Συναντήσαμε τον Γάλλο συγγραφέα στην ενετική συνοικία των Χανίων και μιλήσαμε και για το τελευταίο του βιβλίο «Ο πόλεμος των φτωχών».
Ο Ερίκ Βιγιάρ είναι ένας παθιασμένος αφηγητής της Ιστορίας. Για την ακρίβεια ένας σπάνιος αφηγητής με μοναδική ικανότητα να συνεπαίρνει τον αναγνώστη με τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται. Τον γνωρίσαμε με την «Ημερήσια διάταξη», το βιβλίο με το οποίο κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ 2017, και γίναμε πιστοί αναγνώστες του στο «Κονγκό» και στη «14η Ιουλίου». Οι σπουδές του στα νομικά, στις πολιτικές επιστήμες και στη φιλοσοφία (με τον Ζακ Ντεριντά) είναι τα εφόδια με τα οποία αποκρυπτογραφεί τις δυσερμήνευτες σελίδες της Ιστορίας. Η συνδυαστική του σκέψη δε κάνει τα κείμενά του γοητευτικά για όλους όσοι εκτιμούν τη λοξή προσέγγιση της Ιστορίας.
Το καλοκαίρι είχαμε την ευκαιρία να τον παρακολουθήσουμε στις συζητήσεις που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο του 1ου Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, στο οποίο βρέθηκε με αφορμή την κυκλοφορία του «Πολέμου των φτωχών» (εκδόσεις Πόλις, μτφρ. Γιώργος Φαράκλας), ένα έργο ιστορικής μυθοπλασίας που τοποθετείται τον 16ο αιώνα, την εποχή που το κίνημα της Μεταρρύθμισης των προτεσταντών ξεσηκώθηκε ενάντια στην εξουσία. Ο Βιγιάρ καταπιάνεται με την περίπτωση του Τόμας Μίντσερ, του νεαρού ιερέα ο οποίος υπήρξε υποκινητής της εξέγερσης των φτωχών που ξεκίνησε από τον νότο της Γερμανίας προτού επεκταθεί στην Ελβετία και την Αλσατία. Το βιβλίο, που βρισκόταν στη βραχεία λίστα υποψηφιοτήτων για το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ, αφορά την εξέγερση των χωρικών, των εργατών ορυχείων αλλά και των φτωχών των πόλεων στον αγώνα τους για ισοτιμία και ελευθερία.
Η (επαναστατική) μετάφραση της Βίβλου
Με τον Ερίκ Βιγιάρ συζητήσαμε για την περίοδο εκείνη καθώς και για τους λόγους που πυροδότησαν την εξέγερση, η οποία κατέληξε να πνιγεί στο αίμα. Η μόνη ιδεολογία που γνώριζαν οι αγρότες και οι εργάτες της εποχής ήταν ο χριστιανισμός και πλέον διεκδικούσαν τη θέση τους στον κόσμο ενάντια σε εκείνους που πλούτιζαν σε βάρος τους. «Αυτό που συνέβη εκείνη την εποχή και πάνω στο οποίο δομείται το βιβλίο είναι η κρίση που ξεκινά σαν αντίδραση στα συγχωροχάρτια και στους φόρους. Ενα θέμα δηλαδή που είχε ήδη καταγγείλει ο Λούθηρος και αφορούσε τη διάσταση μεταξύ των πρακτικών της Καθολικής Εκκλησίας και όσων αποτυπώνονταν ως θεϊκός λόγος στα κείμενα της Βίβλου. Ο Λούθηρος μεταφράζοντας τα ιερά κείμενα στα γερμανικά τα έκανε προσιτά στο ευρύ κοινό, που δεν κατανοούσε το περιεχόμενό τους επειδή μέχρι τότε ήταν γραμμένο στα λατινικά».
Οπως εξηγεί ο συγγραφέας, τα κείμενα του Λούθηρου σκιαγραφούν την Καθολική Εκκλησία με ειρωνεία· υπάρχει μάλιστα ένα σημείο στο οποίο απευθύνεται προσωπικά στον πάπα ζητώντας του να προσφέρει τα δικά του χρήματα για να χτίσει τον καθεδρικό ναό της Ρώμης. «Σε αυτή την ειρωνεία του Λούθηρου αλλά και του Μίντσερ καθρεφτίζεται ο θυμός των ανθρώπων που υποφέρουν από τη βαριά φορολογία. Ειδικά στα κείμενα του Μίντσερ καταγράφονται η βαθιά αγανάκτηση, η οργή».
Ο Ερίκ Βιγιάρ εξηγεί ότι ο Μίντσερ έζησε νομαδικά και αυτό του δημιούργησε μια έντονη αίσθηση προσωρινότητας. «Ηταν ένας από τους φτωχούς, τους αγρότες, τους τεχνίτες, τους φοιτητές. Και τα στοιχεία που πήρε από εκείνους του έδωσαν τη δυναμική να απευθύνεται στα πλήθη κατανοώντας τις βαθιές τους ανάγκες. Δύο φορές υπέστη εσωτερική αναδόμηση – την πρώτη όταν διάβασε τον Λούθηρο και στη συνέχεια όταν ήρθε σε επαφή με τον λαό».
Κηρύσσοντας τον λόγο του θεού και της ρήξης
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα για ποιο λόγο η εξέγερση αυτή συνέβη στην κεντρική Ευρώπη του 16ου αιώνα και όχι στην Αγγλία του 14ου, όπου όλα έδειχναν ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες. «Το βασικό ζήτημα της γερμανικής φεουδαρχίας και του γερμανικού κόσμου εν γένει ήταν ότι δεν αντιπροσωπευόταν από μια ενιαία εξουσία. Αυτό συνέβη αργότερα στην Αγγλία με τον Κρόμγουελ, ο οποίος ήρθε σε αντιπαράθεση με τον βασιλιά και τον εκτέλεσε, αναλαμβάνοντας στη συνέχεια την εξουσία τόσο ο ίδιος όσο και το κοινοβούλιο».
Οπως εξηγεί, η συνάντηση του προτεσταντισμού με την τυπογραφία στον γερμανικό χώρο, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού που ονομάζουμε σύγχρονη συνείδηση, ίσως είναι το κλειδί της ερμηνείας της εποχής στη διάρκεια της οποίας αναδύθηκε το κίνημα του αλφαβητισμού. Ο εκρηκτικός συνδυασμός προέκυψε από το γεγονός ότι ένα πολιτικοθρησκευτικό κίνημα μπορούσε να διαδοθεί και γραπτώς μέσω της γλώσσας που μιλούσαν στο σπίτι και στη δουλειά τους οι εργάτες και οι αγρότες. «Αυτό ήταν που τους έδωσε τη φωνή που τους έλειπε, τη δυνατότητα να μπορούν πλέον να εκφράσουν ανοικτά τις αντιρρήσεις τους σε σχέση με αυτό που ζούσαν και να αγωνιστούν για την ανατροπή του». Τι ποσοστό ανθρώπων μπορούσε να διαβάζει τότε; «Δεν γνωρίζουμε· αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι τη μετάφραση του Μίντσερ δεν χρειαζόταν να τη διαβάσουν, την άκουγαν κατά τη διάρκεια του κηρύγματος».
Σήμερα που ζούμε σε μια εποχή στην οποία η αδικία και η οργή ξεχειλίζουν για ποιο λόγο δεν προκύπτει μια επανάσταση; «Ενα τέταρτο πριν από την επανάσταση δεν υπάρχει επανάσταση. Οι επαναστάσεις είναι φαινόμενο ξαφνικό – έρχονται εκεί που δεν το περιμένεις. Λίγους μήνες πριν από τον Μάη του ’68 οι εφημερίδες έγραφαν ότι η Γαλλία βαριέται. Τελικά δεν βαριόταν καθόλου. Το κοινό στοιχείο μεταξύ της δικής μας εποχής και εκείνης του Μίντσερ είναι ότι δεν αναφύεται νέα ιδεολογία. Σήμερα δρουν τα κινήματα που γνωρίζουμε αλλά δεν έχει προκύψει κάτι καινούργιο».
Ευχαριστούμε τον Μανώλη Πιμπλή, διευθυντή του Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, και τη Κλαιρ Νεβέ για τη διερμηνεία της συνέντευξης.
INF0
Το βιβλίο «Ο πόλεμος των φτωχών» του Ερίκ Βιγιάρ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Γιώργου Φαράκλα