Και οι δύο χώρες ανήκουν στην κατηγορία των αναπτυσσόμενων οικονομιών, όμως τα επίσημα στοιχεία αλλά και η πραγματικότητα, η καθημερινότητα των πολιτών είναι εντελώς διαφορετικά. Στα δυτικά μέσα ενημέρωσης φιλοξενούνται ύμνοι για την ακραία νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική του προέδρου της Αργεντινής Χαβιέρ Μιλέι που έστησε τη διαλυμένη οικονομία στα πόδια της. Την ίδια στιγμή κάποιος θα διαβάσει πως το «οικονομικό θαύμα» της Κίνας, της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, όχι μόνο «θάμπωσε», αλλά σύντομα –αργά ή γρήγορα– θα καταλήξει σε αποτυχία.
Το ερώτημα είναι με ποια κριτήρια αξιολογούνται και οι δύο περιπτώσεις, γιατί στα ρεπορτάζ που δίνουν μια εικόνα για την πραγματικότητα των πολιτών η κατάσταση στην Αργεντινή είναι αβίωτη για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, ενώ στην Κίνα οι πολίτες μπορούν όχι μόνο να πληρώσουν ένα ταξίδι στην Ελλάδα ή να αγοράσουν ακίνητο εδώ, αλλά μπορούν και να ζήσουν το… αμερικανικό όνειρο στην κινεζική εκδοχή του.
Στην Αργεντινή του Μιλέι οι ανισότητες διευρύνθηκαν λόγω των άγριων περικοπών και της λιτότητας σε τέτοιο βαθμό που θα ζήλευε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), καθώς αυξήθηκε στο 57,4% το ποσοστό του πληθυσμού το οποίο ζει στο όριο της φτώχειας ή κάτω από αυτό. Επειδή τα ποσοστά σπάνια δίνουν την πραγματική εικόνα, το 57,4% αντιστοιχεί σε περίπου 27 εκατομμύρια πολίτες. Η βασική αιτία για την υποβάθμιση της διαβίωσής τους ήταν η απόφαση του Μιλέι να υποτιμήσει το πέσο, κάτι που –μαζί με άλλα μέτρα– στέρησε το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας από τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση σε βασικά αγαθά.
Η εικόνα, όπως περιγράφεται με πραγματικούς όρους και όχι με ποσοστά, είναι ότι έχουν γίνει περικοπές στις δημόσιες δαπάνες κατά περίπου ένα τρίτο και ειδικά στους τομείς της υγείας, της κοινωνικής ασφάλισης και της εκπαίδευσης. Η οικονομική πολιτική του Μιλέι έφερε πάνω από 30.000 απολύσεις δημόσιων υπαλλήλων, πάγωσε κι έκοψε μισθούς αλλά και συσσίτια, επιδόματα στήριξης για ρεύμα και άλλα βασικά αγαθά, μέχρι και τη βοήθεια για αγορά εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Τον αποθεώνουν
Την ίδια ώρα που οικογένειες ολόκληρες πλέον ψάχνουν στα σκουπίδια για να φάνε, σύμφωνα και με ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας «Guardian» από το Μπουένος Αϊρες, και που τα γκέτο των φτωχών, γνωστά ως «βίγιας μιζέρια», γεμίζουν με παιδιά που περιμένουν στην ουρά για πλαστικά τάπερ με φαγητό, το ΔΝΤ αλλά και τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αποθεώνουν τον Μιλέι για το γεγονός ότι το 2025 ο πληθωρισμός αναμένεται να πέσει στο… 45% από το 211% που ήταν το 2023. Με την πολιτική του αλυσοπρίονου που κράδαινε στις προεκλογικές ομιλίες του ο πρόεδρος της Αργεντινής κατάφερε να περιορίσει τον μηνιαίο πληθωρισμό από το 12,8% στο 2,4%, δηλαδή κατάφερε να περιορίσει τον ρυθμό αύξησης των τιμών, την ώρα που οι μισθοί περικόπτονται ή παγώνουν και το πέσο υποτιμάται. Πραγματικό θαύμα.
Οσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, η οικονομία της Αργεντινής συρρικνώθηκε το 2024 κατά -1,6% κι αυτό αποτελεί έναν από τους λόγους ανησυχίας για το μέλλον της, αφού πολλοί υποστηρίζουν ότι τα μέτρα του Μιλέι –για κάποιον λόγο τον παρουσιάζουν σαν αναρχοκαπιταλιστή, ενώ πρακτικά είναι απλώς νεοφιλελεύθερος– θα πλήξουν σφοδρά την οικονομική ανάπτυξη. Το 2023 η συρρίκνωση της οικονομίας της Αργεντινής ανερχόταν σε 3,5% του ΑΕΠ, ενώ η πρόβλεψη για το 2025 είναι ότι η ανάπτυξη θα φτάσει στο 5% του ΑΕΠ, εφόσον φυσικά επαληθευτεί η πρόβλεψη.
Δημιούργησε πλεόνασμα
Αυτό που του αναγνωρίζουν –προφανώς γιατί αυτό ενδιαφέρει και τους δανειστές της Αργεντινής– είναι ότι έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο τους πρώτους δέκα μήνες του 2024 άγγιξε τα 2 δισ. δολάρια (ήτοι, για να γίνει κατανοητή και η υποτίμηση του νομίσματος, 10,3 τρισ. πέσος). Οι δυτικοί οικονομολόγοι το θεωρούν αυτό «άθλο» του Μιλέι και παίρνει μυθικές διαστάσεις, με δεδομένο το γεγονός ότι το 2023 η οικονομία παρουσίαζε πρωτογενές έλλειμμα 6 δισ. δολαρίων (τότε 2,9 τρισ. πέσος).
Στο μεταξύ οι διεθνείς συνθήκες, η υπογραφή της συμφωνίας από την ΕΕ και τη Mercosur αλλά και η νίκη Τραμπ έχουν δώσει ώθηση στο πρόγραμμα Μιλέι και αναμένεται να «βοηθήσουν» τα οικονομικά μεγέθη της χώρας, ενισχύοντας παράλληλα το πέσο αλλά και τα ομόλογα και τις μετοχές. Αυτά βέβαια εκ των πραγμάτων δεν αφορούν το 57,4% του πληθυσμού που στενάζει από την ανέχεια ακόμη κι αν εργάζεται και φυσικά την ανεργία που έχει φτάσει στο περίπου 7% (σχετικά χαμηλή με βάση το πρόσφατο παρελθόν, αλλά και πάλι υψηλή).
Εκτιμήσεις ή ευσεβείς πόθοι;
Στον αντίποδα, η εικόνα που επικρατεί στη Δύση για την Κίνα είναι ότι η διακυβέρνηση του Σι Τζινπίνγκ φέρνει τη χώρα σε οικονομικό τέλμα και πως το κινεζικό οικονομικό θαύμα δεν πρόκειται ποτέ να πετύχει. Οι εκτιμήσεις αυτές διακινούνται παρά το γεγονός ότι τόσο τα επίσημα στοιχεία για την κινεζική οικονομία όσο και η καθημερινότητα των Κινέζων όχι μόνο δεν θυμίζουν σε καμία περίπτωση τα αντίστοιχα της Δύσης ως προς τη γενικότερη κατήφεια, αλλά αντίθετα παρουσιάζουν σταθερότητα και έντονα σημάδια βελτίωσης και «ανοίγματος». Είναι μεν αλήθεια ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας δεν ανταποκρίθηκε στις προβλέψεις, όμως σε ετήσια βάση η οικονομία της Κίνας αναπτύχθηκε με ρυθμό 5,2%. Η κυβέρνηση του προέδρου Σι πέτυχε αυτόν τον ρυθμό παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια την αγορά της Κίνας ταλαιπωρούσε –και ταλαιπωρεί αλλά σε μικρότερο βαθμό– μια τεράστια φούσκα ακινήτων, όπως αυτή εκφράστηκε και με την κατάρρευση του ομίλου real estate Evergrande, με χρέη που ξεπερνούν τα 300 δισ. δολάρια. Η διαχείριση της φούσκας, που έγινε με τρόπο ο οποίος μοιάζει με «ελεγχόμενη έκρηξη» –με τα κατάλληλα προγράμματα στήριξης–, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των τεχνολογικών εταιρειών της χώρας, τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού αλλά και τις επενδύσεις στο πλαίσιο του «αυτοκρατορικού» πρότζεκτ «Μια Ζώνη Ενας Δρόμος» (Belt and Road), δημιούργησε μια δυναμική που σταθεροποίησε την κατάσταση. Για τη Δύση η επούλωση των τραυμάτων από τη φούσκα θα χρειαζόταν πολύ περισσότερο χρόνο, όπως εκτιμούν οικονομικοί αναλυτές.
Ετσι, με τη λήξη του 14ου πενταετούς πλάνου της κινεζικής ηγεσίας, ο υπουργός Οικονομικών Λαν Φοάν την εβδομάδα των Χριστουγέννων παρουσίασε τους στόχους της κυβέρνησης για το 2025 στον τομέα του. Σύμφωνα με τον Φοάν, η Κίνα θα ακολουθήσει μια πιο ενεργητική δημοσιονομική πολιτική το επόμενο έτος, εστιάζοντας σε τομείς όπως η διαβίωση των πολιτών, η κατανάλωση, η απασχόληση, η εκπαίδευση και η φροντίδα των ηλικιωμένων. Σύμφωνα με όσα ανέφερε, στις πολιτικές αυτές θα περιλαμβάνονται η αύξηση του ποσοστού του δημοσιονομικού ελλείμματος, η αύξηση των δαπανών και η επιτάχυνση της εκταμίευσης των κονδυλίων. Οπως επίσης τόνισε ότι θα εκδοθούν κρατικά ομόλογα σε μεγαλύτερη κλίμακα για την παροχή μεγαλύτερης στήριξης για τη σταθεροποίηση της ανάπτυξης και τη βελτιστοποίηση της οικονομικής δομής της χώρας.
Κάλυψη βασικών αναγκών
Η πολιτική που παρουσίασε ο Φοάν εστιάζει επίσης στο να κατευνάσει τις ανησυχίες που εκφράζονται σχετικά με την ανεργία των νέων, αλλά και για το δημογραφικό πρόβλημα της Κίνας και τη γήρανση του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Φοάν, η αύξηση του ποσοστού του δημοσιονομικού ελλείμματος αποσκοπεί στην κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών και την προώθηση της ανάπτυξης, ενώ οι δημοσιονομικές επενδύσεις θα δώσουν προτεραιότητα σε τομείς όπως η απασχόληση, η εκπαίδευση και η φροντίδα των ηλικιωμένων. Ο υπουργός τόνισε ότι θα δοθεί ειδικό βάρος στη βελτίωση του δικτύου υπηρεσιών φροντίδας ηλικιωμένων σε επαρχίες, πόλεις και χωριά, καθώς και στην ενίσχυση των συστημάτων για την παροχή φροντίδας σε ανάπηρα άτομα – ένα πλαίσιο που μοιάζει με το δυτικό κοινωνικό κράτος. Στόχος, σύμφωνα με όσα έχουν ανακοινωθεί, είναι ο ρυθμός ανάπτυξης να παραμείνει κοντά στο 5%.
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι το Πεκίνο έχει ήδη ετοιμάσει το πεδίο για να μπορέσει να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν οι δασμοί τους οποίους κραδαίνει σαν δαμόκλεια σπάθη πάνω από την Κίνα ο εν αναμονή πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει και οι Ευρωπαίοι. Το γεγονός ότι η οικονομική πολιτική που έχει ανακοινωθεί εστιάζει περισσότερο στην τόνωση της εσωτερικής αγοράς με τεράστια πακέτα στήριξης, τα οποία μάλιστα θα δοθούν –αν καταφέρει η κυβέρνηση να εφαρμόσει σωστά το πρόγραμμά της– σε τοπικό επίπεδο και στοχευμένα, δεν σημαίνει ότι η Κίνα απομακρύνεται από το μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται στις εξαγωγές. Απλώς, κατά τα φαινόμενα, αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αυτό συμβαίνει, δημιουργώντας ένα δικό της «δίκτυο διακίνησης» μέσω του πρότζεκτ «Belt and Road» και των επενδύσεων σε λιμάνια και άλλους τρόπους μεταφοράς εμπορευμάτων.
Εχουν ήδη πάρει μέτρα για τους δασμούς του Τραμπ
Οι κινεζικές εταιρείες, οι οποίες σε γενικές γραμμές εξαιτίας του μεγέθους της οικονομίας είναι αρκετά «μεγάλες» ώστε να μην καταρρεύσουν εύκολα, παρά τους δασμούς των ΗΠΑ, έχουν επεξεργαστεί ήδη στρατηγικές ανάπτυξης εκτός συνόρων, τόσο μέσω εξαγωγών όσο και μέσω συνεργασιών (ιδίως σε τεχνολογικό επίπεδο) και επενδύσεων σε άλλες αγορές. Σύμφωνα με τους αναλυτές, το 2025 θα ξεκινήσει νέο κύμα διεθνών επενδύσεων από κινεζικές εταιρείες που θεωρούνται «κρυμμένα διαμάντια», με πρώτο στόχο να επικρατήσουν στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας και σε φιλικά προσκείμενες οικονομίες, όπως η Ταϊλάνδη, η Μαλαισία και η Ινδονησία. Οι εν λόγω χώρες ετοιμάζονται να δραστηριοποιηθούν, σε συνεργασία με κινεζικές εταιρείες, στην παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων αλλά και στον τομέα των ηλεκτρονικών πληρωμών.
Με βάση τα παραπάνω, είναι προφανές ότι το 2025 θα είναι μια χρονιά που θα επιτείνει τη σύγκρουση σε επίπεδο ανταγωνισμού όσον αφορά τις οικονομικές πολιτικές που προωθούν κυβερνήσεις όπως αυτή του Μιλέι ή του προστατευτισμού του Ντόναλντ Τραμπ και της κινεζικής συνταγής για την παγκοσμιοποίηση. Οποια οικονομία έχει σταθερή βάση θα αντισταθεί στους θυελλώδεις ανέμους των επιθέσεων και των ανταγωνισμών που επιφυλάσσει η νέα χρονιά.