Ο Γκαστόν Ντεσάν (1861-1931) μετά τις εγκύκλιες σπουδές του φοίτησε στην École Normale Supérieure (Paris) και το 1885, σε ηλικία 24 χρόνων, διορίστηκε στη Γαλλική Σχολή Αθηνών για μια τριετία. Το διάστημα εκείνο συμμετείχε ως επικεφαλής αρχαιολογικών αποστολών στη Μικρά Ασία, τη Χίο, την Αμοργό και την κοιλάδα του Σπερχειού και έστελνε ανταποκρίσεις στην «Journal de Debats» μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες του Παρισιού (λίγα χρόνια μετά τον κέρδισε η δημοσιογραφία και η συγγραφή βιβλίων).
Όσα βίωσε στην Ελλάδα τα αποτύπωσε στο βιβλίο με τίτλο «Grece d’ aoujourd’hui», το οποίο κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1892. Σε αυτό ακολουθεί την παλιά παράδοση των Γάλλων περιηγητών και τη δομή του ταξιδιωτικού χρονικού του Εντμόν Αμπού για την Ελλάδα του Όθωνα, το οποίο είχε εκδοθεί 38 χρόνια πριν και είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων εξαιτίας της αυστηρότητας με την οποία ο συγγραφέας περιέγραφε τους Έλληνες. Σε αντίθεση με εκείνον, ο Ντεσάν ξεκινούσε το ταξίδι του στην Ελλάδα θετικά διακείμενος.
Στο βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Η Ελλάδα του Χαρίλαου Τρικούπη» (εκδόσεις Μεταίχμιο, μτφρ. Αριστέα Κομνηνέλλη, πρόλογος: Νίκος Κ. Αλιβιζάτος) ο Ντεσάν παρουσιάζει ένα ευρύ πορτρέτο της ελληνικής κοινωνίας το οποίο περιλαμβάνει όψεις από την καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης, των αγροτών, των ψαράδων, σχόλια για την πολιτική (ο ίδιος τάσσεται ανοιχτά υπέρ του Χαρίλαου Τρικούπη), τη γλώσσα, τη θρησκεία, την εκπαίδευση, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τον Τύπο, την αγορά, την αρχιτεκτονική (την ανέγερση των κτιρίων που χρηματοδοτούν οι μεγάλοι ευεργέτες), τη διασκέδαση από το παλάτι μέχρι τις φτωχογειτονιές, την αρχαιοκαπηλία.
Από το βιβλίο του Ντεσάν αλιεύουμε ένα απόσπασμα το οποίο αφορά τις φωτιές στην Αττική και συγκεκριμένα την Πεντέλη. Όπως εξηγεί το βασίλειο αποτελούνταν από δεκαέξι νομούς. Οι νομαρχίες δεν θύμιζαν σε τίποτα την πολυτέλεια των γαλλικών διοικητικών μεγάρων. «Είναι τόσο ταπεινές και μερικές φορές ούτε καν κατοικήσιμες, που οι νομάρχες βρίσκονται πιο πολύ στα καφενεία παρά στο γραφείο τους». Οι νομάρχες με τη βοήθεια των δημάρχων των 443 δήμων έχουν την εποπτεία τριών πραγμάτων: των επιχειρήσεων στρατολόγησης, της διατήρησης των δασών της περιοχής τους και της εγκυρότητας των εκλογών.
Εξηγεί ο Ντεσάν ότι τα δάση στην Ελλάδα ήταν λίγα γιατί οι περαστικοί τα έκαιγαν ανάβοντας το τσιγάρο τους, όταν δεν έβαζαν φωτιές οι βοσκοί, προκειμένου να έχουν πρόσφορα βοσκοτόπια. Και συνεχίζει: «Τυχεροί οι τουρίστες που έκαναν, μερικά χρόνια πριν, την κλασική εκδρομή στην Πεντέλη! Θα πρέπει να αφήσουν να περάσουν πολλά χρόνια πριν ξαναβρεί το τοπίο την παλιά του χάρη. Για να πούμε την αλήθεια, στο μεγαλοπρεπές βουνό υπήρχε πολυκοσμία: δεχόταν καμιά φορά βέβηλους επισκέπτες και απρόβλεπτους θαυμαστές. Ορισμένοι τουρίστες άφηναν στο μητρώο των επισκεπτών, που δινόταν συστηματικά στους ταξιδιώτες από τους καλούς μοναχούς, σκέψεις που τους έλειπε η αττική νοστιμιά».
Ο Γάλλος περιηγητής αναπολεί τις εποχές πριν από τη φωτιά στο βουνό. «Το καπέλο του κυρίου Περισόν τάραζε συχνά την περισυλλογή σ’ αυτές τις ερημιές και χαλούσε, με το περίγραμμά του, τις γραμμές του ορίζοντα. Αλλά οι κοιλάδες ήταν τόσο γλυκές, με τη χλωμή τους πρασινάδα!… για να φτάσεις μέχρι το μοναστήρι, διέσχιζες ένα τόσο όμορφο ελαιώνα μέσα στο βουητό από τις μέλισσες! Τώρα, πάει πια. Οι φωτεινές πλαγιές είναι γεμάτες με θλιβερούς, απανθρακωμένους κορμούς. Ένα βράδυ του καλοκαιριού, οι Αθηναίοι, που κάθονταν να πάρουν τον αέρα τους στις ταράτσες των σπιτιών τους, διέκριναν ένα δυνατό φως που πυρπολούσε τον ουρανό. Οι περίεργοι ανέβηκαν στον Λυκαβηττό και είδαν ένα τεράστιο καμίνι. Ήταν, απλούστατα, η Πεντέλη που κατακαιγόταν» γράφει ο Ντεσάν.
Φυσικά η κοινή γνώμη αμέσως γνωρίζει ποιοι έχουν την ευθύνη. Συμβαίνει σήμερα με την περίπτωση των προσφύγων που κατηγορούνται για εμπρησμό των δασών στον Έβρο, συνέβαινε και τότε. Διότι είναι πολύ εύκολο να κατηγορήσεις εκείνον που δεν σου μοιάζει, εκείνον τον οποίο θεωρείς αλλότριο άρα και σίγουρο εχθρό. Πολύ πιο εύκολο από το να περιμένεις τους αρμόδιους να αποφανθούν. Για τις φωτιές στην Πεντέλη, όπως γράφει ο Ντεσάν: «Η κοινή γνώμη κατηγόρησε αμέσως, για το έγκλημα αυτό, και πολύ σωστά, τους Βλάχους που κατακλύζουν την περιοχή. Δεν χρειάζεται να ταξιδέψετε στην ελληνική ενδοχώρα για να διαφωτιστείτε για το ποιοι είναι: αρκεί να πάτε μέχρι το Λαύριο ή απλά μέχρι το πέρασμα του Δαφνίου: είναι ξαπλωμένοι στο κράσπεδο του δρόμου, περιτριγυρισμένοι από τα σκυλιά της αρχαίας ράτσας των μολοσσών. Σκεπασμένοι με ένα χοντρό πανωφόρι από τομάρι κατσίκας, με το μεγάλο τους ραβδί από ελιά, που θυμίζει το σκήπτρο των βασιλικών ποιμένων, με την απεριποίητη γενειάδα τους και το οπλοστάσιό τους από πιστόλες και μαχαίρια, είναι ομηρικοί και απωθητικοί ταυτόχρονα. […] Οι Βλάχοι δεν παραφυλούν τους ταξιδιώτες στη στροφή του δρόμου· αλλά όταν ένα δάσος τους ενοχλεί το καίνε, προκειμένου να έχουν την επόμενη χρονιά όμορφα βοσκοτόπια».
Κάπως έτσι λοιπόν άλλοτε οι εχθροί είναι οι Βλάχοι, άλλοτε οι Τσιγγάνοι, άλλοτε οι Εβραίοι κι άλλοτε οι πρόσφυγες. Και η ζωή συνεχίζεται.