Ο ζωντανός θρύλος της μουσικής μιλάει στο Documento με αφορμή τη συναυλία του στο Ηρώδειο.
Η συνάντηση που γίνεται στο Hilton ολοκληρώνεται λίγα λεπτά προτού η Αθήνα αρχίσει να χορεύει στα 5,1 ρίχτερ. Η πόρτα της σουίτας ανοίγει και µεταξύ των ανθρώπων που µας υποδέχονται ξεχωρίζει ο Ερικ Μπάρντον, ο οποίος µας προσεγγίζει χαµογελώντας. ∆εν φοράει παπούτσια. Νιώθεις ότι αισθάνεται σαν στο σπίτι του. Η συνοµιλία καταγράφεται από κάµερα για να χρησιµοποιηθεί ως υλικό για το ντοκιµαντέρ, που γυρίζει ο ίδιος µε θέµα τη ζωή του. Από κοντά είναι όπως ακριβώς δείχνει και στα βίντεο που τον έβλεπα για µέρες. Cool, µε χιούµορ, σπινθιροβόλο βλέµµα κάτω από τα σκούρα γυαλιά και διεισδυτική σκέψη. Στη µισή ώρα που έχουµε αποφεύγουµε τη συζήτηση για πράγµατα ήδη γνωστά: το «House of the rising sun», τη σχέση του µε τον Λένον, τον Χέντριξ, τον Μόρισον, τους War. Λίγο προτού ανέβει στη σκηνή του Ηρωδείου για την αποχαιρετιστήρια συναυλία του στην Ευρώπη, ο Ερικ Μπάρντον µιλάει για όλα όσα είναι σήµερα.
Εµαθα ότι ήσασταν στη Μάνη µέχρι χτες.
Ναι, είχαµε πάει για διακοπές και εξερεύνηση. Εγώ και η σύζυγός µου, η Μαριάννα, θέλαµε πάντα να επισκεφτούµε τη Μάνη. Εχει πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους εκεί.
Τι σας εντυπωσίασε από εκείνους;
Η κοινωνία τους είναι πολύ διαφορετική από των υπόλοιπων σύγχρονων Ελλήνων. Υπάρχει ένα είδος βίας και η βία µε τρελαίνει γιατί πάντα προµηνύει αλλαγή. Μέσα από την εξερεύνηση που κάναµε ξέρω πλέον πού να πάω όταν την επισκεφτώ ξανά. Ανακαλύψαµε µια εντυπωσιακή µικρή παραλία όπου υπήρχε ένα εστιατόριο και καθ’ όλη τη διάρκεια της παραµονής µας κινούµασταν εκτός συγκεκριµένου προγράµµατος. Ολο αυτό είναι τόσο µακριά από την αµερικανική πραγµατικότητα.
Σας αρέσει να ταξιδεύετε;
Ναι, αν και δεν έχω ταξιδέψει όσο θα ήθελα. Αµφιβάλλω αν θα καταφέρω ποτέ να επισκεφτώ όλα τα µέρη που θέλω να δω. Ως παιδί έζησα στον απόηχο του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου και τα πάντα γύρω µου ήταν εµποτισµένα από αυτόν. Το ενδιαφέρον µου κέντρισαν οι µακρινές περιπολίες της ερήµου στη βόρεια Αφρική µε τα ανοιχτά πεδία των µαχών. Ετσι µου δηµιουργήθηκε η επιθυµία να δω από κοντά όλες τις ερήµους. ∆εν έχω προλάβει να τις επισκεφτώ όλες αλλά έχω δει αρκετές. Τις τελευταίες δεκαετίες ζω στην Καλιφόρνια την οποία χωρίζει από το Μεξικό µια έρηµος. Το θέµα είναι να µη δίνει κανείς σηµασία σε αυτά που υποστηρίζει η κυβέρνηση για το Μεξικό και τους Μεξικανούς και να πηγαίνει εκεί όπου µπορεί να βρει αληθινούς ανθρώπους και αληθινή κουλτούρα. Ενας από τους λόγους που επέλεξα να ζήσω στην Καλιφόρνια είναι γιατί είναι κοντά στο Μεξικό και στους Μεξικανούς.
Μιας και αναφέρεστε σε αυτό, πώς έχει αλλάξει ο αµερικανικός τρόπος ζωής µετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραµπ;
∆εν νοµίζω ότι άλλαξε, αλλά το καθεστώς επέτρεψε συγκεκριµένα στοιχεία του να αναδειχτούν και να γίνουν ορατά. Αυτό που συνέβη δηλαδή είναι ότι η συγκεκριµένη κυβέρνηση έγινε το µέσο ώστε να καταλάβει ο υπόλοιπος κόσµος ποιοι πραγµατικά είµαστε. Συνεχώς ακούω τους Αµερικανούς να διαµαρτύρονται: «Μα αυτό είµαστε;». Ε, ναι, λοιπόν, αυτό ακριβώς είστε.
Γιατί οι Αµερικανοί δεν µπορούν να αποδεχτούν την πραγµατική τους εικόνα;
∆εν είναι ικανοί για κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό είναι σηµαντική η Ευρώπη.
Γιατί ο κόσµος δεν διαδηλώνει τόσο όσο παλιότερα;
Από φόβο. Ολο το παιχνίδι είναι στηριγµένο στη βία. Ολες οι ταινίες είναι φτιαγµένες για να σου δηµιουργούν το αίσθηµα του φόβου. Ωστόσο πάντα υπάρχει κάπου ένα φως που αχνοφέγγει. Η ιστορία της Αµερικής συνοψίζεται στο ότι όταν φτάσεις να πιστεύεις ότι όλα έχουν τελειώσει, τότε καταφτάνει ο Ιησούς και λέει: «Οχι, όλα είναι υπό έλεγχο».
Η µουσική βιοµηχανία, όπως έχει διαµορφωθεί σήµερα, προωθεί τη ροκ µουσική;
Οχι, έχουν αλλάξει τα πράγµατα.
Μιλάµε για µια νέα τάξη πραγµάτων που σχεδιάζεται µέσω της πολιτικής, του σινεµά κ.λπ. Το ροκ λοιπόν δεν έχει θέση σε αυτό. Το ροκ δεν είναι πλέον «sex and drugs and rock ‘n’ roll». ∆εν ξέρω τι είναι πια, αλλά σίγουρα δεν είναι αυτό που έχω ανάγκη να ακούσω.
Σε παλιότερη συνέντευξή σας λέγατε ότι κινείστε εκτός µουσικής βιοµηχανίας. Πώς µπορεί να συµβαίνει κάτι τέτοιο;
Ποτέ δεν υπήρξα µέρος της µουσικής βιοµηχανίας.
Ναι, αλλά αυτή χτίστηκε πάνω σε καλλιτέχνες όπως εσείς.
Οµως τα πράγµατα αλλάζουν.
Πότε αποφασίσατε να απέχετε από τις επιταγές της;
Από την αρχή ακόµη. ∆εν είχα καν την ανάγκη να ξέρω τι έπρεπε να κάνω για να παραµείνω στη σκηνή. Μου πήρε λίγο χρόνο να το καταλάβω. Οταν είσαι µέλος µιας µπάντας που αποτελείται από παιδιά που προέρχονται από την ίδια πόλη µ’ εσένα και περιοδεύεις στον κόσµο µε έξοδα που καλύπτονται από αυτήν τη βιοµηχανία αναγκάζεσαι να παίξεις το παιχνίδι για λίγο. Αυτό µου συνέβη µέχρι που κατάλαβα ότι τα φιλαράκια από τη µικρή πόλη τσέπωσαν τα λεφτά κι έφυγαν. Με λήστεψαν οι δικοί µου άνθρωποι. Με µαχαίρωσαν πισώπλατα. Και είπα τότε: «Θεέ µου, τι είναι αυτό;».
Τότε φύγατε για την Αµερική;
Ναι, πήγα στην Καλιφόρνια, γιατί το ξηρό κλίµα της ήταν καλό για την υγεία µου – πάσχω από άσθµα. Η Καλιφόρνια εκείνη την εποχή ήταν το κέντρο της µουσικής βιοµηχανίας κι έτσι µπορούσα να κινούµαι στην περιφέρειά της και από καιρού εις καιρόν να συµµετέχω σε αυτήν για να κάνω δίσκους. Κάπως έτσι βρέθηκα στο Λος Αντζελες γιατί αγαπώ τις ταινίες. Σκεφτόµουν τότε ως εναλλακτική και τη Ρώµη γιατί ήµουν µεγάλος φαν των ιταλικών ταινιών. Από τις δύο πόλεις επέλεξα τελικά το Λος Αντζελες γιατί δεν µιλούσα ιταλικά. Εκεί έζησα από κοντά όλη τη διαδικασία της δηµιουργίας µιας ταινίας. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη είχα την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσω σε µια γερµανική ταινία και να εκφράσω την άποψή µου σχετικά µε τη σκηνοθεσία κ.λπ. Εµαθα πολλά, ήταν ωραία εµπειρία. Ωστόσο όλο αυτό δεν το πήρα στα σοβαρά, σαν κάτι που ήθελα να κάνω στο µέλλον, γιατί το να συµµετέχεις σε ταινία ως ηθοποιός είναι βαρετό. Πρέπει να περνάς ατέλειωτες ώρες στο πλατό περιµένοντας πότε κάποιος θα σου πει ότι ήρθε η σειρά σου. Πάντα όµως αγαπούσα τα ντοκιµαντέρ και γι’ αυτό το Λος Αντζελες ήταν η ιδανική πόλη. Πλέον το αµερικανικό σινεµά είναι πολύ βαρετό.
Γιατί;
Επειδή απευθύνεται στα παιδιά. Εχει κατακλυστεί από τέρατα, τροµακτικά τέρατα. Θα µπορούσε κάποιος να πει ότι αυτή είναι η αντανάκλαση της σύγχρονης ζωής, όµως δεν είναι ντοκιµαντέρ. Υπάρχουν βέβαια και δύο χολιγουντιανές ταινίες που κέρδισαν το ενδιαφέρον µου. Η µία είναι η «Φρίντα», η οποία αποτελεί µια γυναικεία καταγραφή ενάντια στον απαίσιο σύζυγο που ναι µεν ήταν τεράστιος καλλιτέχνης αλλά φρικτός άνθρωπος. Και ενώ είναι χολιγουντιανή παραγωγή διατηρεί το µεξικανικό χρώµα. Η άλλη ήταν η «Αγρια συµµορία» του Σαµ Πέκινπα, µια ροκ εν ρολ ταινία που µου φέρνει στο µυαλό τους Beatles. Κι ενώ µάλλον κι αυτός ήταν φριχτός άνθρωπος, µου αρέσει γιατί ήταν πάντα αουτσάιντερ και έκανε ταινίες που δεν απευθύνονταν στο ευρύ κοινό.
Γιατί αρνηθήκατε να παίξετε στο «Zabriskie point» του Αντονιόνι;
Γιατί δεν πίστευα σε αυτόν. ∆εν πίστευα στον κινηµατογράφο που έκανε. Οταν µου προτάθηκε να παίξω στην ταινία υπήρχαν εκατοντάδες χίπις στο Σέντραλ Παρκ που έπαιρναν ναρκωτικά και έπιναν µπάφους όλη µέρα. Ο Αντονιόνι έµενε σε ένα ξενοδοχείο, στο Mayflower αν θυµάµαι καλά, που έβλεπε στο πάρκο. Τη µέρα που πήγα να τον συναντήσω µου άνοιξε την πόρτα µια απίστευτη γυναίκα µε µοβ δέρµα και στήθη σαν αυγά µάτια. Βλέποντάς την σκέφτηκα: «Πω πω, κοίτα ένα περίεργο πλάσµα», καµιά σχέση δεν είχε µε τις συνηθισµένες γραµµατείς. Με οδήγησε λοιπόν στον Αντονιόνι που καθόταν σε έναν καναπέ και αρχίσαµε να µιλάµε. Σύντοµα κατάλαβα ότι δεν είχε καµιά επαφή µε την πραγµατικότητα. Με κοίταξε και µε ιταλική προφορά και πολύ στόµφο µου είπε: «Θέλω να κάνω µια αµερικανική ταινία για την επανάσταση». Του απάντησα τότε: «Αν θες να κάνεις κάτι τέτοιο, πάρε την 35 mm κάµερά σου και κατέβα τώρα στο Σέντραλ Παρκ. Οσα χρειάζεται να δεις συµβαίνουν αυτήν τη στιγµή εκεί». Αλλά δεν ήταν ντοκιµαντερίστας. Και δεν µου άρεσε η ταινία του όταν την είδα. Ηταν εντελώς ψεύτικη. ∆εν κατέγραψε την αµερικανική πραγµατικότητα, αλλά πρόβαλε την ιταλική αντίληψή του γι’ αυτήν.
Το σινεµά του Αντονιόνι βασίζεται στους συµβολισµούς.
Ναι, τα πάντα ήταν βασισµένα σε συµβολισµούς και δεν υπήρχαν χαρακτήρες.
Ενα από τα αγαπηµένα µου τραγούδια σας είναι το «Factory girl». Το εµπνευστήκατε από την εποχή που ζούσατε στο Νιούκασλ;
Για όλα όσα κάνω έµπνευσή µου αποτελεί η ζωή µου στο Νιούκασλ. Το Νιούκασλ είναι η ξεχασµένη όψη της Βρετανίας. Οι τηλεοπτικές παραγωγές που έγιναν στο παρελθόν και προβάλλονταν στην αγγλική τηλεόραση ήταν ενδιαφέρουσες γιατί αφορούσαν τη ζωή της εργατικής τάξης. Στις σηµερινές τηλεοπτικές παραγωγές δεν µπορείς να δεις το Λονδίνο όπως πραγµατικά είναι. ∆εν περιλαµβάνουν ούτε ένα σκουρόχρωµο πρόσωπο, δεν υπάρχουν για τις τηλεταινίες και τα σίριαλ ούτε οι Πακιστανοί ούτε οι Ινδοί. Ντρέποµαι να το βλέπω αυτό.
Γιατί δεν δείχνουν την αλήθεια;
Γιατί απευθύνονται στην αµερικανική αγορά. Ισως φοβούνται µη χάσουν τον τουρισµό, ότι δεν θα έρθουν οι Αµερικανοί στο Λονδίνο αν δουν ότι υπάρχουν σκουρόχρωµοι παντού.
Τι σήµαινε να είναι κανείς παιδί στο Νιούκασλ των δεκαετιών του ’40 και του ’50;
Στη δεκαετία του ’40 ως παιδιά λατρεύαµε τους Γερµανούς.
Πώς γίνεται αυτό;
Γιατί είχαν καλύτερες στολές. Μας άρεσε το στιλ τους και συζητούσαµε µεταξύ µας πώς ήταν δυνατόν να κερδίσουµε τον πόλεµο εναντίον τους όταν είχαν τόσο προηγµένη τεχνολογία. Στο βιβλίο που γράφω αυτή την εποχή µε έχει απασχολήσει το γεγονός ότι όλοι όσοι γεννηθήκαµε εκείνη την εποχή και ασχοληθήκαµε µε το ροκ ήµασταν κατεστραµµένα παιδιά.
Αυτό εκφράσατε µέσα από τη µουσική σας;
Ναι. Και το µεγάλο λάθος που έκανε η κυβέρνηση είναι ότι µας έστειλε σε σχολές τέχνης που µας έκαναν ακόµη χειρότερους.
Επειδή σας πρόσφεραν το µέσο για να εκφράσετε τον θυµό σας;
Ναι. Εδωσαν την επίσηµη άδεια σε κατεστραµµένα κεφάλια και καµένα όνειρα. Ολοι όσοι ήξερα που γεννήθηκαν στις δεκαετίες αυτές ήταν κατεστραµµένοι και δεν είναι εντάξει όλο αυτό, αλλά γίνεται αν το εντοπίσεις και το αντιµετωπίσεις.
INFO
Eric Burdon and The Animals «It’s my life. Live at the Acropolis» – Farewell Europe TourΩδείο Ηρώδου Αττικού, Παρασκευή 27/9Επίσημα σημεία προπώλησης: www.ticketmaster.gr, τηλ.: 210 8938 112, Βιβλιοπωλεία Ιανός, Καταστήματα ΟΠΑΠ