Ο Ένκε Φεζολλάρι στο Documento: «Αλίμονο αν καταλήξουμε να καίμε Γκόρκι, Τσέχωφ και Ντοστογιέφσκι στην Ομόνοια»

Ο Ένκε Φεζολλάρι μεταφέρει στη σκηνή το βραβευμένο μυθιστόρημα της Ornela Vorpsi «Η Χώρα που ποτέ δεν πεθαίνεις» το οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο θέατρο Σταθμός. Με αυτή την αφορμή μιλάει στο Documento για την πατριαρχική δομή της Αλβανίας, τα έθιμα και τις παραδόσεις των Βαλκανίων, το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, τη βίαιη κρατική διαχείριση της πανδημίας, αλλά και τον πόλεμο στην Ουκρανία. «Θυμάμαι ως έφηβος τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και ως παιδί την κατάρρευση του καθεστώτος, τον ξεριζωμό μας εδώ, τον πόλεμο της Συρίας και του Ιράκ, τις γενοκτονίες στη Ρουάντα. Τώρα βλέπουμε έναν πόλεμο σε ζωντανή σύνδεση σε έναν κόσμο που κυβερνούν ηγέτες – κλόουν», λέει χαρακτηριστικά. 

 

Το έργο είναι ένα μανιφέστο ενάντια στην πατριαρχική δομή της Αλβανίας. Σε ποιο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο εντάσσεται και με ποιον τρόπο περιγράφει τις κοινωνικές ανισότητες, την ανελευθερία, τη δίψα για ζωή αυτών των γυναικών;

 

Το πλαίσιο είναι η Αλβανία στο καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, ουσιαστικά το κομμουνιστικό καθεστώς ή μάλλον το ολοκληρωτικό που επέβαλε ο Χότζα και η σοσιαλιστική Αλβανία. Eίναι ο χώρος που γεννιέται η ιστορία της Ορνέλας (στη δεκαετία του 70’) και φθάνει ως την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Η κοινωνία που διαμόρφωσε και γαλούχησε ο Χότζα έχοντας πρόσχημα την κομμουνιστική ιδέα και εν γένει την αριστερή -διαστρεβλωμένη όμως – ιδεολογία κατάφερε να επιβάλει στην Αλβανία κάτι πρωτόγνωρο για την ανθρωπότητα. Πέραν της αθεΐας και άλλων νόμων που επέβαλε η χώρα έζησε έναν εγκλεισμό μιας και ο ηγέτης της έκοψε κάθε είδους επαφή με τις χώρες του μπλοκ – ακόμα και η συνεργασία με την Κίνα απέτυχε – οδηγώντας την όχι μόνο σε κατάρρευση αλλά και σε μια άλλη πραγματικότητα με πρόσχημα ότι όλοι θέλουν να έρθουν στην ιδανική πολιτεία και να την κατακτήσουν. Ο αλβανικός λαός υπέστη όλη την βαρβαρότητα και την ανελευθερία στο όνομα του Στάλιν και στο όνομα των λαϊκών ηρώων. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο η Αλβανία προσπάθησε να σταθεί όρθια όμως η εξωτερική αλλά και η εσωτερική πολιτική είχε προβλήματα. Έγιναν προσπάθειες να σταθεί όρθιος ένας τσακισμένος λαός από τον πόλεμο αλλά και να χτιστεί ένα κράτος με τις απαραίτητες δομές. Η πολιτική του Χότζα καταπολέμησε τον αναλφαβητισμό, προσπάθησε να πολεμήσει τις ταξικές αντιθέσεις και τη θέση της γυναίκας αλλά από την άλλη κυριαρχούσαν όλες οι παλιές νοοτροπίες,  τα έθιμα και η παράδοση που είναι ποτισμένη στο αίμα των λαών των Βαλκανίων.

 

Η προπαγάνδα, η λογοκρισία, η ελεγχόμενη ζωή από το κόμμα ήταν μια νέα πραγματικότητα και στο βάθος στρατόπεδα αναμόρφωσης  πολιτών και εκτελέσεις. Στο έργο αναφέρεται η ιστορία της Ορνέλας αλλά και άλλες ιστορίες γυναικών, όπως για παράδειγμα της Γκανιμέτε, υπαρκτό πρόσωπο στα Τίρανα που με την μάνα της κρεμάστηκαν διότι ήταν πολιτικοί κρατούμενοι με το πρόσχημα ότι μάνα και κόρη ήταν ελευθέρων ηθών. Οι ιστορίες κοριτσιών που αυτοκτονούσαν στην τεχνητή λίμνη των Τιράνων επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν έκτρωση, η γιαγιά που δεν μπορεί να θάψει τον γιό της επειδή το κόμμα τον εκτέλεσε διότι ερωτεύτηκε μια Γιουγκοσλάβα … Μιλάμε για πραγματικές ιστορίες και γεγονότα. Η Ορνέλα μεγαλώνει σε ένα κόσμο όπου κυριαρχούν προκαταλήψεις περί γυναικών, σε έναν κόσμο που οι άνδρες θεωρούν τις όμορφες κοπέλες τσούλες, σε ένα σπίτι που ο πατέρας δέρνει τη μάνα, αργότερα ο πατέρας της θα φυλακιστεί, σε μια γειτονιά που οι άνδρες πειράζουν τα κορίτσια και ρωτούν για την παρθενιά τους. Σε έναν κόσμο κάτω από το βλέμμα του Πατέρα Χότζα και των λαϊκών κομμουνιστικών ιδεών που ποτέ δεν εφαρμόστηκαν. Ζει στιγματισμένη σε μια κοινωνία που την ρωτά αν είναι παρθένα και στο σχολείο δέχεται βία από τη δασκάλα της που θέλει να την διαποτίσει με τις Ιδέες του κόμματος διότι είναι κόρη πολιτικού κρατούμενου.

 

-Ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την ενηλικίωση ενός κοριτσιού εγκλωβισμένου σε κανόνες, σε οροπέδια κοινωνικοπολιτικά, σε μια χώρα που ποτέ δεν πεθαίνει. Ποια είναι αυτή η χώρα; 

 

Η Αλβανία δεν είχε επαφή τις άλλες χώρες, ο λαός πίστευε ότι ήταν αθάνατος, ότι είμαστε μια ευτυχισμένη χώρα που δεν υφίσταται ανταγωνισμό στο εσωτερικό της, που εξάλειψε την ταξική πάλη, που δεν υπάρχει εγκληματικότητα και φτώχεια, πιστεύαμε και εγώ ως παιδί ότι ζούμε στον παράδεισο…ότι η σπονδυλική μας στήλη είναι από σίδερο, ότι το βλέμμα μας σκληρό και αγέρωχο, ότι είμαστε ένας λαός που λυγίζει όσο χρειάζεται αλλά δεν σπάει, ότι η μοναδικότητα μας είναι δώρο από την φύση, ότι το κόμμα θέλει μόνο το καλό μας και ότι η αγάπη και η γαλήνη είναι μοναδικό προνόμιο του λαού. Από τις ταινίες και τα τραγούδια που άκουγες υμνούσαν τον άνθρωπο, τον εργάτη, μιλούσαν για τις δυσκολίες που πάντα κατορθώνουν οι άνθρωποι να ξεπεράσουν, για την ευτυχία. Όταν αυτό κατέρρευσε βγήκε στην επιφάνεια όλη η πραγματικότητα, το πόσο φτωχοί ήταν οι άνθρωποι, η κοινωνική ανισότητα, ενώ τα στελέχη του κόμματος ζούσαν σε παλάτια. Σκληρό αλλά πραγματικό. Η στέρηση θεωρώ ήταν αυτό που πάθαμε. Από την άλλη η αγροτιά πλήρωσε το μεγάλο  τίμημα, οι κοπερατίβες απέτυχαν παταγωδώς, όλη η Αλβανία δούλευε για την πρωτεύουσα  με αποτέλεσμα οι χωρικοί να τρώνε καλαμποκάλευρο.

 

– Με ποιον τρόπο η παράσταση σκιαγραφεί και περιγράφει τα Βαλκάνια και ποιες είναι οι συνδέσεις με τη σημερινή εποχή; Πώς προσεγγίζει το βίωμα του ξεριζωμού και της μετανάστευσης; 

 

Με ενδιέφερε προσωπικά να γνωρίσουν οι θεατές τη δική μου πατρίδα, τη χώρα που γεννήθηκα. Τα χρώματα και οι ήχοι της παράστασης είναι Αλβανικοί και πέραν της γλώσσας που ακούγεται συχνά έχουμε θα λέγαμε κατά κάποιο τρόπο ένα γλωσσικό – διάλογο που ακροβατεί σε στιγμές ανάμεσα στα ελληνικά και τα αλβανικά. Η παράσταση εμπεριέχει όλη την αλβανική κουλτούρα και έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Μέσα από την αφήγηση ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την ιστορία, επίσης στην παράσταση παίζει και μια Αλβανή ηθοποιός η Βέφη Ρέδη που το κάνει ακόμα πιο document, η Αμαλία που κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο έμαθε αλβανικά, είδε και ήρθε σε επαφή με την κουλτούρα της Αλβανίας. Είναι σημαντικό που ο θεατής έρχεται στο Θέατρο Σταθμός όπου κοντά είναι τα αλβανικά λεωφορεία που αναχωρούν κάθε μέρα, δηλαδή ακόμα και ο τόπος που παίζεται η παράσταση είναι στην καρδιά της Αλβανίας θα έλεγα αλληγορικά, για την ακρίβεια σε ένα τράνζιτ χώρο, χώρο επιστροφής και αναχώρησης. Άρα και το εξωτερικό πλαίσιο έχει την μετανάστευση. Στην τελευταία σκηνή του έργου η ηρωίδα δραπετεύει στη Δύση. Εκεί λοιπόν στον επίλογο εισβάλλει ο πρόσφυγας και ο μετανάστης. Στην παράσταση παίζει ένας άνθρωπος που ήρθε στη Ελλάδα και μέσα σε δύο λεπτά γίνεται μια πραγματική αναφορά στη δική της ιστορία, της ηθοποιού από το Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας, Βέφη Ρέδη.

 

– Το ανέβασμα της παράστασης συμπίπτει χρονικά με τις δύο μεγάλες δίκες για το #MeToo αλλά και τις δεκάδες γυναικοκτονίες. Ποιες είναι οι δικές σας σκέψεις; 

 

Κατά τη διάρκεια και των προβών και των παραστάσεων μας επηρέαζαν όλα αυτά, λέγαμε συνέχεια για την τέχνη και τη ζωή και το πως το ένα εισβάλλει στο άλλο…Ε ίμαι λίγο απαισιόδοξος ως προς την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, πρέπει να σταθούμε δίπλα στα θύματα που βρήκαν κουράγιο και μίλησαν, να συμβάλλουμε στον αγώνα της οικογένειας  του Ζακ και της Τοπαλούδη, είναι σοκαριστικές στιγμές, πιστεύω ότι η δικαιοσύνη είναι μια θεμελιώδης αρχή και πρέπει να γίνει σοβαρότερη και πιο σχολαστική δουλειά. Πρέπει να βγαίνουν στο φως όλα αυτά διότι η κοινωνία μόνο έτσι μπορεί να μετατοπιστεί. Στο θέατρο σίγουρα έχουν αρχίσει να γίνονται κάποια βήματα αλλά το σύστημα για να αλλάξει πρέπει να κοπεί από την ρίζα του. Οι παθογένειες και οι προκαταλήψεις καθώς και ο φασισμός δύσκολα πολεμούνται. Πιστεύω στην ατομική πρώτα καλλιέργεια και επανάσταση και μετά στο συλλογικό, από το εγώ στο εμείς, αλλά αυτό απαιτεί συνείδηση του πολίτη καθώς και παιδεία σε ένα τόσο βίαιο κόσμο τσακισμένο από μνημόνια, πανδημία και αυταρχικές πολιτικές με δημοκρατικούς μανδύες. Δεν ξέρω αν το μέλλον έχει ξηρασία αλλά πρέπει να κουβαλάμε νερό όσο μπορούμε στην πλάτη μας, να μην υποκύπτουμε στα trends και στην trash -κουλτούρα που μας περιβάλλει , ώρες ώρες η αρένα θέλει θηράματα και αυτό είναι που δεν πρέπει να της επιτρέψουμε, να βρούμε θάρρος και να κοιτάξουμε το τέρας στα μάτια, όπως το σύμβολο-μάνα όλων μας  για μένα:  Μάγδα Φύσσα που βρήκε την δύναμη ψυχής να τα βάλει με τους φασίστες. Σε μια αντιηρωική εποχή να ορθώσουμε το είναι μας. Αυτό!

 

Συμφωνείτε με την απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού να ακυρώσει τις καλλιτεχνικές συμπράξεις με τη Ρωσία; Τι πιστεύετε για τον πόλεμο στην Ουκρανία; 

 

Θυμάμαι ως έφηβος τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και ως παιδί την κατάρρευση του καθεστώτος, τον ξεριζωμό μας εδώ, τον πόλεμο της Συρίας και του Ιράκ, τις γενοκτονίες στη Ρουάντα… Τώρα βλέπουμε έναν πόλεμο σε ζωντανή σύνδεση σε έναν κόσμο που κυβερνούν ηγέτες-κλόουν. Με πρόσχημα την πανδημία μας επέβαλαν σκληρά μέτρα και όλη η διαχείριση έγινε με ολοκληρωτική βία σε αρκετά κράτη. Γίναμε πειραματόζωα, μετανάστες, πρόσφυγες, είναι θλιβερό πράγμα να γυρίζουμε πίσω, από την άλλη στηρίζω τις ελευθερίες των λαών, σε καμία περίπτωση δεν επικροτώ την εισβολή του Πούτιν, πρέπει και εύχομαι να σταματήσει αυτός ο πόλεμος. Την ίδια στιγμή μένω άναυδος με το ΝΑΤΟ, την Ε.Ε και την Αμερική, τώρα ζούμε έναν παραλογισμό και νιώθω σαν  να παίζεται ένα πιο χοντρό και επικίνδυνο παιχνίδι σφαγής στο οποίο θύματα θα είμαστε εμείς… Δεν νοείται ξανά αλλαγή συνόρων, θα έχουμε ντόμινο και αυτό με τρομάζει. Ο νους και η καρδιά στην Ουκρανία και στον λαό της, καθώς και στους Ρώσους που δεν θέλουν αυτόν τον πόλεμο. Οι λαοί αυτοί ζούσαν ειρηνικά για πολλά χρόνια, απλά τώρα γίνονται πιόνια και πληρώνουν τις τρέλες και τα επικίνδυνα παιχνίδια των ηγετών τους. Σε ότι αφορά το πολιτιστικό  εμπάργκο το θεωρώ ντροπή, η τέχνη πρέπει να ενώνει, ήταν μεγάλο σφάλμα, το να διακόπτεις είναι σαν να λογοκρίνεις. Με έναυσμα την μάχη απέναντι στον όποιο φασισμό δεν επιλέγεις φασιστικές μεθόδους ….αλίμονο αν καταλήξουμε να καίμε Γκόρκι ,Τσέχωφ και Ντοστογιέφσκι στην Ομόνοια.

 

INFO:

 

Η Χώρα που Ποτέ δεν Πεθαίνει 

 

Τετάρτη, Πέμπτη 21.00

 

Θέατρο Σταθμός, Βίκτωρος Ουγκώ 55, Αθήνα (μετρό Μεταξουργείο)

 

Ετικέτες