Ο επικός κινηματογράφος του Μίκη Θεοδωράκη

Με το συρτάκι του «Αλέξη Ζορμπά» τον έμαθε όλη η υφήλιος, με τα δράματα του Κώστα Γαβρά έγινε ο σημαιοφόρος της ασυμβίβαστης πολιτικής φωνής, με το «Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λιούμετ θα μπορούσε να κατακτήσει εύκολα το Χόλιγουντ. Όμως κάτι τέτοιο δεν τον ενδιέφερε ποτέ.

Με το άκουσμα μιας μόνο νότας ή ενός στίχου καταλαβαίνει κανείς πως αυτό είναι ένα τραγούδι του Μίκη. Όλα γνωστά, όλα αγαπημένα. Ο κινηματογραφικός Μίκης Θεοδωράκης είναι ακόμη μια τεκμηρίωση της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας του, χωρίς να διαχωρίζει φυσικά την πολιτική στάση του από τα καρέ του σελιλόιντ.

Η ενασχόληση του με το σινεμά ξεκινά το 1953 και τη συνεργασία του σε τρεις ταινίες. Πρόκειται για την «Εύα» της Μαρίας Πλυτά, τον «Γολγοθά Μιας Ορφανής» των Ντίμη Δαδήρα και Σπύρου Νικολαΐδη και το «Ξυπόλυτο Τάγμα» του Γκρεγκ Τάλας, ένα αντιπολεμικό δράμα που διαδραματίζεται την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Θεσσαλονίκη. Για το φιλμ αυτό, που ήταν από τα αγαπημένα του καθώς πρόκειται για τις πρώτες σοβαρές ελληνικές προσπάθειες να φέρουν τον ιταλικό νεορεαλισμό στα καθ’ ημάς χωρίς υπερβολές, ο συνθέτης δημιουργεί μια εξαίσια συμφωνική μουσική.

Η έκπληξη όμως έρχεται στις επόμενες δύο δουλειές του καθώς συνεργάζεται με το σπουδαιότερο δίδυμο στην ιστορία του βρετανικού κινηματογράφου, τους Μάικλ Πάουελ και Εμερικ Πρεσμπέργκερ. Μαζί τους θα δουλέψει στο «Night Ambush» το 1957 που αφορούσε στην περίφημη απαγωγή του γερμανού στρατηγού Χάινριχ Κράιπε στην Κρήτη, λίγους μήνες πριν τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου.

Δύο χρόνια μετά θα συναντηθεί εκ νέου με τον Μάικλ Πάουελ στο «Honeymoon», ενώ θα ακολουθήσει και η συνεργασία του με την Hammer Films για το φιλμ τρόμου «Shadow of the cat» του Τζον Γκίλινγκ που τον κατατρόμαξε όταν το είδε για πρώτη φορά και αποφάσισε να χρησιμοποιήσει εκεί μέρος της μουσικής από το «Σε πότισα ροδόσταμο» σε στίχους του Νίκου Γκάτσου όπως εκμυστηρεύτηκε σε συνέντευξη του στον Αντώνη Μποσκοΐτη.

Συνολικά θα υπογράψει την μουσική στα σάουντρακ περίπου 50 ταινιών μυθοπλασίας και 20 ντοκιμαντέρ σε μια διάρκεια εξήντα ετών με την τελευταία ταινία του να είναι ο «Έβδομος ήλιος του έρωτα» του Βαγγέλη Σερντάρη το 2001.

Τα σπουδαία κινηματογραφικά έργα του χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες και περιόδους. Η πρώτη αφορά στην πενταετία 1961-1966 που ξεκινά δυναμικά με το φιλμ «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη όπου για πρώτη φορά ακούγεται το τραγούδι  «Βρέχει στην φτωχογειτονιά» του Τάσου Λειβαδίτη που είναι εμπνευσμένο από τα προβλήματα φτώχιας που αντιμετώπιζε ο ελληνικός λαός.

Η ταινία κυνηγήθηκε άγρια από τις κυβερνήσεις της Δεξιάς (την κυβέρνηση Καραμανλή διαδέχτηκε η Υπηρεσιακή κυβέρνηση Κωνσταντίνου Δόβα) και τον Οκτώβριο του 1961 που προβλήθηκε η ταινία για πρώτη φορά στις αίθουσες λογοκρίθηκε καθώς « δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας»  με συνέπεια την οικονομική της καταδίκη, που οδήγησε τον χρεωκοπημένο πλέον Αλεξανδράκη στην απόφαση του να μην ασχοληθεί ξανά με την σκηνοθεσία.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ - Βρέχει στη φτωχογειτονιά (Συνοικία 'Το Όνειρο', 1961)

Θα ακολουθήσουν το σάουντρακ του «Αλέξη Ζορμπά» που θα τον κάνει διεθνώς διάσημο χάρη στο περίφημο συρτάκι του με το οποίο βρέθηκε υποψήφιος για τη Χρυσή Σφαίρα Μουσικής και η «Ηλέκτρα» (αμφότερα του Μιχάλη Κακογιάννη ο οποίος θεωρούσε τη μουσική του Μίκη «αυθεντική επική περιπέτεια») που προτάθηκε για το ξενόγλωσσο Όσκαρ και χάρισε στον Θεοδωράκη το βραβείο μουσικής στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Την ίδια εποχή έρχεται και η «Φαίδρα» του Ζιλ Ντασέν που επίσης φτάνει στα όσκαρ για τα κοστούμια της Θεώνης Βαχλιώτη. Η Μελίνα στεκόταν στο εμμονικό σχεδόν πείσμα του να αγγίξει το τέλειο. «Κι εγώ είμαι φιλόδοξη αλλά γνωρίζω τα όρια μου. Ο Μίκης με ξεπερνάει καθώς δεν γνωρίζει όρια σε ότι καταπιάνεται και η εμμονή του να φτάσει το τέλειο γίνεται κυριολεκτικά μανία. Μπορεί να διευθύνει μια μικρή ορχήστρα με πέντε μπουζούκια σαν να πρόκειται για την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης» έλεγε η μεγάλη σταρ που συνεργάστηκε μαζί του στην «Φαίδρα».

Το 1967 υπογράφει την μουσική στο «The Day the Fish Came Out», μια αγγλοελληνική συμπαραγωγή του Μιχάλη Κακογιάννη όπου ο Θεοδωράκης πειραματίζεται με τους ηλεκτρικούς ρυθμούς και τη μόδα της εποχής, την ψυχεδέλεια.

Η πιο δημιουργική και αναγνωρίσιμη διεθνώς περίοδος του ξεκινά το 1969 με το βραβευμένο με ξενόγλωσσο όσκαρ «Ζ» του Κώστα Γαβρά που σηματοδοτεί την ολοκληρωτική μεταστροφή του συνθέτη σε ένα πιο αμιγώς πολιτικό σινεμά που ενισχύεται από την αντιστασιακή του δράση. Γράφει τη μουσική στη Ζάτουνα αλλά φυσικά άλλος την ενορχηστρώνει ενώ τον επόμενο χρόνο αποκτά την ελευθερία του κάτω από τις πιέσεις της διεθνούς κοινής γνώμης και των μαζικών αντιδικτατορικών διαδηλώσεων στο εξωτερικό.

Με έδρα το Παρίσι συνεχίζει τον αντιστασιακό του αγώνα και το  1972 με την «Κατάσταση Πολιορκίας» και πάλι του Κώστα Γαβρά προτείνεται για το BAFTA μουσικής. Η προσωπική μας αδυναμία πάντως είναι η μουσική που έγραψε για το «Σέρπικο» την επόμενη χρονιά. Μπορεί η υφήλιος να έχει ταυτίσει το πρότυπο του νεοέλληνα με τον κουτοπόνηρο καταφερτζή Ζορμπά που χορεύει συρτάκι αλλά το μουσικό θέμα στην αστυνομική αντιεξουσιαστική ταινία του Σίντνεϊ Λιούμετ με πρωταγωνιστή τον Αλ Πάτσίνο είναι ένα έργο μνημειώδες και αγέραστο.

Στο έργο αυτό ο κινηματογραφικός συνθέτης Θεοδωράκης επιτυγχάνει το τέλειο όσον αφορά στην σύζευξη των ελασσόνων και μειζόνων κλιμάκων, με ομαλή ενσωμάτωση του ήχου του μπουζουκιού σε μια μοντέρνα και τζαζ διάσταση, χαρίζοντας στην ιστορία του ασυμβίβαστου ήρωα την χαρμολύπη μιας γεμάτης ζωής. Μιας ζωής που δεν ματαιώνεται από την αρνητική κατάληξη των πραγμάτων αλλά αποθεώνεται διαρκώς χάρη στην περήφανη και ασυμβίβαστη στάση της. Ότι ακριβώς συμβαίνει δηλαδή και με την δική του ζωή.

Δύο χρόνια μετά, ο Θεοδωράκης θα προσθέσει στο σάουντρακ του «Σέρπικο» τους περίφημους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη και θα το εντάξει ως «Δρόμοι παλιοί» στον δίσκο «Μπαλάντες» με την αξεπέραστη ερμηνεία της Μαργαρίτας Ζορμπαλά.