Οταν με το καλό τελειώσει η περιπέτεια με τον SARS-CoV-2 οι ιθύνοντες θα πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα αν και πόσες από τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες μπορούν να καταστέλλονται λόγω έκτακτων συνθηκών.
Ποιος είναι εκείνος που βάζει το όριο των περιορισμών; Είναι τα συντάγματα; Είναι το μέγεθος της απειλής; Είναι οι εκάστοτε κυβερνώντες;
Οι απαντήσεις δεν είναι τόσο εύκολες όσο θα περίμενε κανείς. Και κυρίως δεν μπορούν να είναι μονοσήμαντες ούτε αποτέλεσμα της πολιτικής – ιδεολογικής τοποθέτησης των κυβερνώντων. Στη γωνία περιμένουν όσοι με πρόσχημα την πανδημία φλερτάρουν με μια σειρά περιοριστικών μέτρων και ελευθεριών των πολιτών. Επίσης περιμένουν οι πάσης φύσεως αρνητές και συνωμοσιολόγοι και όσοι πίσω από την αντίδρασή τους κρύβουν την απέχθειά τους για κάθε μορφή συλλογικών μέτρων οργάνωσης και προστασίας των σύγχρονων κοινωνιών.
Γι’ αυτό και οι όποιες απαντήσεις οφείλουν να είναι προϊόν συλλογικής απόφασης και αποτέλεσμα ενός ευρύτατου διαλόγου εντός της ΕΕ, ώστε η όποια αντίδραση και τα όποια μέτρα να είναι οργανωμένα, προαποφασισμένα και κυρίως να συνοδεύονται από αντίστοιχα πακέτα στήριξης των πολιτών και των πληττόμενων ομάδων. Σκεφτείτε από τι κόπο θα είχαμε γλιτώσει αν η ΕΕ διέθετε σχέδια αντιμετώπισης της πανδημίας και των οικονομικών επιπτώσεων αυτής. Πόσο υψηλότερο θα ήταν το ποσοστό αποδοχής των μέτρων εντός της κοινωνίας και πόσο πιο έγκυρη η λήψη τους. Κοινή εξωτερική πολιτική η ΕΕ δεν έχει, κοινή οικονομική πολιτική δεν έχει, μόνο κοινό νόμισμα, τραπεζικούς κανόνες και δημοσιονομικούς περιορισμούς διαθέτει. Γιατί να μην έχει ένα κοινό σχέδιο αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών όπως οι πανδημίες; Και μάλιστα την ώρα που πληθαίνουν οι θιασώτες της επιστροφής στο εθνικό κράτος; Μήπως ήρθε ο καιρός οι φεντεραλιστές εντός της ΕΕ να υπερασπιστούν με πιο πειστικό τρόπο το όραμά τους;