Ο Έλον Μάσκ… πολιτεύεται

Ο Έλον Μάσκ… πολιτεύεται

Επειτα από ένα παραλίγο δικαστικό θρίλερ που εξελίχθηκε σε ιλαροτραγωδία ο εκκεντρικός πολυδισεκατομμυριούχος Ελον Μασκ αγόρασε το Twitter. Οι αλλαγές που έφερε ο… απολιτίκ οπαδός της ελευθερίας της έκφρασης της ακροδεξιάς ρητορικής κάνουν σχεδόν αμέσως κακή εντύπωση σε εκατομμύρια χρήστες. Ωστόσο η τελευταία αυτή εξέλιξη δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Οι υπερβολικά πλούσιοι της Δύσης –και όχι μόνο– έχουν εδώ και καιρό ξεκινήσει μια εκστρατεία αγοράς της έξωθεν καλής μαρτυρίας αποκτώντας μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί αν δεν ζούσαμε σε εποχές ακραίας εισοδηματικής ανισότητας και συσσώρευσης πολιτικής επιρροής σε λίγα χέρια.

Οπως στον μεσοπόλεμο

Αν και η εποχή μας διαφημίζεται ως η καλύτερη από άποψη ευμάρειας, η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική. Σύμφωνα με έρευνα των καθηγητών Οικονομικών Τομά Πικετί, Εμανουέλ Σαέζ και Γκαμπριέλ Ζουκμάν, που έχουν κάνει εκτεταμένες μελέτες για την ανισότητα του πλούτου οι οποίες είναι ελεύθερα προσβάσιμες στον ιστότοπο της World Inequality Database (wid. world), η ανισότητα του πλούτου στην εποχή μας είναι συγκρίσιμη με εκείνη των ημερών πριν από το μεγάλο κραχ του 1929.

Aπό τα γραφήματα που παραθέτονται στην ιστοσελίδα βγαίνουν τα εξής συμπεράσματα: ο προσωπικός καθαρός πλούτος του κορυφαίου οικονομικά 1% της κοινωνίας ως μερίδιο του συνολικού πλούτου κορυφώθηκε τα έτη πριν από το κραχ του 1929, ενώ έπεσε ύστερα από αυτό. Συνέχισε να πέφτει και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρέμεινε χαμηλά τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Αυτή η περίοδος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η χρυσή εποχή των μεγάλων εργατικών κατακτήσεων και της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους. Από τη δεκαετία, όμως, του 1980 κι έπειτα, μετά την επικράτηση του ακραιφνούς νεοφιλελευθερισμού σε μια σειρά από χώρες με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ και τη Βρετανία του Ρόναλντ Ρίγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ αντίστοιχα, ο πλούτος του 1% άρχισε να παίρνει τα πάνω του. Ενδεικτικά, τα επίπεδα πλούτου στις ΗΠΑ το 2021 επανήλθαν σε εκείνα λίγο πριν από το κραχ του ’29.

Εξαγορά της κοινής γνώμης

Η αγορά ενός μεγάλου Μέσου για την απόκτηση ενός ακόμη μοχλού πίεσης από έναν υπερπλούσιο δεν αποτελεί πρωτοτυπία του Ελον Μασκ. Εδώ και καιρό άνθρωποι παρόμοιας οικονομικής επιφάνειας έχουν επιτύχει να αποκτήσουν μεγάλα ΜΜΕ, ώστε να έχουν μια επιπλέον διέξοδο στη δημόσια σφαίρα σε περίπτωση που χρειαστεί να τραβήξουν την κοινή γνώμη προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center, πάνω από τους μισούς Αμερικανοί έχουν ουδέτερη γνώμη για τους δισεκατομμυριούχους, ενώ ένα 15% πιστεύει ότι είναι κάτι θετικό για τη χώρα.

Τα νούμερα ζαλίζουν: ο δεύτερος πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο, πίσω από τον Ελον Μασκ των 252 δισ. δολαρίων, ο Τζεφ Μπέζος των 169 δισ. δολ., αγόρασε το 2013 για 250 εκατ. δολ. την ιστορική εφημερίδα «Washington Post». Σε συνέντευξή του το 2018 ο Μπέζος ισχυρίστηκε ότι κατέληξε στην απόφασή του αυτή ύστερα από ψυχική ενδοσκόπηση!

Ενας ακόμη βαθύπλουτος που έχει στην ιδιοκτησία του σειρά Μέσων –μεταξύ των οποίων τη «Wall Street Journal», τη «New York Post» και τους «Times» του Λονδίνου– είναι ο Ρούπερτ Μέρντοκ, ίσως ο τελευταίος από τους κλασικούς μεγιστάνες του Τύπου και ο πιο ειλικρινής της συνομοταξίας του, αφού στην πάλη των τάξεων έχει παραδεχτεί ότι η δική του τάξη είναι αυτή που κερδίζει. Η λίστα είναι μακρύτερη από ό,τι θα νόμιζε κανείς, με τους Μαρκ Ζάκερμπεργκ (Facebook), την οικογένεια Ανιέλι («Economist») και τον Πατρίκ Ντραΐ («Libération») να φιγουράρουν σε αυτή.

Επιρροή στην πολιτική

Οπως είναι εύκολα κατανοητό, η οικονομική δύναμη φέρνει και πολιτική επιρροή. Οι πολιτικοί επιστήμονες Λακόμπ, Σίραϊτ και Πέιτζ σε έρευνά τους για το πώς επηρεάζουν οι υπερπλούσιοι την πολιτική βρήκαν μια περίεργη ασυνέπεια ανάμεσα στον δημόσιο λόγο τους και την ατζέντα την οποία προωθούσαν. Σε ζητήματα όπως η ασφάλιση, οι συντάξεις, η μετανάστευση και τα συλλογικά εργατικά δικαιώματα οι υπερπλούσιοι ήταν φειδωλοί στις δηλώσεις τους, αφού δεν είχαν την ίδια άποψη με τους περισσότερους Αμερικανούς. Παράλληλα, όμως, κυρίως σε τοπικό επίπεδο, προσπαθούσαν να επηρεάσουν τις θέσεις των πολιτειών πάνω σε αυτά τα ζητήματα προς όφελός τους, σε αυτό που οι παραπάνω επιστήμονες ονόμασαν άσκηση «αφανούς πολιτικής» (stealthy politics).

Ετικέτες

Documento Newsletter