνησε τόσο στον κλάδο όσο και στην κοινωνία, αλλά και από τα δεκάδες μηνύματα για την ανταπόκριση του σωματείου στο ζήτημα αυτό, νομίζω πως ναι. Ξεκίνησε ένας διάλογος, ο οποίος πολύ σύντομα –όταν η πίεση της επικαιρότητας καταλαγιάσει και αποδώσει η μεθοδική αντιμετώπιση που εμείς προτείνουμε– θα επικεντρωθεί στο ουσιαστικό ζήτημα: πώς εμείς οι ίδιοι οι ηθοποιοί θα αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας μέσα στη δουλειά και πώς θα απομακρυνθούμε από την υποτέλεια και τον φόβο.
Η εικόνα που έχουμε διαμορφώσει όσοι δεν εμπλεκόμαστε επαγγελματικά στο θέατρο είναι πως οι παρενοχλητικές και κακοποιητικές συμπεριφορές είναι κοινός τόπος. Αν ισχύει αυτό, δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο ένας επαγγελματίας αποδέχεται τη συγκεκριμένη κατάσταση και δεν τη στηλιτεύει;
Νομίζω πως η φράση «κοινός τόπος» είναι υπερβολή. Θα μου επιτρέψετε ως άνθρωπος που δουλεύει δέκα χρόνια στο θέατρο να μη στηλιτεύσω συλλήβδην τον χώρο μου και να αναγνωρίσω εκτενέστατα υγιή του κομμάτια. Η ερώτηση όμως που θέτετε εμπεριέχει τη λέξη «επαγγελματίας». Κι εκεί είναι το κλειδί. Θεωρούμε πως ο ηθοποιός του 2020 είναι πράγματι επαγγελματίας; Με την έννοια ότι πληρώνεται κανονικά για τη δουλειά του; Τις πρόβες του; Παίρνει το συμβόλαιό του στα χέρια του όταν κλείνει μια δουλειά; Δυστυχώς η αρνητική απάντηση σε όλα αυτά είναι ο κοινός τόπος για το επάγγελμά μας. Και είναι αυτός που σε συνδυασμό με το ότι τα πτυχία μας –μιας και η καλλιτεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα δεν είναι αναγνωρισμένη– ισοδυναμούν με απολυτήρια λυκείου και με την εποχικότητα του επαγγέλματος (αναζητούμε εργοδότη τρεις και τέσσερις φορές τον χρόνο) κλείνει τα στόματα στην κακοποίηση, την κατάχρηση εξουσίας ή σε όποιου είδους βία. Οταν τίθεται ζήτημα επιβίωσης ίσως η θαρραλέα αντίσταση να εκλαμβάνεται ως πολυτέλεια για τον όποιον καταπιεζόμενο.
Ακούγονται φήμες περί καταγγελιών για παρενόχληση για θεσμικό παράγοντα του θεάτρου. Το ψηφιακό χωριό έχει κατακλυστεί από κατάρες, ειρωνείες, χαιρεκακίες. Νοσηρό κλίμα, το οποίο ωστόσο θα συντηρηθεί και θα αναπαράγεται όσο δεν γίνονται επίσημα οι καταγγελίες. Αν τελικά οι διαδόσεις έχουν βάση, πώς θα προτρέπατε τα θύματα να κινηθούν;
Δεν θέλω να μπω σε υποθετικές κουβέντες. Θέλω να μιλήσω όπως θα μιλούσα σε κάποιον φίλο που μου εκμυστηρευόταν κάποιο ζήτημά του: ζήτα βοήθεια από έναν δικηγόρο, αν αυτό που καταγγέλλεις είναι δικαστικά διεκδικήσιμο, έναν ψυχολόγο για να σε βοηθήσει να αντιμετωπίσεις την όποια πίεση ή τον φόβο, από το αρμόδιο συλλογικό όργανο για να σου πει ποιες είναι οι επιλογές σου, να σε στηρίξει και να σε ενδυναμώσει. Με όποια σειρά θέλει φυσικά και με απόλυτο σεβασμό στο τι πραγματικά έχει ανάγκη.
Ακούσαμε δημοσιογράφο μετά τις καταγγελίες ηθοποιού για παρενόχληση να εκφράζει τον φόβο της ότι μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να ποινικοποιήσουμε το φλερτ. Μάλιστα νομίζω ότι αυτή η αποστροφή απηχεί το πνεύμα μεγάλου μέρους της πατριαρχικής κοινωνίας μας. Για να «κατευνάσουμε» τις ανησυχίες τους, θεωρείτε ότι οι καταγγελίες θα αποστειρώσουν τις ανθρώπινες σχέσεις;
Σ’ αυτήν τη χρονική συγκυρία δεν με αφορά να κατευνάσω καμία ανησυχία. Είναι ο καιρός όλοι να αναλογιστούμε τη μέχρι τώρα πορεία. Και να μη μένουμε φοβικοί, αλλά να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να αφουγκραστούμε ένα ηχηρότατο αίτημα που έρχεται από τις γυναίκες κυρίως και έπειτα από όλες τις υπόλοιπες καταπιεζόμενες ομάδες. Αν αυτό το αίτημα απαιτεί «αποστείρωση», είναι γιατί μάλλον έχουμε μολύνει πολύ τα πράγματα μέχρι τώρα. Και μάλλον συνολικά ως κοινωνία δεν είμαστε όλες και όλοι ευτυχείς. Ας βρούμε εκ νέου λοιπόν τον τρόπο. Επιλογές υπάρχουν άλλωστε χιλιάδες.
Υπάρχει απάντηση στην κουτοπόνηρη απορία «γιατί τώρα;» ή θεωρούμε ότι η βλακεία είναι αήττητη και κάνουμε πως δεν βρίσκεται δίπλα μας;
Καταρχάς δεν θέλω να παραδοθώ στην αντίληψη ότι η βλακεία υπάρχει de facto. Προτιμώ να πιστεύω στην εκπαίδευση και τη διαρκή εκμάθηση μέσα στη ζωή. Με αυτήν τη σκέψη λοιπόν το «γιατί τώρα;» δεν είναι βλακώδης ερώτηση αλλά συστημική ερώτηση πολύ σωστά υπολογισμένη που επί τούτου επιχειρεί να αποδυναμώσει τον καταγγέλλοντα και να αποπροσανατολίσει: το ζήτημα δεν είναι ο χρόνος, αλλά το γεγονός ότι κάποια/ος μίλησε. Και είναι μια ερώτηση που τελικά αγνοεί την ανθρώπινη ιστορία και την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση (να γιατί επίσης δεν είναι βλακώδης): οι πιο μεγάλες επαναστάσεις έγιναν ύστερα από χρόνια καταπίεσης και δουλείας, τα μεγαλύτερα συλλογικά τραύματα ξεκίνησαν να αναλύονται πολύ μετά τα συμβάντα, οι καλύτεροι ιστορικοί γράφουν χρόνια μετά την ιστορική στιγμή στην οποία αναφέρονται.
Ποιον ρόλο μπορεί να διαδραματίσει το σωματείο σε αυτές τις συνθήκες;
Να δημιουργήσει ένα ασφαλές πλαίσιο για να μπορούν να έρθουν και αυτά τα ζητήματα στη διαχείρισή του: όπως τόσα χρόνια το σωματείο επιλαμβάνεται όλων των ζητημάτων των ηθοποιών –από την εργασιακή διαφορά με έναν παραγωγό έως την αναγνώριση των πτυχίων μας–, έτσι και τώρα με ψυχραιμία, εμπιστευτικότητα και ασφάλεια να εξετάσει όλα τα ζητήματα με στόχο την προστασία των μελών του.
Με ποιον τρόπο το νεοσυσταθέν Πειθαρχικό Συμβούλιο θα δώσει λύση (και τι σημαίνει λύση σε αυτές τις περιπτώσεις;) σε τέτοια ζητήματα;
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι καταστατικά προβλεπόμενο όργανο που αναδεικνύεται με εκλογές. Ο ρόλος του είναι να επιληφθεί επί πειθαρχικών παραπτωμάτων και μόνο. Δεν είναι δηλαδή ούτε δικαστήριο ούτε αστυνομία. Αλλά ενδοσωματειακά και μόνο ενδιαφέρεται να ορίσει τι συνιστά αντισυναδελφική ή όχι συμπεριφορά. Αλλωστε, εφόσον η άδεια άσκησης επαγγέλματος έχει καταργηθεί ήδη από το 1981, έχει πρώτα συμβολικό χαρακτήρα, αφού η μέγιστη ποινή που μπορεί να προτείνει είναι η διαγραφή από το συνδικαλιστικό όργανο. Και έτσι να διαμορφώσει τελικά μια νέα συναδελφική συνείδηση. Και αυτή ίσως είναι η λύση. Να ακονίσουμε τα αντανακλαστικά μας και να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε κακοποιητικές συμπεριφορές και κυρίως τους συναδέλφους μας. Ειδικά όσους δεν είναι σε θέση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους σε μια δεδομένη στιγμή.