ΗΦΑΙΣΤΟΣ
«Κράτος και Βία, για σας η προσταγή του Δία
Τέλειωσε και πια τίποτε δεν στέκει εμπόδιο
Μα εμέ, δεν μου βαστά η ψυχή θεό συγγενή μου
Στο άγριο τούτο φαράγγι να τον δέσω.
Όμως ανάγκη πάσα να σφίξω την καρδιά μου
Γιατί βαρύ είναι ν’ αψηφώ του Δία το λόγο.
Ώ εσύ, με τα υψηλά φρονήματά σου,
Τέκνον της Θέμιδος, θέλεις δεν θέλεις
Σ’ αυτή την έρημη κορφή θα σε καρφώσω,
Κι ούτε φωνή ούτε κανενός ανθρώπου όψη θα βλέπεις,
Μα από του ήλιου τη φωτιά καμένος
Το άνθος της όψης σου θα αλλάξει
Και τη νύχτα θα λαχταράς να φτάσει, να σκεπάσει το φως,
Μέχρι να βγει ο ήλιος πάλι
Την πάχνη της αυγής για να σκορπίσει
Κι έτσι κάποιο κακό θα έχεις πάντα για να τυραννιέσαι
Χωρίς να βρίσκεται ψυχή να σε αλαφρώσει.
Τέτοια αμοιβή πήρες για την αγάπη των ανθρώπων
Γιατί, θεός εσύ, δεν δείλιασες μπρος στην οργή, όπως άλλοι
Και πήγες να προσφέρεις στους ανθρώπους δώρα,
Πέρα απ’το δικιο…
Γιατί εύκολα δεν την αλλάζεις του Δία τη γνώμη
Κι είναι πάντα σκληρός ο κάθε νέος αφέντης.
ΚΡΑΤΟΣ
Όλα βαριά, εκτός αν είσαι των θεών ο αφέντης,
Κι εκτός από τον Δία κανείς ελεύθερος δεν είναι.
Πέρνα λοιπόν σ’ αυτόν τις αλυσίδες
Να μη σε δει να αργοπορείς ο Δίας ο πατέρας.»
(Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης)
Ένα κορίτσι ντυμένο στα μαύρα, κολάν και μπουφάν, στέκεται όρθιο και σηκώνει τα χέρια. Γύρω της μαίνεται ο πόλεμος. Φωτιές, δακρυγόνα, μολότοφ, σύννεφα νερού οργισμένα πάνω από το κεφάλι της, κόσμος να τρέχει αλλόφρων για να αποφύγει το ξύλο, κρότος και λάμψη σκάνε στην άσφαλτο και υψώνονται οι ατμοί στον αποπνικτικόν αέρα, όμως το κορίτσι στέκεται εκεί ακίνητο με τα χέρια ψηλά. Είμαστε άοπλοι. Δεν σας φοβόμαστε. Δεν ακούγεται η φωνή της, μόνον η φωνή από τη στάση του σώματός της μιλάει. Είμαστε άοπλοι. Όπως κι εμείς κάποτε-θυμάσαι Μήτσο-, Είμαστε άοπλοι, φωνάζαμε , κι όμως το Κράτος και η Βία, χτύπησαν. Το τανκ όρμησε. Η πόρτα έσπασε.
Αυτή τη φορά ήταν πολλές εκατοντάδες οι άνθρωποι που κατέβηκαν στο κέντρο της πρωτεύουσας. Κοντά στο ένα εκατομμύριο, είπαν.
28 Φεβρουαρίου 2025. Δυό χρόνια μετά το έγκλημα που το Κράτος το ονόμασε «δυστύχημα». Μές στην κοιλάδα των Τεμπών τα χνάρια της φωτιάς μυρίζουν ακόμα καμένο, μαζί με τη σάρκα των παιδιών και τα σκόρπια κόκκαλα, εδώ κι εκεί.
Το Κράτος είχε προειδοποιήσει. Όποιος τα βάλει μαζί μας θα μας βρει απέναντι. Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, είχε πει, δεν θα αφήσουμε να αμαυρωθεί η ειρηνική διαδήλωση που θα γίνει στη μνήμη των νεκρών που χάθηκαν από το «ατύχημα». Κι ότι θα καταστείλει όσους θα προσπαθήσουν να διαλύσουν αυτή τη συγκέντρωση.
Πολλοί από μας, ακούγοντας τη λέξη αυτή, καταστολή, συνειρμικά θυμηθήκαμε εκείνες τις μέρες πενήντα χρόνια πριν, του Φλεβάρη πρώτα, του Νοέμβρη έπειτα. Με το Κράτος και τη Βία απέναντι, μας χτύπησεν ο Δίας επειδή θελήσαμε να δώσουμε στους ανθρώπους «ψωμί, παιδεία, ελευθερία».
Είμαστε άοπλοι. Μη χτυπάτε. Είμαστε ειρηνικοί διαδηλωτές και ήρθαμε εδώ στο Σύνταγμα, για να ζητήσουμε «οξυγόνο, αλήθεια, δικαιοσύνη».
Πολλοί από μας, μια μέρα πριν, βάζαμε στοιχήματα, θα χτυπήσουν, δεν θα χτυπήσουν, σαν να μαδάμε τη μαργαρίτα, μ’ αγαπάει, δε μ’ αγαπάει. Μπα δεν θα χτυπήσουν, έλεγαν κάποιοι, δεν τους συμφέρει να οξυνθεί περισσότερο η κατάσταση.
Και κατεβήκαμε σύσσωμοι, με τους συντρόφους μας, τους φίλους μας, τις οικογένειές μας, οι γονείς να σπρώχνουν τα παιδάκια στα καροτσάκια, ή να τα κρατούν από το χέρι, μπαλόνια με γραμμένα ονόματα νεκρών να ανεμίζουν στον αέρα, λευκές ψυχές στα ουράνια, γραμμένα ονόματα σε πλακάτ και πανό, δεν έχω οξυγόνο, πάρε με όταν φτάσεις…
Και κυλούσε το ανθρώπινο ποτάμι, από όλους τους μεγάλους και μικρούς δρόμους της πρωτεύουσας, ένα ουράνιο τόξο από χρώματα, ρούχα, κονκάρδες, αυτοσχέδια πλακάτ, πικέτες, γέροι, μεσήλικες, φοιτητές, παιδιά, και το ανθρώπινο ποτάμι έγινε τείχος απροσπέλαστο στο Σύνταγμα, μπροστά στη Βουλή, Σταδίου, Πανεπιστημίου, Ακαδημίας, Αμαλίας, Φιλελλήνων, Βασ. Σοφίας, και στα στενά περάσματα, Σόλωνος, Βουκουρεστίου, μέχρι την Ομόνοια και την Λεωφ. Βουλιαγμένης. Απροσπέλαστο τείχος η πρωτεύουσα.
Και τώρα, πώς θα γίνει η καταστολή, αναρωτήθηκε το Κράτος και η Βία. Για να γίνει καταστολή, πρέπει να υπάρχει εχθρός. Αλλά στη δημοκρατία ο λαός που έχει σφιχταγκαλιάσει τους δρόμους, δεν είναι εχθρός. Κι αν δεν υπάρχει εχθρός, η καταστολή πρέπει να τον εφεύρει, είπε η Βία.
Η αστυνομία ανύπαρκτη. Ή κάπου κρυμμένη. Η εξέδρα φιλοξενούσε ήδη τους ομιλητές. Μέγα πλήθος και μέγα πάθος. Ούτε κόμματα, ούτε χρώματα. Μόνο ένα ουράνιο τόξο από ανθρώπους. Και μόλις τελείωσε η γυναίκα που το όνομά της βρίσκεται στα χείλη όλης της χώρας και στους συμπολίτες αποδήμους του εξωτερικού, κάτι παράξενο άρχισε να συμβαίνει. Κάτι τύποι μαυροφορεμένοι, με λοστάρια και σφυριά, άρχισαν να χτυπάνε τα μαρμάρινα σκαλιά του μεγαλοπρεπούς ξενοδοχείου, να τα ξεπατώνουν και να τα κουβαλάνε στα σακίδιά τους, ύστερα, να πηγαίνουν ένας μαύρος στρατός σε πομπή ανάμεσα στους πολύχρωμους ανθρώπους, να πλησιάζουν τη Βουλή, να σπάνε τα κιγκλιδώματα, να ανεβαίνουν τα κάγκελα, ένας να ακροβατεί σε ένα τειχάκι, να πετάνε μολότωφ. Μεγάλες φωτιές υψώνονταν μέσα στο προαύλιο της Βουλής με τους άντρες των ΜΑΤ οχυρωμένους, να οπισθοχωρούν κάθε τόσο για να μην καούν. Έπειτα οι μαύροι άνθρωποι άρχισαν να φεύγουν, σε πομπή ανάμεσα στο πλήθος. Κανείς δεν τους σταμάτησε.
Οι 6.000 αστυνομικοί και οι δυνάμεις που ο Υπουργός προστασίας τους Πολίτη είχε πει ότι θα προστάτευαν την ειρηνική διαδήλωση, άφαντοι. Και ξαφνικά εμφανίστηκαν, σαν αστακοί, με όλα τους τα συμπράγκαλα. Ο εχθρός τώρα είναι εδώ, είπε η Βία. Τον έφτιαξα και σας τον χαρίζω. Και τότε άρχισε ο πόλεμος. Κυνηγητά, δακρυγόνα, φωτιές, μολότωφ, κρότου λάμψεις, γυναίκες να λιποθυμούν από τις αναθυμιάσεις, μπαμπάδες να σέρνουν τα καροτσάκια κρατώντας τα παιδιά τους στην αγκαλιά, νέοι να τρέχουν να ξεφύγουν και κάποια στιγμή ή Αύρα, το λευκό άρμα της Βίας, να εκτοξεύει νερό κατά του πλήθους και το πλήθος να διαλύεται, το ανθρώπινο τείχος να γίνεται ρυάκια, να τρέχει να ξεφύγει.
Και κάποιοι, μέσα στο χαμό, σηκώνουν τα χέρια ψηλά απέναντι στα ΜΑΤ. Είμαστε ειρηνικοί διαδηλωτές. Μη χτυπάτε. Είμαστε άοπλοι.
Το κορίτσι μόνο του, μέσα στη μαύρη νύχτα, μπροστά της τα ΜΑΤ, πίσω της οι Αύρες, στέκεται και κοιτάζει στα μάτια τη Βία. Σαν άγαλμα. Κανείς δεν ξέρει το όνομά της, μόνο τη φωτογραφία της είδαν όλοι. Είμαστε άοπλοι. Σταματήστε.
Κι όλο ξαναγυρνούσε το ανθρώπινο ποτάμι για να ξαναγίνει τείχος. Και συνέχισε να έρχεται στο Σύνταγμα, ένα μικρό ποταμάκι από νεαρούς φοιτητές που κάθισαν το βράδυ εκεί στο προαύλιο της Βουλής, με κεριά να φέγγουν τη νύχτα, εις μνήμην.
Και τότε, κάποιοι από μας που είχαμε φτάσει σπίτι μας, ακούσαμε τον κότσυφα, κάπου εδώ κοντά, σε κάποια κεραία τηλεόρασης, να τραγουδάει με τις τρίλιες και τις καντρίλιες του. Έρχεται η Άνοιξη. Θα νικήσουμε.
*Η Αλκμήνη Ψιλοπούλου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας