Ο Ερντογάν κάνει το δικό του παιχνίδι, εμείς τι ακριβώς κάνουμε;

Στις 5 Ιουλίου υπογράφηκαν τα αναγκαία πρωτόκολλα για να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ η Σουηδία και η Φινλανδία, αφού πρώτα, μέσα από έναν παράλληλο διπλωματικό δρόμο λίγο πριν από την έναρξη της Συνόδου Κορυφής του NATO στη Μαδρίτη, η Τουρκία δέχτηκε να άρει το βέτο της για την ένταξη των δύο σκανδιναβικών χωρών.

Θυμίζω ότι η Αγκυρα κατηγορούσε για χρόνια τις δύο χώρες για υποστήριξη τρομοκρατών επειδή δεν είχαν καταδικάσει ως τρομοκράτες το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) και τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG – κουρδική πολιτοφυλακή που εδρεύει στη Συρία). Η Τουρκία, η οποία εδώ και δεκαετίες πολεμά τους Κούρδους που διεκδικούν την ελευθερία τους, τις θεωρεί τρομοκρατικές οργανώσεις και προσπαθεί παντού και πάντα να επιβάλει τη δική της θέση/άποψη ώστε να αποκόψει κάθε διεθνή υποστήριξη. Σουηδία και Φινλανδία απέρριπταν σταθερά τις κατηγορίες, αλλά ήρθε φέτος ο βρόμικος πόλεμος στην Ουκρανία, οπότε ζήτησαν την ένταξή τους στο NATO στις 18 Μαΐου.

Ευκαιρία που άρπαξε η Τουρκία θέτοντας βέτο στο αίτημα επικαλούμενη τις «ανησυχίες» της για την «τρομοκρατία». Διότι πολύ απλά εκμεταλλεύτηκε την ομοφωνία που απαιτεί η προσχώρηση νέων μελών στο ΝΑΤΟ. «Στον έρωτα, στον πόλεμο και στη διπλωματία κάθε όπλο επιτρέπεται», βασικό μάθημα από την εποχή του Τρωικού πολέμου στο οποίο οι Τούρκοι διπλωμάτες αριστεύουν.

Αποτέλεσμα: η διαδικασία ένταξης Σουηδίας και Φινλανδίας προχωρά αφού πρώτα οι δύο χώρες υπέγραψαν συμφωνία με την Τουρκία για μια σειρά κοινών αντιτρομοκρατικών προσπαθειών, στις οποίες περιλαμβάνονται συμφωνίες έκδοσης τρομοκρατών και δεσμεύσεις για τον τερματισμό του εμπάργκο όπλων. Δηλαδή η Τουρκία για δεύτερη φορά –μετά την επέμβασή της στη Συρία– πετυχαίνει να πάρει ό,τι θέλει από ΝΑΤΟ και Ευρώπη. Ο Ταγίπ Ερντογάν έθεσε το ζήτημα στην κατάλληλη χρονική στιγμή με μεθοδικότητα και ρεαλισμό, διότι η επιτυχία του έχει να κάνει και με τη γεωστρατηγική βαρύτητα που απέκτησε η Τουρκία με τον πόλεμο στην Ουκρανία και με τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε.

Συνεπώς μπαίνουν μερικά λογικά ερωτήματα για τη δική μας στάση, όπως:

– Τι είναι προτιμότερο και τι υπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά σου; Να είσαι ο πειθήνιος, καλός σύμμαχος ή να γίνεσαι ο «απαιτητικός» που εξαντλεί τα περιθώρια για να φέρει στα μέτρα του, όποτε μπορεί, τις καταστάσεις;

– Τι είναι πιο αποτελεσματικό; Να επενδύεις στα οπλικά συστήματα και στην αναβάθμιση της στρατιωτικής σου ισχύος ή να επενδύεις στην αναβάθμιση και ενίσχυση των διεθνών σχέσεων, στην αξιοποίηση των γεωπολιτικών σου πλεονεκτημάτων και τη διαρκή βελτίωση των διπλωματικών σου ελιγμών;

Η απάντηση είναι ο ορθός συνδυασμός όλων των παραπάνω. Η εμπειρία των 39 τελευταίων χρόνων (βλέποντας συνολικά και τις εξελίξεις από την εισβολή στην Κύπρο, Ιούλιος 1974) με ωθεί να υπογραμμίσω πως μόνον όποτε η Ελλάδα τόλμησε να απαντήσει στην τουρκική προκλητικότητα συνδυάζοντας μια σοβαρή, σθεναρή διπλωματική κινητικότητα στα διεθνή όργανα και στη συμμαχία με μια εξίσου σοβαρή, σταθερή και αποτελεσματική στρατιωτική παρουσία αποτράπηκαν οι σχεδιασμοί της Τουρκίας. Και επίσης, όποτε η Ελλάδα έδειξε ότι δεν είναι απλώς και μόνο το «καλό παιδί» αλλά έχει και δικές της βλέψεις και ιδιαίτερα συμφέροντα που απαιτεί να γίνουν αποδεκτά, κατόρθωσε να επιβάλει τον σεβασμό των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.

Οι απλές διαμαρτυρίες στα διεθνή όργανα και οι κούφιες κουβέντες της σημερινής κυβέρνησης ότι η απομονωμένη Τουρκία κάνει καιροσκοπική πολιτική και ότι οι εταίροι μας κάποια στιγμή θα το καταλάβουν και θα μας στηρίξουν είναι μια αναποτελεσματική πολιτική που στερείται ρεαλισμού. Περισσότερο ρεαλιστικό θα ήταν να μεριμνούσε για πρακτικές πολιτικές όπως:

*την ανάπτυξη και λειτουργία ενός υγιούς και εύρωστου βιομηχανικού κλάδου παραγωγής όπλων, πυρομαχικών, ανταλλακτικών κ.λπ. για τις ανάγκες των ελληνικών Ενοπλων Δυνάμεων,

*την ανάληψη διαρκών διπλωματικών πρωτοβουλιών στήριξης της ειρήνης και της ασφάλειας στα Βαλκάνια και στη νοτιανατολική Μεσόγειο με όλες τις γειτονικές χώρες Ευρώπης, Ασίας, Αφρικής,

*τη στήριξη των νέων ζευγαριών με κάθε μέσο για να αντιμετωπιστεί η υπογεννητικότητα που αποτελεί ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της χώρας μας.

Εκλεισαν δύο αιώνες από τότε που με μια πολυετή επανάσταση και πολλές θυσίες ξεκίνησε η κρατική υπόσταση της σύγχρονης Ελλάδας. Κλείνει όμως κι ένας αιώνας από τη βαριά πληγή της Μικρασιατικής Καταστροφής και 48 χρόνια από την τραγωδία της Κύπρου. Είναι χρέος μας να αποδείξουμε σε όλους, εχθρούς και φίλους, ότι μάθαμε και ξέρουμε πώς να πορευτούμε στη δύσκολη γειτονιά που ζούμε. Αν αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί ή δεν τολμά να το πράξει, είναι ώρα να αλλάξει!

*Ο Θρασύβουλος Σταυριδόπουλος είναι συντονιστής Τμήματος Σωμάτων Ασφαλείας ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, υποναύαρχος ΛΣ ε.α., πτυχιούχος του Παντείου και της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, απόφοιτος Ναυτικής Σχολής Πολέμου, πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος Οργανισμού Λιμένος Βόλου