Oταν η εθνική ομάδα αποτυγχάνει, φταίνε ο προπονητής, οι παίκτες, οι επιλογές. Oταν η εθνική κερδίζει, σχεδόν όλοι τη συγκρίνουν με την παγκόσμια πρωταθλήτρια Γαλλία. Οι Ελληνες της υπερβολής και της ισοπέδωσης υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Ομως το να καταδικάζουν πολλοί τον ομοσπονδιακό προπονητή Τζον Φαν’τ Σχιπ και να ρίχνουν ατέλειωτη χολή στην εθνική επειδή δεν μπόρεσε να νικήσει τη Γεωργία την περασμένη Τετάρτη αποτελεί παράδοση των Ελλήνων οπαδών και δημοσιογράφων που δεν την έχουν στις επιλογές τους.
Ισα ίσα πιάνει χώρο και τρώει χρόνο από την καφρίλα και τον χουλιγκανισμό μας. Αν οι επιλογές του ομοσπονδιακού τεχνικού δεν συμφωνούν με τα θέλω της κάθε ομάδας και του κάθε κάφρου που τη στηρίζει, τότε εύκολα τη στοχοποιούν και την ισοπεδώνουν.
Κάτι που δεν μπορούν βέβαια να κάνουν με τις ομάδες τους, γιατί εκεί υπάρχει ο πρόεδρος και ουδείς τολμά να ψελλίσει κάτι αν δεν το απαιτήσει ο ίδιος. Και επειδή στη χώρα μας ισχύει ότι καλύτερος είναι πάντα εκείνος που δεν αγωνίστηκε, έτσι και τώρα σχεδόν όλοι περνούν γενεές δεκατέσσερις παίκτες και κόουτς. Αλλά αν ρωτήσεις ποιον θέλουν στην εθνική, θα σου απαντήσουν όλους από την ομάδα που υποστηρίζουν…
Ομως οι έχοντες το μεγαλύτερο (και συντριπτικό) μερίδιο ευθύνης βρίσκονται στην ΕΠΟ. Στους παράγοντες που ελέγχουν την ομοσπονδία και δίνουν «χαρτάκια» στους προπονητές, χρίζουν διεθνείς ανάλογα με τους μεταγραφικούς στόχους των ομάδων τους και δεν αφήνουν κανέναν να αγιάσει στο εθνικό συγκρότημα.
Αλλωστε, οι δύο προπονητές που πέτυχαν στην εθνική (Ρεχάγκελ και Σάντος) πέτυχαν γιατί κατάφεραν να κλείσουν απέξω τους «βλαχοπροέδρους» και να αποκλείσουν τις επιθυμίες των ισχυρών του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ολοι οι άλλοι έπαιρναν «χαρτάκια»…