Το έγκλημα τελέσθηκε από πρόθεση ή όχι; Για πρώτη φορά βρέθηκε μια (κάποια) απάντηση στον εγκέφαλο
Το πόσα χρόνια θα περάσει κανείς στη φυλακή για μία εγκληματική πράξη, εξαρτάται από το αν την έκανε από πρόθεση. Δεν θεωρείται το ίδιο αν κανείς σκοτώσει προμελετημένα και σκοπίμως με το αυτοκίνητό του μια οικογένεια, με το να το έχει κάνει λόγω υπερβολικής ταχύτητας και επικίνδυνης οδήγησης.
Πώς όμως μπορεί ένας δικαστής να ξέρει τι πραγματικά συμβαίνει στο κεφάλι ενός κατηγορούμενου; Τώρα, για πρώτη φορά, Αμερικανοί νευροεπιστήμονες πιστεύουν ότι βρήκαν ένα τρόπο να «διαβάζουν» τον εγκέφαλο και να δίνουν απάντηση αν το έγκλημα γίνεται από τον κατηγορούμενο με πλήρη επίγνωση των πράξεών του.
Στόχος των νευροεπιστημόνων είναι να βοηθήσουν, ώστε να γίνεται διάκριση των εγκλημάτων που οφείλονται σε απερίσκεπτη και ασυνείδητη συμπεριφορά, από εκείνα που γίνονται συνειδητά και με πρόθεση. Η νέα μελέτη βασίσθηκε σε πειράματα παρακολούθησης σε πραγματικό χρόνο του εγκεφάλου ανθρώπων που εμπλέκονταν σε εικονική παράνομη δραστηριότητα.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ερευνών Carilion του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια (Virginia Tech), με επικεφαλής τον νευροεπιστήμονα Ριντ Μόνταγκιου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), χρησιμοποίησαν την τεχνική της λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης (fMRI) για να καταγράψουν την εγκεφαλική δραστηριότητα 40 ατόμων 20 έως 40 ετών. Η μελέτη του εγκεφάλου γινόταν την ώρα που οι συμμετέχοντες προσομοίωναν σε οθόνη υπολογιστή την εισαγωγή ναρκωτικών ή λαθραίων αγαθών μέσω ενός εικονικού σημείου τελωνειακού ελέγχου στα σύνορα μιας χώρας.
Ανάλογα με το «σενάριο» του πειράματος, οι συμμετέχοντες άλλοτε ήξεραν ότι στη βαλίτσα τους μετέφεραν κάτι απαγορευμένο ή λαθραίο και άρα έκαναν παρανομία, ενώ άλλες φορές δεν ήσαν σίγουροι αν η βαλίτσα τους περιείχε κάτι παράνομο. Το πείραμα επαναλήφθηκε πολλές φορές με τα ίδια αποτελέσματα.
Διαπιστώθηκαν διακριτά «αποτυπώματα» εγκεφαλικής δραστηριότητας σε όσους είχαν επίγνωση της παρανομίας που διέπρατταν. Χρησιμοποιώντας στη συνέχεια αυτά τα αποτυπώματα των εγκεφαλικών απεικονίσεων, το ποσοστό επιτυχίας ενός υπολογιστή κυμαινόταν από 70% έως 80% στο να διακρίνει σωστά τους ανθρώπους που έκαναν μια εγκληματική πράξη με πλήρη επίγνωση.
‘Αλλοι επιστήμονες σχολίασαν ότι ο αριθμός των 40 συμμετεχόντων είναι μικρός και άλλοι ότι παραμένει άγνωστο κατά πόσο τα ευρήματα θα είναι τα ίδια σε πραγματικές και όχι εργαστηριακές συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, όλοι συμφωνούν ότι είναι ακόμη πολύ πρόωρο για να αξιοποιηθούν τέτοιες επιστημονικές έρευνες από το νομικό κόσμο, χωρίς όμως να αποκλείεται ότι αυτό θα συμβεί κάποια στιγμή στο μέλλον.
Βέβαια, όσο κι αν προχωρήσει η νευροεπιστήμη, μάλλον δεν θα μπορεί να λύσει ένα κεντρικό πρόβλημα: στον πραγματικό κόσμο κατά τη στιγμή της διάπραξης του οποιουδήποτε εγκλήματος, ο ένοχος δεν θα βρίσκεται ποτέ με τον εγκέφαλό του καλωδιωμένο σε ένα μηχάνημα, άρα τα όποια επιστημονικά συμπεράσματα θα προκύψουν εκ των υστέρων. Παρόλα αυτά, όλα δείχνουν ότι το αναδυόμενο νευρο-νομικό πεδίο, που «παντρεύει» τη νομική και τη νευροεπιστήμη, θα έχει μέλλον.