Ένα σύνθημα που έχει μείνει από τον Νοέμβρη του 1973 και έχει σημαδέψει τον αγώνα αλλά και ολόκληρες γενιές μεταπολιτευτικά είναι το τρίπτυχο «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία». Μαζί με το «Έξω αι ΗΠΑ» που ήταν γραμμένο στη μολόνα της πύλης που έριξε το τεθωρακισμένο με εντολή της χούντας συνθέτουν το εξεγερσιακό πλαίσιο της εποχής και καθόρισε την Αριστερά τα επόμενα χρόνια.
Αυτό το σύνθημα έχει απομείνει σαν αγκάθι να ενοχλεί όσους υμνούν τη δικτατορία, όσους προτίμησαν να διαβάσουν ή να κοιμούνται με ανοιχτά παράθυρα ή να αποδέχονται τον αντικομμουνιστικό πυρήνα αλλά όχι το αυταρχικό περίβλημα του δικτατορικού καθεστώτος. Όλοι αυτοί θεώρησαν ότι η Ιστορία σφύριξε τη λήξη με την έλευση Καραμανλή και τη χαραυγή μιας καθαρής κοινοβουλευτικής διαδικασίας χωρίς αποκλεισμούς. Τι κι αν έμειναν οι φάκελοι –το λιγότερο– και οι αρμοί του κράτους και της εξουσίας, πλην του στρατού, δεν είχαν ακόμη αποχουντοποιηθεί –το χειρότερο, καθώς θύλακες παρέμειναν στα σώματα ασφαλείας και στη δικαιοσύνη και στα πανεπιστήμια–, καθώς τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια εμφανίστηκαν «σταγονίδια»;
Όλο το βάρος της αναθεώρησης εδώ και 49 χρόνια έχει πέσει στην ύπαρξη ή μη θυμάτων, στο αν σκοτώθηκαν μέσα ή έξω από τη «γυάλα» –όπως το θεωρούν– του χώρου του Πολυτεχνείου, για το αν είναι ανεπίκαιρο και λαϊκίστικο και καταλήγουν στη συκοφάντηση μιας ολόκληρης γενιάς, της «γενιάς του Πολυτεχνείου», η οποία ευθύνεται για όλα τα δεινά της μεταπολίτευσης. Αυτό σημαίνει ότι ο εξεγερτικός Νοέμβρης του ’73 έχει ριζωθεί βαθιά στην ιστορική μνήμη των πολιτών και επιχειρούν να ξεκολλήσουν τα μηνύματά του – αντίστοιχη προσπάθεια γίνεται με τη συκοφάντηση του αγώνα της αντίστασης κατά των ναζιστών και υπόλοιπων κατοχικών δυνάμεων.
Σταχυολογούμε ορισμένα σημεία από το κείμενο του δημοσιογράφου Ζήση Ι. Καραβά, που πήρε μέρος στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και συμμετείχε στην κατάληψη/εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 ως πρωτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής Αθήνας. Έγραψε στην έκδοση του Documento τον Νοέμβριο του 2018 Τα Αιρετικά Νο5: «Εδώ Πολυτεχνείο». 20+4 μαρτυρίες & (αντι)θέσεις πρωταγωνιστών για την εξέγερση του Νοέμβρη 1973 (μπορείτε να την προμηθευτείτε αντί €5 με ένα τηλεφώνημα στο 211 103 1500):
«Εκείνα τα (τότε) παιδιά του Πολυτεχνείου είναι που μας απογοήτευσαν, που μας πρόδωσαν, που ευθύνονται για την τωρινή κατάντια της χώρας/πατρίδας» δαχτυλοδείχνει ή και κραυγάζει όχι μόνον ο εσμός των φασιστοειδών/ναζιστοειδών νοσταλγών της χούντας (με τα παρακλάδια του ως το ρετιρέ της «δεξιάς πολυκατοικίας»), αλλά και διάφοροι φωστήρες τού, τάχα μου, «μετώπου της λογικής (τους)», που ομνύουν στον «ορθό λόγο» και τον «διαφωτισμό» (ευρωπαϊκό και νεοελληνικό, τρομάρα τους).
Πώς όμως (προσδι)ορίζεται αυτή η περιλάλητη «γενιά του Πολυτεχνείου» και ποιοι (μπορεί να) μπαίνουν στο… τσουβάλι της; Καταρχάς, το να μιλάμε για «γενιά του Πολυτεχνείου» (όπως βεβαίως και για κάθε άλλη) αποτελεί απλουστευτική ομογενοποίηση, καθώς δεν ήταν –και εξακολουθεί να μην είναι– ενιαία. Τουτέστιν, πέραν μιας σχετικά κοινής ηλικιακής συνισταμένης δεν έχει άλλα κοινά κοινωνικά, ταξικά και πολιτικοϊδεολογικά χαρακτηριστικά που να την ενοποιούν. Η ηλικία και μόνο όμως (εν προκειμένω στο Πολυτεχνείο η κύρια μάζα ήταν 18άχρονοι μέχρι 23χρονοι φοιτητές συν μερικές εκατοντάδες από 25άχρονους «φοιτητοπατέρες» και 16άχρονους – 18άχρονους μαθητές) δεν μπορεί να αποτελεί συνεκτικό ιστό μιας ολόκληρης γενιάς ή και μικρότερης κατηγορίας/ομάδας ανθρώπων, σε βαθμό μάλιστα που να τους προσδίδει ενιαία πολιτική ταυτότητα.
Άλλωστε η νεολαία ως (ηλικιακή) κοινωνική κατηγορία δεν αποτελεί ενιαία ταξική οντότητα, σε όποιον βαθμό κι αν εκφράζεται το εξεγερτικό/ανατρεπτικό πνεύμα, που από τη φύση τους διαπνέει τους νέους ανθρώπους. Συνεπώς, ακόμη κι όταν –όπως συνέβη με τα γεγονότα της κατάληψης/εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973– το νεολαιίστικο κίνημα (εν προκειμένω εν πολλοίς φοιτητικό) βρέθηκε στην πρωτοπορία του αντιδικτατορικού αγώνα και τον σηματοδότησε αλλά και σηματοδοτήθηκε απ’ αυτόν, δεν απέκτησε ενιαία πολιτική ταυτότητα που να το ομογενοποιεί ως γενιά («ένδοξη και νικηφόρα» ή «χαμένη»).
Πόσο μάλλον που και τότε, δηλαδή κατά την περίοδο της αντιδικτατορικής πάλης και της κορύφωσής της τις μέρες του Πολυτεχνείου, οι νέοι και οι νέες που συμμετείχαν στην εξέγερση (εντός ή εκτός κατάληψης) δεν είχαν ως γενιά κοινή ιδεολογική αφετηρία και πολιτική στόχευση. Ισα ίσα που στους κόλπους του κινήματός τους υπήρχε έντονη ιδεολογικοπολιτική διαπάλη και κομματικές συγκρούσεις όσον αφορά τους οργανωμένους στα τότε παράνομα σχήματα μετωπικών φοιτητικών παρατάξεων και οργανώσεων νεολαίας του πολύμορφου και ποικιλώνυμου αριστερού χώρου (βασικά ΚΚΕ/ΚΝΕ/ΑντιΕΦΕΕ/Πανσπουδαστική, ΚΚΕ Εσ./Ρήγας Φεραίος και οι μαοϊκοί αριστεριστές με κυριότερες συνιστώσες ΕΚΚΕ/ΑΑΣΠΕ και ΟΜΛΕ/ΠΠΣΠ).
Πολύ περισσότεροι, βεβαίως, ήταν οι ανένταχτοι αριστεροί φοιτητές, σπουδαστές, μαθητές και ευρύτερα αντιφασίστες – αντιχουντικοί δημοκράτες νέοι της σπουδάζουσας και εργαζόμενης νεολαίας, που μπορεί να μην είχαν τα κουμάντα στη Συντονιστική και στις άλλες επιτροπές κατάληψης του Πολυτεχνείου, ωστόσο ήταν αυτοί που γιγάντωσαν την εν πολλοίς αυθόρμητη εξέγερση. Διότι, πέραν πάσης αμφιβολίας, η εξέγερση ήταν αυθόρμητη, καθώς δεν σχεδιάστηκε ούτε οργανώθηκε και καθοδηγήθηκε από κάποια κομματικά ή άλλα κέντρα. Εξάλλου το ιστορικό φοιτητικό κίνημα της περιόδου σε μεγάλο βαθμό αυτοοργανώθηκε και λειτούργησε δημοκρατικά με ανακλητούς αντιπροσώπους από τις συνελεύσεις των σχολών, οι οποίοι όμως συγκροτούσαν κατά βάση συντονιστικά και όχι καθοδηγητικά όργανα. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Πολυτεχνείο ’73 δεν ήταν… ουρανοκατέβατο, αφού υπήρξε η κορύφωση αντιδικτατορικών διεργασιών και εκδηλώσεων/κινητοποιήσεων στα πανεπιστήμια, όπου και… προψήθηκε από το φοιτητικό κίνημα μέσα από καταλήψεις σχολών τους προηγούμενους μήνες (ιδιαίτερα εκείνες της Νομικής τον Φλεβάρη και τον Μάρτη 1973), συνελεύσεις στα αμφιθέατρα, συλλαλητήρια, συγκεντρώσεις «μες στις υπόγειες στοές» της παρανομίας, αλλά και στις μπουάτ, τις φοιτητικές ταβέρνες κ.λπ.
«Σημαδεμένη και προδομένη…»
[…] για την περιλάλητη «γενιά του Πολυτεχνείου», περισσότερο ισχύει ότι πολλά από εκείνα τα καλύτερα παιδιά-αγωνιστές «κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι» παρά η στάμπα των εξωνημένων, ξεφωνημένων κι όποιες άλλες βαριές αιτιάσεις/ύβρεις αποδίδονται συλλήβδην σε όλους/ες, καθιστώντας τη γενιά αποδιοπομπαίο τράγο για την τραγική κατάσταση της χώρας.
Μάλιστα αυτή η ατεκμηρίωτη απαξίωση και κατά μέτωπον επίθεση εναντίον της εν λόγω γενιάς εκφράζεται κι από λογής (αυτοπροσδιοριζόμενες) προοδευτικές γραφίδες/με αρθρογραφία, περισπούδαστες αναλύσεις ή και λογοτεχνήματα, υποκρύπτοντας ενίοτε και μια κομπλεξική απόπειρα δικής τους απενοχοποίησης ως μεγάλων απόντων στα γεγονότα, όσων φυσικά ηλικιακά μπορούσαν να είναι στις αντιδικτατορικές επάλξεις τότε αλλά δεν το έπραξαν…
«Σημαδεμένη και προδομένη έμεινε πάντα η δική μας η γενιά» που λέει και ο στίχος του Νίκου Γκάτσου σ’ εκείνο το εξαίρετο άσμα (1972) του Λουκιανού Κηλαηδόνη. «Σημαδεμένη και προδομένη» και από κάποιους εξ ημών, που με κατοπινά έργα και ημέρες δώσαμε δικαιώματα σ’ όλους εκείνους που χρόνια τώρα έχουν βαλθεί να συκοφαντούν συλλήβδην την εν λόγω γενιά με στόχο τη λήθη και απαξίωση του «Εδώ Πολυτεχνείο» ως συμβόλου αντίστασης και αγώνα για τη δημοκρατία με «ψωμί – παιδεία – ελευθερία». […]
Η εξέγερση στα δικαστικά ντοκουμέντα
Στην ίδια έκδοση, υπό την επιμέλεια του δημοσιογράφου Τάκη Κατσιμάρδου, φοιτητή τότε της Φιλοσοφικής ο οποίος συμμετείχε ενεργά στο αντιδικτατορικό κίνημα, συνελήφθη και βασανίστηκε επί χούντας ως μέλος της ΚΝΕ/ΑντιΕΦΕΕ και αποφυλακίστηκε με τη μεταπολίτευση τον Ιούλιο του 1974, παρατίθενται αποσπάσματα από τα πρακτικά της δίκης των πρωταιτίων της σφαγής, τα οποία συνθέτουν την αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στο αιματοκύλισμα:
16 Νοεμβρίου: «Μοιραίως από την Παρασκευή το πρωί, όλος ο λαός βρέθηκε μπρος στο Πολυτεχνείο. Εσπευσε προς συμπαράστασι των παιδιών και προσέφερε πλούσια, τρόφιμα, φάρμακα, χρήμα. Η αστυνομία το απόγευμα βρέθηκε προ αδυναμίας. Δεν μπορούσε να εκκενώσει το Πολυτεχνείο. Μπορούσε όμως να το έχη κάνη την Πέμπτη – αν και τότε ίσως δεν θα είχαμε ακόμη την έναρξι του αγώνος για την ανατροπή των τυράννων. Έτσι, θα γλίτωναν τα παιδιά που χάθηκαν και δεν θα υπήρχαν οι τόσοι τραυματίες. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι ο Χριστολουκάς και ο Δασκαλόπουλος (διοικητές της αστυνομίας και της αστυνομικής διεύθυνσης Αθηνών) δεν μπορούσαν να εκκενώσουν το πολυτεχνείο την Πέμπτη. Στις 6 το βράδυ της Παρασκευής τα πράγματα άρχισαν να οξύνωνται…».
16-17 Νοεμβρίου: «Εκείνο το βράδυ ο στρατός έδρασε σε περιωρισμένη κλίμακα. Τα παιδιά του ελληνικού λαού, με τους αξιωματικούς και τα πληρώματα των αρμάτων, ουδ’ επί στιγμήν μπορούσαν να διανοηθούν ότι μπορούσαν να σκοτώσουν τ’ αδέλφια τους, τα παιδία τους, τους συγγενείς και φίλους τους.
Είχε προηγηθή ένα πραγματικό δράμα, της εκκενώσεως του Πολυτεχνείου: Έχουν σκοτωθεί παιδιά εκ μέρους αστυνομικών οργάνων. Έχουν θανατωθή Έλληνες από βλήματα που ερρίφθησαν από το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως […]. Τους είδαν να πέφτουν στο πεζοδρόμιο από αστυνομικά χέρια. Πολλοί από τους δράστες έφεραν πολιτική αμφίεση, αλλά ευρίσκοντο κοντά στα αστυνομικά όργανα […]. Έφεραν τυφέκια και αυτόματα…».
«Την 6ην μ.μ. ώραν μέγα πλήθος διαδηλωτών πορεύεται προς την πλατείαν Συντάγματος. Η πορεία του όμως ανακόπτεται υπό αστυνομικών και εις την συμβολήν των οδών Σταδίου, Δραγατσανίου και Κοραή επιχειρείται η βιαία διάλυσις των διαδηλωτών. Κατά την επακολουθήσασα συμπλοκήν ρέει το πρώτο αίμα…»
«…Ομάς Αξιωματικών και άνδρες της δυνάμεως καταδρομών, ακολουθούντες το άρμα εισέρχονται εις το Πολυτεχνείον πυροβολούντες. Εντρομοι και εμβρόντητοι οι σπουδασταί κυριεύονται από την ενώπιον του εσχάτου κινδύνου φοβεράν αγωνίαν. Και άρχεται ακολούθως η έξοδος. Οι εγγύς της κατακρημνησθείσης πύλης ευρισκόμενοι εξέρχονται πρώτοι. Οι περισσότεροι, όμως, πηδούν εκ των παραθύρων και των κιγκλιδωμάτων. Υπό την πίεσιν πλήθους ανθρώπων καταρρίπτεται τμήμα των προς την οδόν Στουρνάρα κιγκλιδωμάτων. Και διά του δημιουργηθέντος ανοίγματος εξέρχονται οι σπουδασταί κατά μάζας. Κατευθύνονται προς όλα τα σημεία, απομακρυνόμενοι. Νέον, όμως, δι’ αυτούς αρχίζει μαρτύριον. Υβρεις κατ’ αυτών εκτοξεύονται και καταδιωκόμενοι βαναύσως κακοποιούνται…»
«Από παντού καταδιώκουν και κτυπούν (σ.σ.: όσους διέφευγαν από το Πολυτεχνείο). Εις την γωνίαν των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας άνδρες της ΚΥΠ εν πολιτική περιβολή κτυπούν ανηλεώς και πυροβολούν κατ’ αυτών, ενώ εις το άνδηρον (σ.σ.: ταράτσα) ενός των αυτόθι κτιρίων έχουν εγκαταστήσει πολυβόλον. […] Εις τα άνδηρα των γύρω κτιρίων επισημαίνονται ελεύθεροι σκοπευταί. Εις το πανδαιμόνιον τούτο της εξόδου, των φωνών, των κραυγών, των οιμωγών, των καταδιώξεων και των πυροβολισμών έπεσαν οι περισσότεροι εκ του πλήθους των τραυματιών των αιματηρών γεγονότων. […] Συνελήφθησαν χίλια περίπου άτομα. […]
Η επιχείρησις του Πολυτεχνείου έληξε με άσματα των στρατιωτικών τμημάτων. Δεν ετερματίεται όμως εδώ η αιματηρά επέμβασις προς κατάπνιξιν της ελευθερίας και διατήρησιν του δικτατορικού καθεστώτος. Αστυνομικά όργανα πυροβολούν εν ψυχρώ ανυπόπτους διαβάτας, ενώ τα επί των κεντρικών οδών της πρωτευούσης κινούμενα άρματα μάχης σκορπίζουν τον θάνατο. Οι επ’ αυτών πυροβολιταί βάλλουν επί κινουμένων ανθρωπίνων στόχων. Οι επί του κτιρίου του ΟΤΕ, της οδού Πατησίων, εγκατεστημένοι στρατιώται πυροβουλούν προς πάσαν κατεύθυνσιν…»
17-18 Νοεμβρίου: «Από της 10ης πρωινής ώρας και μετέπειτα και κατά την Κυριακήν οι στρατιωτικοί, οι οποίοι επέβαιναν των κινουμένων εις τας οδούς της πόλεως των Αθηνών αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων αυτοκινήτων ή και άλλοι, τοποθετούμενοι εις άλλας θέσεις, έβαλον διά των όπλων των κατά διερχομένων πολιτών, χωρίς να συντρέξη νόμιμος περίπτωσις δικαιολογούσα την χρήσιν των όπλων».