Η αστυνομική βία, οι ρατσιστικοί φόνοι και η διαφθορά μέσα από το γαλλικό νουάρ
Κοινή συνισταμένη της μεγάλης παράδοσης του γαλλικού νουάρ αποτελεί η αναφορά στο κοινωνικό πλαίσιο. Το γεγονός του εγκλήματος λειτουργεί ως καμβάς που πάνω του αποτυπώνονται ο ρατσισμός, καθημερινός και θεσμοποιημένος, η δυσκολία της ενσωμάτωσης αλλά και η βαθιά διαφθορά της γαλλικής κοινωνίας. Τα θέματα θίγονται μέσα από τις ιστορίες ηρώων και αθλίων, σε ένα φόντο γεμάτο εικόνες και βιώματα που επιστρέφουν διαρκώς στο ένδοξο περιβάλλον του μεγάλου ηττημένου των ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών.
«Αυτή η χώρα που τη δολοφονούν» Ζιλ Βενσάν
Τι συμβαίνει όταν ο Σύριος εύπορος επιχειρηματίας Ταρέκ Μπσαρανί, εκτελών ταυτόχρονα χρέη διευθυντή της προεκλογικής εκστρατείας μιας βουλεύτριας που αποτελεί το ανερχόμενο άστρο της γαλλικής ακροδεξιάς, εκτελείται στη Μασσαλία με τρεις σφαίρες στο κεφάλι; Και πώς συνδέεται η δολοφονία του με τα πτώματα δύο νεαρών Αφρικανών γυναικών που κάνουν την εμφάνισή τους στο άλλο άκρο της χώρας, στο βόρειο Ενέν Μπομόν;
Την εκ πρώτης όψεως ασύνδετη παραλληλία αποπειρώνται να συνδέσουν οι δύο κεντρικές γυναικείες φιγούρες, που κινούνται σε αντίθετο πλαίσιο. Η πρώτη εξ αυτών, η αστυνομικός Αϊσά Σαντιά, αντιλαμβάνεται όταν μαζί με την ομάδα της ανακαλύπτουν την ταυτότητα του θύματος ότι έχει στα χέρια της μια υπόθεση-ωρολογιακή βόμβα. Η δεύτερη, μάλλον συμπαθούσα των ιδεών του Εθνικού Κόμματος (έμμεση αλλά σαφής αναφορά στην Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν), καταλαβαίνει ότι επιλέχθηκε ως επικεφαλής της δυσώδους βόρειας υπόθεσης με την προοπτική να την «κλείσει» γρήγορα.
Το βιβλίο του Ζιλ Βενσάν θα μπορούσε εύκολα να χαθεί ανάμεσα στις πολλαπλές συνδέσεις που επιχειρεί, καθώς αναμειγνύει μια σειρά αντιθετικών γεωγραφικών και πολιτισμικών στοιχείων, στην απόπειρά του να φτιάξει έναν μυθιστορηματικό πίνακα που μέσα από τα διαφορετικά του χρώματα θα αναδεικνύεται η ανθρωπογεωγραφία της σύγχρονης Γαλλίας. Ομως τα θαυμάσια πορτρέτα των δύο ηρωίδων, που προκαλούν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο βίαιο και βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα του Βενσάν, είναι ο μηχανισμός που ωθεί την ιστορία σε μια πραγματική ακτινογραφία μιας εθνικής οικογένειας που «δολοφονείται» από τους πολιτικούς τις πελατειακές σχέσεις και τη διαφθορά αφού πρώτα έχει δολοφονήσει τα νεότερα μέλη της (εκδόσεις Angelus Novus, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς).
«Τίποτε δεν χάνεται» Κλοέ Μεντί
«Μια μικρή πόλη όμοια με τόσες και τόσες άλλες… κι έπειτα, κάποια μέρα, κατάχρηση εξουσίας… ένας αστυνομικός έλεγχος που παίρνει άσχημη τροπή… Ονομαζόταν Σαΐντ. Ηταν δεκαπέντε χρονών. Και είναι νεκρός. Εγώ, ο Ματιά, έντεκα χρονών, δεν τον γνώρισα».
Ετσι ξεκινάει το εξαιρετικό νουάρ μυθιστόρημα της Γαλλίδας Κλοέ Μεντί με τίτλο «Τίποτε δεν χάνεται», στο οποίο όλα μοιάζουν να αναπαράγονται ασταμάτητα, τίποτε να μη χάνεται αλλά και τίποτε να μη δημιουργείται. Σ’ αυτό η συγγραφέας καταδεικνύει με εύγλωττο τρόπο την πραγματικότητα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο σ’ ένα γαλλικό προάστιο. Ο εντεκάχρονος Ματιά Λοροτζί ζει με τον Ζε Παλαιζό, τον νόμιμο κηδεμόνα του τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και την Γκάμπριελ, την αυτοκτονική φίλη του. Οι τρεις τους αποτελούν μια καθ’ όλα «ζόρικη» οικογένεια βυθισμένη σε καθεστώς σιωπής. Μέσα από την αφήγηση του Ματιά ο αναγνώστης πληροφορείται ένα θλιβερό γεγονός το οποίο έλαβε χώρα πριν από δεκαπέντε χρόνια.
Το «Τίποτε δεν χάνεται» καταδεικνύει το δυσλειτουργικό πλέγμα που με φόντο την ταξική και φυλετική διάσταση αγγίζει κάθε πτυχή των βίων και βιωμάτων των ηρώων του. Πολυεπίπεδο μυθιστόρημα το οποίο μέσα από τη νουάρ ατμόσφαιρα φέρνει σπαρακτικά στο προσκήνιο ζητήματα όπως οι ψυχικές ασθένειες και η αστυνομική βία, η οποία δεσπόζει. Παρά τα άσχημα αποτελέσματά της, καλύπτεται τεχνηέντως από ένα σύστημα το οποίο κάνει κραυγαλέες εξαιρέσεις και συγκαλύπτει εγκλήματα. Πρόκειται για εξαιρετικό δείγμα ενός κοινωνικού νουάρ μυθιστορήματος το οποίο σίγουρα αξίζει την προσοχή (εκδόσεις Πόλις, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς).
«Μπλε νότες σε κόκκινο φόντο» Μάρκους Μάλτ
Ο Μάρκους Μαλτ –πραγματικό όνομα Μαρκ Μαρτινιανί–, συγγραφέας και μουσικός, κέρδισε με το νουάρ μυθιστόρημα «Μπλε νότες σε κόκκινο φόντο» το Γαλλικό Βραβείο Λογοτεχνίας Μυστήριου το 2012. Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται η Βέρα Ναντ, μια ευειδής μετανάστρια από την Κροατία που ζει στο Παρίσι και προσπαθεί να κάνει καριέρα ηθοποιού, η οποία θα βρεθεί δολοφονημένη με φριχτό τρόπο. Η αστυνομία θα αποσπάσει άμεσα την ομολογία δύο μικροαπατεώνων διακινητών ναρκωτικών και η υπόθεση κλείνει. O Μίστερ, ο έγχρωμος πιανίστας της τζαζ στο μπαρ Blue Dolphin, αποφασίζει να ερευνήσει την παράξενη υπόθεση μαζί με τον φίλο του Μπομπ, πρώην καθηγητή Φιλοσοφίας και νυν ταξιτζή, γιατί όπως λέει: «Η Βέρα ήταν καθαρή. Θα έκοβα και τα δυο μου χέρια».
Κάπως έτσι στήνεται ένα μεγάλων διαστάσεων μωσαϊκό, μέρη του οποίου είναι Γιουγκοσλάβοι πλανόδιοι μουσικοί, ένας μονόχειρας καλλιτέχνης που είχε ζωγραφίσει προφητικά πορτρέτα της Βέρα και διεφθαρμένοι πολιτικοί που συναλλάσσονται με παραστρατιωτικές οργανώσεις και εγκληματίες πολέμου. Ολοι τους εμπλέκονται σε μια σκοτεινή ιστορία που τα πλοκάμια της φτάνουν μέχρι τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο. Αλλωστε, όπως αποδεικνύεται, ο φόνος της Βέρα δεν ήταν παρά «μια μικρή ιστορία που παρασύρθηκε στη δίνη της μεγάλης». Η ποιητική γραφή των εμβόλιμων κεφαλαίων που αναφέρονται στο παρελθόν της Βέρα Ναντ και οι απολαυστικοί διάλογοι μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών δίνουν το στίγμα ενός αληθινά σπουδαίου συγγραφέα που ξέρει να συνθέτει το μεγάλο με το μικρό και να παντρεύει το συλλογικό φόντο με την ατομική διάσταση (εκδόσεις Κέδρος, μτφρ. Κώστας Κατσουλάρης).
«Γερουλντελγγέρ» Ιαν Μανούκ
Σε μια χώρα όπως η Γαλλία, με μακρά παράδοση στο είδος του νουάρ και ένα απαιτητικό κοινό να συνοδεύει αυτό το κληροδότημα, το γεγονός ότι ένα βιβλίο σαν το «Γερουλντελγγέρ» του Ιαν Μανούκ τιμήθηκε με έντεκα βραβεία αστυνομικού μυθιστορήματος συνιστά γεγονός και τεκμήριο που μας λέει από μόνο του πολλά.
Η υπόθεσή του «Γερουλντελγγέρ» που διαδραματίζεται στη μακρινή Μογγολία δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ότι ακολουθεί κάποιο πολυφορεμένο και πολυδιαβασμένο μοτίβο. Ο Γερουλντελγγέρ, ο αστυνομικός επιθεωρητής του Ουλάν Μπατόρ, καλείται να εξιχνιάσει μια σειρά αποτρόπαιων τελετουργικών εγκλημάτων μαζί με τον βοηθό του αστυνόμο Ογιούν και τον ιατροδικαστή Σολονγκό. Καλοί και διεφθαρμένοι μπάτσοι, Κινέζοι και Κορεάτες επιχειρηματίες, Μογγόλοι ναζιστές και Ρωσίδες πόρνες είναι το ετερόκλητο πλήθος των πρωταγωνιστών του βιβλίου σε μια άγνωστη και μυστηριώδη χώρα της Απω Ανατολής, όπου η παλιά κουλτούρα, με τις ρίζες της σε θρύλους και δεισιδαιμονίες τής πάλαι ποτέ Μογγολικής Αυτοκρατορίας, συνυπάρχει με τον σύγχρονο δυτικό τρόπο ζωής της πρωτεύουσας Ουλάν Μπατόρ.
Ενα πρωτότυπο και δυνατό νουάρ, στο οποίο μεταξύ άλλων ο συγγραφέας με περίτεχνη γραφή μας παρουσιάζει, μέσα από μια άρτια και συναρπαστική αστυνομική ιστορία, ενδιαφέροντα ιστορικά και εθνολογικά στοιχεία της άγνωστης και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας μογγολικής παράδοσης. Ο πολυταξιδεμένος αρμενικής καταγωγής Γάλλος Πατρίκ Μανουκιάν, συγγραφέας και εκδότης βιβλίων ταξιδιωτικού ενδιαφέροντος, υπογράφει με το ψευδώνυμο Ιαν Μανούκ την πρώτη από τις τρεις συνολικά περιπέτειες του επιθεωρητή Γερουλντελγγέρ, κάνοντας εντυπωσιακή είσοδο στη νουάρ λογοτεχνία (εκδόσεις Στερέωμα, μτφρ. Ράνια Πολυκανδριώτη).
«Θα φτύσω στους τάφους σας» Μπορίς Βιάν
Ο Λη Αντερσον, μαύρος αλλά με «παρουσιαστικό λευκού», μετακομίζει στο Μπάκτον του αμερικανικού νότου μετά το λιντσάρισμα του αδερφού του Τομ, που ενοχοποιήθηκε με την ψευδή κατηγορία του βιασμού. Βρίσκει δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο και αφού εισχωρήσει στις παρέες της πόλης βιάζει και σκοτώνει νεαρές λευκές Αμερικανίδες για να εκδικηθεί τον άδικο θάνατο του Τομ. Γραμμένο από χέρι λευκού Γάλλου σε περιβάλλον ΗΠΑ, το «Θα φτύσω στους τάφους σας» είναι ένα προκλητικά σκληρό νουάρ για την εποχή του, που καταδικάζει με εύγλωττο τρόπο τη φυλετική βία και στιγματίζει την έξαρση του φαινομένου της αυτοδικίας στα ρατσιστικά εγκλήματα την εποχή του μεσοπολέμου στην Αμερική.
Το βιβλίο το οποίο εκδόθηκε το 1946 συντάραξε τη γαλλική κοινωνία με την τραχύτητα του ύφους του και τις σοκαριστικές σκηνές βίας και σεξ που περιέχει. Υστερα από μια πολύκροτη δίκη με την κατηγορία της προσβολής της δημόσιας αιδούς αποσύρθηκε από την κυκλοφορία για περίπου δύο χρόνια, αφού είχε προλάβει να πουλήσει περισσότερα από 100.000 αντίτυπα. Σήμερα θεωρείται σταθμός στην ιστορία της παγκόσμιας νουάρ λογοτεχνίας και ένα από τα γνωστότερα long sellers του 20ού αιώνα (εκδόσεις Τόπος, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς).