Τελικά, η πιο δύσκολη υπόθεση είναι η αυτοκριτική. Γιατί το να τα ρίχνεις στον «απέναντι», είτε σε άλλο κόµµα είναι αυτός είτε στο δικό σου είτε βρίσκεστε σε τηλεοπτικό πάνελ, σε κάποια διαδικασία διαβούλευσης, σε εκλογές ή σε «διάλογο» στα social media, είναι εύκολο. Ελπίζεις να τον τσαλακώσεις όσο µπορείς περισσότερο και να βγεις εσύ κατά το δυνατόν ατσαλάκωτος. Ενώ το να τσαλακώνεσαι µόνος σου είναι πολύ ζόρικο.
Οπότε όλοι όσοι έχουν θέση ευθύνης όποτε υπάρχει πρόβληµα τα ρίχνουν στους άλλους, και κατά προτίµηση σε άλλους µε τους οποίους έχουν ελάχιστη (ή καµία!) σύνδεση και όταν δεν υπάρχουν άλλοι, στον… κακό µας τον καιρό. Στις «αντικειµενικές» συνθήκες δηλαδή, ή άντε στις υποκειµενικές των… άλλων.
Προφανώς η Aριστερά, που ανέκαθεν είχε εύκολη την επίκληση και σε παλαιότερες εποχές την υποχρέωση αυτοκριτικής, όχι µόνο έµεινε µετεξεταστέα σε αυτά τα ζητήµατα αλλά τους ανέβασε και επίπεδο, ανακαλύπτοντας νέες πίστες!
∆εν είναι συµπτωµατικό ότι οι αριστεροί, σαρκάζοντας τις πολύ «ιδιόµορφες» απόψεις για την αυτοκριτική που είχαν κατά καιρούς ηγέτες τους, αλλά και αυτοσαρκαζόµενοι κάποιοι από αυτούς που είχαν τα κότσια, έβγαλαν τη γνωστή και καθολική πλέον χρήσης ρήση «Θεέ µου, φύλαγέ µε από την κριτική – γιατί από την αυτοκριτική φυλάγοµαι και µοναχός µου».
∆εν είναι λοιπόν διόλου τυχαίο ότι στα συνέδρια και γενικότερα στις διάφορες διαδικασίες των ποικίλων σχηµάτων της Αριστεράς, χωρίς καµιά εξαίρεση, η αυτοκριτική είναι η πρώτη που… περιθωριοποιείται, εάν δεν εξοστρακίζεται εντελώς από την αίθουσα και τις συζητήσεις.
Εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις που παραείναι ζόρικες, οπότε η αυτοκριτική –ή µάλλον κάτι που παρουσιάζεται σαν αυτοκριτική– χρησιµοποιείται προσχηµατικά και υποκριτικά για «ξέπλυµα» και άλλοθι ηγεσιών που ετοιµάζονται για τα επόµενα λάθη τους.