Μια από τις αναλύσεις που γίνονται λανθασµένα µετά τις εκλογές στις 21 Μαΐου είναι αυτή που υποστηρίζει ότι απαιτείται ουσιαστική και προγραµµατική αντιπαράθεση µε τη Ν∆. Είναι λανθασµένη όχι επειδή δεν απαιτείται αντιπαράθεση θέσεων, αλλά επειδή αποδίδεται στο κόµµα του Κυριάκου Μητσοτάκη πρόθεση να αντιπαρατεθεί σε πολιτικό πλαίσιο. Η επιτυχία του Μητσοτάκη, σε συνεργασία µε το επικοινωνιακό και µιντιακό σύστηµα που τον προβάλλει όπως δεν είναι, συνίσταται στο ότι έχει καταφέρει να λειτουργεί µε όρους προπαγάνδας την οποία εµφανίζει ως πολιτική.
Τα τελευταία τουλάχιστον επτά χρόνια οι επικοινωνιολόγοι του Μητσοτάκη έχουν καταφέρει δύο πράγµατα: πρώτον, να στρεβλώσουν κάθε όρο της πολιτικής, αποδίδοντάς της άλλη σηµασία από αυτή που έχει, και, δεύτερον, να ενοχοποιήσουν τους αντιπάλους του χρησιµοποιώντας αυτήν τη στρέβλωση των όρων.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι η εκστρατεία που γίνεται τις τελευταίες µέρες για να αποδοθεί πρωτίστως στον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και εσχάτως στο ΠΑΣΟΚ η κρυφή βούληση να φορολογήσουν. Στον αντίποδα της υποτιθέµενης κρυφής ατζέντας του ΣΥΡΙΖΑ εµφανίζεται ο Μητσοτάκης να δηλώνει ότι στο πρόγραµµά του δεν έχει κανένα φόρο.
Το µαγικό ραβδί της ανάπτυξης, το οποίο φέρεται να κουνάει ο Μητσοτάκης, φέρνει κατ’ αυτόν έσοδα στα κρατικά ταµεία. ∆εν θα αναλύσω εδώ τι σηµαίνει ανάπτυξη, αν υπάρχει στη χώρα οποιαδήποτε παραγωγική επένδυση και αν η κυκλοφορία υπερβολικού χρήµατος σε πέντε τσέπες αποτελεί ανάπτυξη. Τα επόµενα χρόνια θα καταλάβουµε (και αυτοί που ψήφισαν τη Ν∆) ότι η τροφοδότηση της αγοράς µε χρήµα για real estate δεν αποτελεί ανάπτυξη αλλά πεδίο κερδοσκοπίας και κυκλοφορίας µαύρου χρήµατος που µετατρέπει µεγάλο τµήµα της κοινωνίας σε εξαρτώµενους δουλοπάροικους. Ανάπτυξη επίσης δεν είναι η αγορά από ξένα funds των περιουσιακών στοιχείων της χώρας και κυρίως αυτών στα οποία βασίζονταν οι κοινωνικές παροχές.
Αλλά ας επιστρέψουµε στους (µη) φόρους Μητσοτάκη και ας διευκρινίσουµε τα απλά. Ο φόρος είναι ένα ποσό που δίνουν ο πολίτης και οι εταιρείες στο κράτος για να εξασφαλιστεί η λειτουργία του. ∆ίνω δηλαδή στο κράτος φόρο για να γίνουν δρόµοι, σχολεία, νοσοκοµεία, αεροδρόµια, για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια των πολιτών, η άµυνα της χώρας, να δοθούν συντάξεις και να λειτουργήσουν όλα αυτά που χαρακτηρίζουν την οργανωµένη κοινωνία. Ο φόρος δηλαδή δεν είναι κάτι κακό, αλλά το τίµηµα για να ζούµε σε µια οργανωµένη κοινωνία µε κανόνες και ευηµερία.
Όταν όµως ακούµε τη λέξη φόρος σκεφτόµαστε κάτι πολύ κακό. Ο λόγος που συµβαίνει αυτό είναι ότι οι φόροι πάντα ήταν άδικοι. Επιβάλλονται αναντίστοιχα στα χαµηλά και µεσαία στρώµατα, ενώ ένα τµήµα τους δεν διοχετεύεται στην ευρωστία του κράτους και στις κοινωνικές δαπάνες αλλά στη διαφθορά. Πληρώνουν πάντα οι ίδιοι, αυτοί που συνήθως δεν έχουν, και τους επιστρέφονται ελάχιστα από αυτά που δικαιούνται ως κοινωνική πρόνοια.
Να συνεχίσουµε το µάθηµα οικονοµίας. Οι φόροι είναι άµεσοι και έµµεσοι. Οι άµεσοι είναι οι φόροι που πληρώνει ο καθένας στην εφορία, ενώ οι έµµεσοι είναι αυτοί που εµπεριέχονται στα προϊόντα και στις συναλλαγές (για παράδειγµα ΦΠΑ στα προϊόντα).
Πιο δίκαιοι φόροι είναι οι άµεσοι. ∆ηλαδή αυτοί που υπολογίζονται και εισπράττονται µε βάση το εισόδηµα του καθενός.
Τι κάνει µε αυτούς τους φόρους ο Μητσοτάκης; Απαλλάσσει µια µικρή οµάδα πολύ µεγάλων εισοδηµάτων από τους φόρους, µε το αρχαίο επιχείρηµα (το ακούµε από τη δεκαετία του 1950 στην Ελλάδα) ότι αν δεν φορολογηθούν, θα επενδύσουν στην ανάπτυξη. Ισχύει αυτό; Ούτε ιστορικά ισχύει ούτε, πολύ περισσότερο, την περίοδο Μητσοτάκη. Στο παρελθόν η ελίτ που δεν γνώριζε φόρο όχι µόνο δεν επένδυε τα χρήµατα από τη µη φορολόγηση, αλλά τα έβγαζε στην Ελβετία (λίστα Λαγκάρντ), ενώ οδηγούσε τις εταιρείες στην Ελλάδα σε πτώχευση. Την εποχή του Κυριάκου Μητσοτάκη αυτοί ακριβώς που δεν φορολογούνται εµφανίζουν τα κεφάλαιά τους ως εγγυήσεις για να πάρουν κι άλλα δάνεια ή να ενταχθούν σε προγράµµατα επιδοτήσεων ως υγιείς επιχειρήσεις και να εισπράξουν και τα χρήµατα από το Ταµείο Ανάκαµψης. Οπως αποκάλυψε το Documento, γύρω στα δέκα πρόσωπα µε διάφορες επιχειρήσεις τους έχουν πάρει 600 εκατ. ευρώ από το Ταµείο Ανάκαµψης. Οι υπόλοιποι πρέπει να χαίρονται επειδή κατά τον Μητσοτάκη υπάρχει… ανάπτυξη.
Μνηµείο αυτής της προκλητικής πρακτικής είναι η λεγόµενη επένδυση του Ελληνικού. Ο επενδυτής αγόρασε την ελληνική Ριβιέρα σε εξευτελιστικές τιµές προκειµένου να προχωρήσει σε επένδυση. Εξασφάλισε φυσικά τις απαραίτητες φοροαπαλλαγές. Στη συνέχεια αντί να βάλει χρήµα, χρησιµοποίησε το project µε την εγγύηση του δηµοσίου για να πάρει δάνεια προκειµένου να προχωρήσει στην επένδυση. Στο επόµενο στάδιο η επένδυση υποβαθµίστηκε στην κατασκευή ενός καζίνου και την πώληση διαµερισµάτων στους πολύ πλούσιους της χώρας. Οταν το έργο ολοκληρωθεί θα µπορούµε να χαιρόµαστε γιατί παίζουµε τον ρόλο Ινδού και Πακιστανού εργάτη σε ένα Ντουµπάι των Βαλκανίων.
Ας πάµε τώρα στους φόρους. Ενώ δεν µπαίνουν άµεσοι φόροι, όπως καυχιέται ο Μητσοτάκης, µπαίνουν έµµεσοι. Φόροι κατανάλωσης, ΦΠΑ και άλλοι φόροι για τους οποίους επίσης καυχιέται ο Μητσοτάκης ότι δεν τους µείωσε γιατί θα ήταν η εύκολη λύση. Τον χειµώνα το κόστος της ενέργειας είχε απογειωθεί, αλλά η κυβέρνηση της Ν∆ δεν µείωσε τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και τον συντελεστή ΦΠΑ όπως έκαναν άλλες ευρωπαϊκές χώρες ώστε να µειωθεί η τιµή. Γιατί; Μα επειδή ο Μητσοτάκης υπερφορολογεί µέσω έµµεσων φόρων για να µη φορολογήσει αυτούς που πρέπει.
Τα φορολογικά έσοδα από έµµεσους φόρους αυξήθηκαν πέρυσι κατά 5 δισ. ευρώ ενώ δεν αυξήθηκαν οι φόροι, όπως λέει ο Μητσοτάκης. ∆ηλαδή αυξήθηκαν από τους έµµεσους φόρους. Φέτος τα έσοδα αυτά θα είναι κατά πολύ αυξηµένα. Ο λόγος είναι ο πληθωρισµός. Οι τιµές στα είδη πρώτης ανάγκης και τα προϊόντα που καταναλώνει ένα νοικοκυριό έχουν αυξηθεί λόγω πληθωρισµού. Αν το ποσό που απαιτείται σήµερα να δώσει ένα νοικοκυριό στο σουπερµάρκετ διπλασιάστηκε, σηµαίνει ότι πληρώθηκε διπλάσιος φόρος µε τη µορφή ΦΠΑ. Αυτό ισχύει φυσικά και για το βενζινάδικο, τα φροντιστήρια, τις υπηρεσίες στις οποίες καταφεύγει ο πολίτης.
Από την άλλη πλευρά, ακόµη και η ελάχιστη αύξηση του µισθού αποδίδει περισσότερους φόρους.
Ο Μητσοτάκης δεν κρύβει µόνο τη φοροµπηχτική του πολιτική αλλά καταφεύγει στην προπαγάνδα. Ενοχοποιεί τους πολιτικούς του αντιπάλους ότι θέλουν να φορολογήσουν και να καταστρέψουν την επιχειρηµατικότητα. Την περασµένη Τετάρτη η Ν∆ στρέβλωσε τη δήλωσης της εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα φορολογηθούν τα υπερκέρδη κάποιων εταιρειών (πράγµα που κάνει η ΕΕ) σε δήλωση ότι θα επιβληθούν νέοι φόροι στις επιχειρήσεις. ∆εν είναι προεκλογική µέθοδος. Η Ν∆ σε ιδεολογικό επίπεδο προσπαθεί να επιβληθεί µεταστρέφοντας όλα τα αφηγήµατα της προοδευτικής, κοινωνικής και αριστερής πολιτικής αποδίδοντας σε αυτά τερατώδεις ερµηνείες για να κρύψει το έγκληµα. Το έκανε µε το κράτος, µε τη δηµόσια υγεία και παιδεία, µε κάθε µορφή κοινωνικής πρόνοιας. Τα ενοχοποίησε για να µπορεί να ζητά τα ρέστα αντί να απολογείται. Για να µπορεί να παραµένει φοροµπήχτης και φορο(µ)παίχτης.
ΥΓ.: Η ανάγκη φορολόγησης των πλουσίων δεν είναι θέση του ΣΥΡΙΖΑ ή ανακάλυψη του Documento. To έχει περιγράψει ως αναγκαιότητα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν. Το δε φορολογικό σύστηµα της Ελλάδας το αποκαλεί άδικο η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ επιβάλλουν µέσο ανώτατο φορολογικό συντελεστή µερισµάτων 24% (η Ιρλανδία έχει κοντά 50%), ενώ στην Ελλάδα του Μητσοτάκη τα µερίσµατα φορολογούνται µε 5%.
Αν έχεις έσοδα από ενοίκια 100.000 ευρώ, θα πληρώσεις φόρο 45.000 (45%). Τον ίδιο φόρο θα πληρώσει κάποιος που έχει έσοδα από µερίσµατα 900.000 ευρώ. ∆ίκαια πράγµατα, όχι αστεία.