Ο επιθανάτιος ρόγχος της αποικιοκρατίας

Ο επιθανάτιος ρόγχος της αποικιοκρατίας

Η βασίλισσα Ελισάβετ, βράχος σταθερότητας επί 70 χρόνια, είδε στη βασιλεία της 48 αποικίες να ανεξαρτητοποιούνται και τη Βρετανική Αυτοκρατορία να μεταμορφώνεται σε περιφερειακή ευρωπαϊκή δύναμη. Ωστόσο η εμμονή της βρετανικής ιθύνουσας τάξης σε φαντασμαγορικές τελετουργίες με παράδοση αιώνων κατόρθωσε να διατηρεί την ψευδαίσθηση της συνέχειας. Τι σχέση έχει αυτό με το Βρετανικό Μουσείο και τα Γλυπτά του Παρθενώνα; Το Βρετανικό Μουσείο ως «εγκυκλοπαιδικό» μουσείο (μουσείο παγκόσμιου πολιτισμού) έχει δύο γονείς: τον Διαφωτισμό, που κέντρισε το ενδιαφέρον για εξωτικούς και αρχαίους πολιτισμούς, και την αποικιοκρατία, που έδωσε τη δυνατότητα για τη δημιουργία και τον εμπλουτισμό των συλλογών του.

Το Βρετανικό Μουσείο στη συνείδηση συντηρητικών πολιτικών και πολιτών γαλουχημένων στην εμμονή σε παραδόσεις –μάλλον και στη συνείδηση της πλειοψηφίας των επιτρόπων του, που προέρχονται από τον κόσμο των επιχειρήσεων και της οικονομίας– αποτελεί σύμβολο της δόξας τής πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας. Η αποστολή τους να διατηρήσουν ό,τι απομένει από αυτήν περιλαμβάνει και την ακεραιότητα των συλλογών του Βρετανικού Μουσείου. Η εμμονή οδηγεί σε ακρότητες. Τον Μάιο του 2005 το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας και Ουαλίας απαγόρευσε στο Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει στους κληρονόμους του δρα Αρθουρ Φέλντμαν τέσσερα έργα τέχνης που η Γκεστάπο είχε αρπάξει από το σπίτι του το 1939. Το Βρετανικό Μουσείο τα είχε αποκτήσει λίγο μετά τον πόλεμο. Ο γενικός εισαγγελέας λόρδος Γκόλντσμιθ ζήτησε από το δικαστήριο να εκδώσει απόφαση γι’ αυτήν τη διεκδίκηση, όχι επειδή τον ενδιέφεραν τα συγκεκριμένα έργα αλλά για να μη δημιουργηθεί προηγούμενο για τη νομική διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Η απόφαση του αντιπροέδρου του δικαστηρίου σερ Αντριου Μόριτ ήταν ότι ο νόμος για το Βρετανικό Μουσείο, που προστατεύει τις συλλογές του εις το διηνεκές, έχει ανώτερη ισχύ από την ηθική υποχρέωση να επιστραφεί το προϊόν λεηλασίας στους νόμιμους ιδιοκτήτες του.

Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι τα Χάλκινα του Μπενίν, ανάγλυφα και γλυπτά του 16ου και 17ου που κοσμούσαν το ανάκτορο στην πόλη Μπενίν της Νιγηρίας και λεηλατήθηκαν από τον βρετανικό στρατό το 1897. Περίπου 3.000 αντικείμενα κατέληξαν σε διάφορες συλλογές, κυρίως στο Βρετανικό Μουσείο. Τα δύο τελευταία χρόνια βλέπουμε ένα κύμα επαναπατρισμού τους στη Νιγηρία με σχετικές αποφάσεις των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας αλλά και με επιστροφές από πολλές άλλες συλλογές, όπως του Μητροπολιτικού Μουσείου και του Σμισθόνιαν στις ΗΠΑ, ακόμη από συλλογές στη Μεγάλη Βρετανία (Εκκλησία της Αγγλίας, Αμπερντίν, Κέμπριτζ). Στο αίτημα επαναπατρισμού οι επίτροποι του Βρετανικού Μουσείου απαντούν στην ιστοσελίδα του με μη δεσμευτικές γενικότητες: το μουσείο συμμετέχει στον διάλογο με σκοπό «να διευκολυνθεί μια νέα μόνιμη έκθεση έργων τέχνης του Μπενίν στην πόλη του Μπενίν, που θα περιλαμβάνει έργα από τις συλλογές του Βρετανικού Μουσείου». Σκοπίμως δεν χρησιμοποιείται το οριστικό άρθρο: όχι «τα έργα», αλλά κάποια έργα.

Η απρεπής, αγενής και σε μεγάλο βαθμό παιδιάστικη συμπεριφορά του συντηρητικού Βρετανού πρωθυπουργού («τώρα σου κρατάω μούτρα») είναι απλώς η άκομψη εκδοχή των αρνήσεων σειράς προκατόχων του να συζητήσουν την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Η στάση τους έχει τη ρίζα της στην εμμονή στην αποικιοκρατική και αυτοκρατορική παράδοση. Ομως τις τελευταίες δεκαετίες ο κόσμος βίωσε με αποστροφή την καταστροφή των αγαλμάτων του Βούδα από τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν το 2001, τη λεηλασία του Μουσείου της Βαγδάτης το 2003, την καταστροφή των αρχαιοτήτων της Παλμύρας το 2015 και τη βομβιστική επίθεση στον ναό του Καρνάκ στην Αίγυπτο το 2015. Αυτές οι εμπειρίες έχουν αυξήσει την ευαισθητοποίηση στο θέμα της προστασίας και ακεραιότητας μνημείων του παγκόσμιου πολιτισμού. Με την άρνησή τους να δεχτούν το ηθικά αυτονόητο –την αποκατάσταση ενός ενιαίου έργου τέχνης– και να αποδεχτούν τις σημερινές πολιτιστικές αξίες, οι συντηρητικές κυβερνήσεις και οι επίτροποι του μουσείου αποτελούν απολιθώματα του παρελθόντος.

* Ο Αγγελος Χανιώτης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών, Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών, Πρίνστον

Documento Newsletter