Ο κοινωνιολόγος Δημήτρης Γ. Υφαντής μιλάει για τον λογοτέχνη της γενιάς του ’30 που διώχθηκε μανιωδώς.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Γιώργης Ζάρκος, ένας από τους πιο τολµηρούς λογοτέχνες της γενιάς του, κλείστηκε στο δηµόσιο ψυχιατρείο επειδή έσπασε κατ’ επανάληψη τις βιτρίνες του εκδοτικού οίκου Πυρσός. Η περιπέτειά του απασχόλησε τον Τύπο της εποχής και στάθηκε η αφορµή να αποκαλυφθούν οι διασυνδέσεις µεταξύ πολιτικής, ∆ικαιοσύνης, Γενικής Ασφάλειας και ∆ηµόσιου Ψυχιατρείου Αθηνών, αλλά και οι συνθήκες διαβίωσης των τροφίµων του ιδρύµατος µε στοιχεία που κατέγραψε αργότερα στα βιβλία του. Η υπόθεση του Ζάρκου έρχεται ξανά σήµερα στο φως από τον κοινωνιολόγο και επιστηµονικό υπεύθυνο του τµήµατος Ερευνας και Εκπαίδευσης της Μονάδας Απεξάρτησης 18 Ανω ∆ηµήτρη Γ. Υφαντή µέσω του βιβλίου «Αυτός που έσπασε τις βιτρίνες – Γιώργης Ζάρκος: 54 ηµέρες εγκλεισµού στο ∆ηµόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών» (Εκδόσεις Αγρα).
Στη συζήτηση που είχαµε µε τον ∆. Γ. Υφαντή εξηγεί ότι ήρθε σε επαφή µε την ιστορία του Ζάρκου κατά την έρευνα που έκανε στα αρχεία του ∆ηµόσιου Ψυχιατρείου Αθηνών για το προηγούµενο βιβλίο του «Τοξικοµανία δι’ ηρωίνης. Η χρήση ουσιών στην Ελλάδα του µεσοπολέµου» (Εκδόσεις Άγρα). «Ψάχνοντας τότε τους λογοτέχνες, όπως σαφέστατα τους τραγουδοποιούς και τους µουσικούς που αναφέρονται στον µεσοπόλεµο και στις ουσίες, έφτασα στον Ζάρκο ο οποίος στα δύο βιβλία που είχε γράψει για το ψυχιατρείο, τα “Ζωντανά πτώµατα” και την “Τρέλα σ’ όλα τα στάδια”, παρουσιάζει µεταξύ άλλων στοιχεία σε σχέση µε τους τοξικοµανείς µες στο ψυχιατρείο. Έψαξα για τα ονόµατα που καταγράφει και τα βρήκα όλα στα µητρώα και στους φακέλους, που σηµαίνει ότι υπήρχε τεκµηρίωση για όσα έγραφε, δεν τα επινόησε».
Μια ενοχλητική πένα
Ο Ζάρκος ήδη από τη δεκαετία του 1920, ενταγµένος στο Κοµµουνιστικό Κόµµα και µέλος λογοτεχνικών κύκλων, κατήγγειλε τη διαφθορά του πολιτικού, ακαδηµαϊκού και λογοτεχνικού κατεστηµένου και ήρθε αντιµέτωπος µε πρόσωπα όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, οι κριτικοί Αλκης Θρύλος, Πέτρος Χάρης και Ανδρέας Ζευγάς, ο αρχηγός της Γενικής Ασφάλειας Αριστοτέλης Κουτσουµάρης και ο πρώην υπουργός ∆ικαιοσύνης Νικόλαος Αβραάµ. Η περιπέτειά του ξεκίνησε στα τέλη του 1928 όταν έστειλε ένα διήγηµά του προς δηµοσίευση στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» των Εκδόσεων Πυρσός, στην οποία υπεύθυνος της φιλολογικής ύλης ήταν ο Κωστής Παλαµάς. Το έντυπο δηµοσίευσε το διήγηµα µε το όνοµα Μητσοτάκης. Με επιστολή του προς τον Παλαµά ζητούσε την επιστροφή του χειρογράφου του. Όταν πέρασε κάποιο διάστηµα κατά το οποίο δεν έλαβε απάντηση έστειλε και δεύτερη –αυτήν τη φορά υβριστική– επιστολή µετά την οποία παρενέβη ο γενικός γραµµατέας της Ακαδηµίας Αθηνών Αιγινήτης που µε τη σειρά του απευθύνθηκε στη Γενική Ασφάλεια ζητώντας να συνετίσουν τον Ζάρκο.
Ύστερα από διάφορες επιστολές – καταγγελίες εκ µέρους του συγγραφέα και µηνύσεις εκ µέρους του εκδοτικού οίκου, που συνοδεύονταν από κρατήσεις, συλλήψεις και ανακρίσεις, ο Ζάρκος κατέληξε να σπάσει τρεις φορές τις βιτρίνες του Πυρσού. Σχετικά µε τη σιωπή του Παλαµά ο ∆. Γ. Υφαντής λέει: «Από την έρευνα που έκανα δεν βρήκα να υπάρχει κάποια αντίδραση στις επιστολές του Ζάρκου, παρά µόνο η παρέµβαση του Αιγινήτη. Το πιο πιθανό είναι ότι παρότι ο Παλαµάς φαινόταν στα χαρτιά ότι ήταν ο υπεύθυνος του λογοτεχνικού ενθέτου της “Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας” δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα».
Τον Αύγουστο του 1932 έπειτα από φυλάκισή του για νέο σπάσιµο της βιτρίνας του Πυρσού αλλά και για τον λίβελο που δηµοσίευσε για τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Κουτσουµάρη µε τίτλο «Μια σιµορία κακοπιί µε αρχιγό τον Κουτσουµάρι – Μιστικί Αστινοµία τις Αθίνας» (είχε υιοθετήσει τη φωνητική γραφή) οδηγήθηκε στο ∆ηµόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών, όπου κρατήθηκε για 54 µέρες. Λίγο καιρό µετά εξέδωσε το βιβλίο του «Η τρέλα σ’ όλα τα στάδια» στο οποίο περιγράφει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των τροφίµων του ιδρύµατος. Τον Ιούλιο του 1933 συνελήφθη ξανά χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες και οδηγήθηκε εκ νέου στο ψυχιατρείο. «Στον δεύτερο εγκλεισµό, που ήταν παράτυπος όπως και ο πρώτος, στήριξαν τον Ζάρκο οι δηµοσιογράφοι. Ωστόσο, ασκούνταν τέτοιες πιέσεις ώστε µια σειρά εφηµερίδων που έγραφαν για εκείνον να φτάνουν στο πρακτορείο αλλά να µη διανέµονται. Κάποιοι δηµοσιογράφοι είχαν πει ότι θα έγραφαν και το έκαναν, αλλά οι αρχισυντάκτες ή οι ιδιοκτήτες λογόκριναν τα άρθρα και δεν δηµοσιεύτηκαν ποτέ. Υπήρξαν πολλές πιέσεις διάφορων ειδών για να αποσιωπηθεί το θέµα» λέει ο κ. Υφαντής.
Ο λόγος αφορά µάλλον τη δηµοσίευση ενός λιβέλου που εξέδωσε το 1932 ο Ζάρκος σε σχέση µε τον πρώην υπουργό ∆ικαιοσύνης Νίκο Αβραάµ µε τίτλο «Αν ο άλοτε ιπουργός δικεοσίνις Αβραάµ πλακόνετε – ∆ολοφονικά δίκασαν δέκα χρόνια τον Μαρµαρέλι» (ο Μαρµαρέλης ήταν ο αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη»). «Ήταν πολύ σηµαντικό το δηµοσίευµα της εφηµερίδας “Πρωία” που ούτε λίγο ούτε πολύ λέει τι είχε συµβεί. Πιθανότατα ο πρώην υπουργός ∆ικαιοσύνης είχε ενοχληθεί από τον λίβελο που έγραψε ο Ζάρκος. Στον τίτλο του λιβέλου υπάρχει η λέξη “πλακώνεται”. Η λέξη αυτή τότε και για πολλά χρόνια µετά υπονοούσε την οµοφυλοφιλία, θα µπορούσε ωστόσο να έχει γραφτεί και µε την έννοια που το χρησιµοποιούµε σήµερα. Αυτός ο λίβελος πάντως πιστεύω ότι έκανε εκδότες, υπουργό, Ακαδηµία και ψυχιατρείο να µπλεχτούν σε ένα κουβάρι µε στόχο να κλείσουν στο ψυχιατρείο τον Ζάρκο» λέει ο ∆. Γ. Υφαντής. Εξηγεί δε ότι µιλάµε για πολύ δύσκολη εποχή κοινωνικά. Ξεφυλλίζοντας τις εφηµερίδες της εποχής διαβάζει κανείς συνεχώς για απεργίες, συλλήψεις, ξυλοδαρµούς, διαδηλώσεις και θανάτους διαδηλωτών, ενώ στην επικαιρότητα κυριαρχούσε µια µεγάλη δίκη µε κατηγορούµενους γύρω στους 15 γυναικολόγους – µαιευτήρες οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν µπολσεβίκοι που στείρωναν τις ασθενείς τους στην προσπάθειά τους να χτυπήσουν τον καπιταλισµό.
Οι συνθήκες στο ψυχιατρείο
Κάποια στιγµή η περιπέτεια του Ζάρκου µε το ψυχιατρείο τελείωσε – σύντοµα άρχισε εκείνη της εξορίας στην Ανάφη. Αυτό ωστόσο που µένει µέχρι σήµερα από τον εγκλεισµό του είναι η καταγραφή της εµπειρίας του µέσω της οποίας έκανε γνωστές τις συνθήκες διαβίωσης των εγκλείστων. Το ίδρυµα, το οποίο στην ουσία λειτουργούσε σαν αποθετήριο ανθρώπων που µε οποιονδήποτε τρόπο ξεχώριζαν από το σύνολο, δεν είχε καµία σχέση µε τη θεραπεία. Οι γιατροί επισκέπτονταν το ψυχιατρείο για λίγη ώρα το πρωί σχεδόν τυπικά και οι νοσοκόµοι στα χέρια των οποίων έµεναν οι ασθενείς ήταν πρώην νοσηλευόµενοι, συνήθως αγράµµατοι άνθρωποι οι οποίοι δεν γνώριζαν πώς να συµπεριφερθούν στους πάσχοντες, µια κατάσταση που είχε αφήσει κατάλοιπα µέχρι τη δεκαετία του 1980, στα µέσα της οποίας ξεκίνησε η αποασυλοποίηση και η ψυχιατρική µεταρρύθµιση.
«Το βασικό θέµα είναι ότι εκείνη την εποχή ιατρικοποιείται η κοινωνική και πολιτική ζωή και αυτό είναι το κοινό σηµείο µε σήµερα. Και ξέρετε, µε την ιατρικοποίηση βρισκόµαστε πολύ κοντά στην ποινικοποίηση. Είτε δηλαδή θα πρέπει να αποδειχτεί ότι κάποιος πρέπει να κάνει θεραπεία και να πάρει αγωγή –αυτό κατά τον µεσοπόλεµο σήµαινε ηλεκτροσόκ, ζουρλοµανδύα και φάρµακα και σήµερα πολύ πιο “αποτελεσµατικά” φάρµακα– είτε, αν δεν αποδειχτεί ασθενής, θα ποινικοποιηθεί όλη του η στάση και η συµπεριφορά» εξηγεί ο ∆. Γ. Υφαντής.
Σηµειώνει τους κινδύνους που προκύπτουν από την ιατρικοποίηση της κοινωνικής ζωής στην εποχή µας. «Σύµφωνα µε την πέµπτη έκδοση του DSM, του Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών ∆ιαταραχών της Αµερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, όλοι µας ανεξαιρέτως πάσχουµε από κάτι και σε αυτό το παιχνίδι της ασθένειας φαίνεται να έχουν εµπλακεί και οι ψυχολόγοι. Με αυτό τον τρόπο είναι σαν να δίνει κανείς ένα αλυσοπρίονο σε κάποιον που δεν ξέρει πώς να το χειριστεί, µε αποτέλεσµα να κινδυνεύει και ο ίδιος και οι γύρω του. Μέσα από το DSM η επιστήµη χρησιµοποιείται σαν εργαλείο µε βάση την οικονοµία, από τη µια µε τις επιταγές των ασφαλιστικών εταιρειών και από την άλλη της φαρµακοβιοµηχανίας. Ταυτόχρονα φυσικά τίθεται και το εξίσου σοβαρό θέµα του ελέγχου».
INF0
Το βιβλίο «Αυτός που έσπασε τις βιτρίνες – Γιώργης Ζάρκος: 54 ημέρες εγκλεισμού στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα