Το 1964 ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ εικονοποίησε τις φοβίες των Αμερικανών για_x000D_
ένα πυρηνικό «σφάλμα» που θα αφάνιζε την ανθρωπότητα.
Καθώς ένα τέτοιο σενάριο ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τον Ψυχρό Πόλεμο, ο Αμερικανός σκηνοθέτης βρήκε το κατάλληλο υλικό για την ταινία «SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» στο μυθιστόρημα του Πίτερ Τζορτζ «Red Alert».
Η εποχή ήταν δύσκολη, η ισορροπία του τρόμου σε τεντωμένο σχοινί χωρίς προστατευτικό δίχτυ από κάτω (ήδη η Σοβιετική Ενωση από τη δεκαετία του 1950 έχει ολοκληρώσει την κατασκευή της δικής της βόμβας) και το μυαλό του μέσου Αμερικανού –όχι του μέσου ανθρώπου– πήγαινε στο χειρότερο. Η αμερικανική κυβέρνηση με την έκδοση και τη μαζική κυκλοφορία ειδικών εγχειρίδιων και ενημερωτικών προσπέκτους αναλαμβάνει να «προειδοποιήσει» τους πολίτες της για παν ενδεχόμενο.
Η ταινία
Παρότι η αρχική πρόθεση του Αμερικανού σκηνοθέτη ήταν ένα δράμα με στοιχεία θρίλερ, γρήγορα κατάλαβε ότι κάτι τέτοιο δεν λειτουργούσε. Πολλοί διάλογοι του φαίνονταν υπερβολικά σοβαροφανείς και στα όρια του γελοίου, οπότε αποφάσισε να αλλάξει κατεύθυνση. Επέλεξε λοιπόν τη σάτιρα (παρότι όλοι θεωρούσαν υπερβολικό ρίσκο τη διακωμώδηση ενός τόσο σοβαρού θέματος) και έβαλε στο κέντρο του πλάνου του έναν οργιώδη Πίτερ Σέλερς να υποδύεται τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες. Με τον ιδιόρρυθμο Βρετανό ηθοποιό είχαν συνεργαστεί αρμονικά έναν χρόνο νωρίτερα στη «Λολίτα», αλλά εδώ υπήρξαν προβλήματα.
Ο Σέλερς επρόκειτο αρχικά να παίξει και τέταρτο ρόλο, του επισμηναγού Κινγκ Κονγκ, αλλά την τελευταία στιγμή αρνήθηκε, γεγονός που έκανε έξω φρενών τον Κιούμπρικ. Στη συνέχεια όμως και προτού βρεθεί λύση ο Σέλερς έσπασε το πόδι του (υπάρχει η φήμη ότι το έκανε στα ψέματα) και αναγκαστικά έπρεπε να αναλάβει άλλος τον ρόλο. O Σλιμ Πίκενς που δοκιμάστηκε έπαιξε τον ρόλο σαν να επρόκειτο για δράμα. Ο Κιούμπρικ εσκεμμένα δεν τον ενημέρωσε για την αλλαγή του σεναρίου προς την κωμική κατεύθυνση και το αποτέλεσμα μάλλον δικαιώνει τον σκηνοθέτη, με την τελευταία σκηνή και τον ηθοποιό καβάλα στον πύραυλο να γράφει ιστορία.
Το ιστορικό πλαίσιο
Η εποχή όμως δεν σηκώνει –τουλάχιστον μέχρι την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες– πολλά αστεία. Ο πανικός και η αγωνία των Αμερικανών βρίσκονται καθημερινά στην πρώτη γραμμή. Κατασκευαστικές εταιρείες διαφημίζουν τα σπίτια του μέλλοντος με έμφαση στα υπόγεια κρησφύγετα που θα προσφέρουν τη δυνατότητα συνέχισης της ζωής στους τυχερούς πελάτες τους. Πράγματα της καθημερινότητας (όπως ένα τρανζιστοράκι ή μια καφετιέρα) αποκτούν επιπλέον αξία καθώς στην εκδοχή του μακάβριου σεναρίου θα αποτελέσουν ανεκτίμητα εργαλεία για τους χρήστες τους. Εταιρείες ηλεκτρονικών μηχανών, ιατρικών σκευασμάτων και ειδών πρώτης ανάγκης βρίσκουν νέες πλατφόρμες επικοινωνίας με τον καταναλωτή.
Ολα παρουσιάζονται με την αίσθηση του κατεπείγοντος ποντάροντας στην επαγγελματική ευσυνειδησία και την επιστημονική επιχειρηματολογία των ανθρώπων της αμερικανικής κυβέρνησης που θέλει τους πολίτες της πιο τρομοκρατημένους κι από νήπια στο τρενάκι του (κόκκινου) τρόμου. Οι συμβουλές προστασίας («πώς να γλιτώσετε από τη βόμβα», «καλύψτε τα μάτια σας», «αποθηκεύστε νερό, φακό και μπαταρίες», «προμηθευτείτε κονσέρβες και βιταμίνες» κ.λπ.), αντί να καθησυχάσουν τον αθώο πολίτη, τον πανικοβάλλουν περισσότερο.
Τα συμπεράσματα είναι τομή για την πορεία ολόκληρης της ανθρωπότητας (όχι μόνο της αμερικανικής…) και αποτελούν ακόμη και σήμερα ένα δείγμα της παράνοιας που μπορεί να κατασκευαστεί έχοντας ως κατακλείδα μια αγαπημένη προτροπή της κυβέρνησης των ΗΠΑ που περνά ακόμη και στα έντυπά της. «Μην πιστεύετε στα παραμύθια. Το περίφημο “happy end” είναι μόνο για κοριτσάκια σαν τη Σταχτοπούτα ή την Κοκκινοσκουφίτσα»!