O Δήμος Αβδελιώδης στο Documento: «Οι άνθρωποι κρύβουμε θαύματα μέσα μας»

Ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Δήμος Αβδελιώδης μάς μιλάει εκ βαθέων με αφορμή την πρεμιέρα της παράστασης «Ονειρο στο κύμα – Ερως Ηρως».

Αν έπρεπε με ελάχιστες λέξεις να περιγράψω τη συνάντησή μου με τον Δήμο Αβδελιώδη, σίγουρα θα εμπεριείχαν τις προσμονή και ευγένεια. Στη συνέχεια θα τοποθετούσα δίπλα τους και την ποίηση. Ισως να με επηρέασε ότι με υποδέχτηκε στο Studio Νewstar Art Cinema στα Κάτω Πατήσια, με ένα σχόλιο για τη βροχή που με αιφνιδίασε. Μπαίνοντας στο φουαγέ εμφανώς βρεγμένη, με ρώτησε αν χρειάζομαι μια πετσέτα για να σκουπιστώ και πως δεν θα μπορούσαμε να πετύχουμε καλύτερη συγκυρία συζήτησης από τη βροχή γιατί όταν βρέχει κανείς δεν μπορεί να πει ψέματα.

Μπορεί η συνέντευξη να προγραμματίστηκε με αφορμή την παράσταση «Ονειρο στο κύμα – Ερως Ηρως» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που θα κάνει πρεμιέρα στις 25 Νοεμβρίου, όμως στις τέσσερις ώρες διάρκειάς της πιάσαμε το νήμα από τα παιδικά του χρόνια στη Χίο, όπου τα μαστιχόδεντρα στα μάτια ενός παιδιού έμοιαζαν γίγαντες που φτάνουν στον ουρανό. Στη συνέχεια η Αθήνα, η Φιλοσοφική Σχολή και το θέατρο που ακόμη και σήμερα τον βοηθάει να ξεγελάει τη μοναξιά του, μιας και τα τελευταία χρόνια έχει επιλέξει να ζει περισσότερο σαν ασκητής. Ο λόγος στον Δήμο Αβδελιώδη:

Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό της Χίου στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Τελείωσα εκεί τις τάξεις του δημοτικού σχολειού και για να πάω στο εξατάξιο γυμνάσιο αναγκάστηκα να μετακομίσω στη χώρα. Ημουν πολύ λυπημένος γιατί έπρεπε να αποχωριστώ την οικογένειά μου. Οι γονείς μου δεν μπόρεσαν να έρθουν μαζί και ο πόνος μου ήταν μεγάλος. Μου έλειπε η μητέρα μου. Και ο πατέρας μου ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Τις τελευταίες ημέρες προτού φύγω έβλεπα εφιάλτες. Μη με ρωτήσεις αν θυμάμαι τι έβλεπα. Το μόνο που έχει μείνει στο μυαλό μου ήταν που παρακαλούσα να μην ξαναδώ κανένα όνειρο γιατί πεταγόμουν πάνω. Το πιστεύεις πως από τότε δεν ξαναείδα κανένα όνειρο; Μήτε τώρα βλέπω. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό μέσα μου αλλά δεν βλέπω όνειρα. Φτιάχνω όνειρα και τα διηγούμαι στους άλλους. Γι’ αυτό μου αρέσει και η βροχή. Θυμάμαι τον ήχο που έκανε όταν έπεφτε στις τσίγκινες οροφές και σαν να έσταζε μέσα μου η φωνή της μάνας μου. Μ’ έπαιρνε ο ύπνος και είχα τη φωνή της για παρηγοριά.

Πάντα γελούσαν

Πηγαίνοντας στο γυμνάσιο έμαθα και το θέατρο. Ημουν άριστος μαθητής και οι δάσκαλοι μου έδιναν ρόλους γιατί μάθαινα τα λόγια μου γρήγορα. Μόνο που ό,τι και να έκανα οι άλλοι γελούσαν. Δεν ξέρω τι έβλεπαν σε μένα αλλά προτού ανοίξω το στόμα μου έπεφταν κάτω από τα γέλια. Με μάλωνε ο δάσκαλος μήπως έκανα αστεία με το πρόσωπό μου, όμως εγώ ήμουν πολύ ντροπαλός για να κάνω το παραμικρό αστείο. Δεν μιλούσα. Εβγαινα με το κεφάλι κάτω. Θυμάμαι μου είχαν δώσει τον ρόλο ενός παιδιού που πήγαινε στο κρυφό σχολειό. Φορούσα ένα σακάκι μεγάλο και κάπως το χέρι μου μπλέχτηκε στη σκισμένη φόδρα. Κάνω να βγάλω το χέρι μου και μου βγαίνει και η φόδρα. Χαμός από κάτω. Είχαν έρθει και οι γονείς μου και ντρεπόμουν. Με κοίταγε ο δάσκαλος αλλά εγώ δεν είχα κάνει κάτι. Σάμπως εγώ φταίω που το σακάκι που μου έδωσαν ήταν μεγάλο; Μόλις άνοιγα το στόμα μου ξεκαρδίζονταν. Ακόμη και τώρα δεν κατάλαβα ποτέ τον λόγο. Εγώ μέχρι που έγινα πατέρας δεν μιλούσα πολύ. Καμιά φορά κοιτάζομαι στον καθρέφτη και ψάχνω το γελοίο πρόσωπό μου.

Διαδικασία κάθαρσης

Δεν νομίζω να υπήρξε πιο χαρούμενο παιδί από μένα όταν ήρθα Αθήνα να σπουδάσω. Οχι για τη Φιλοσοφική. Τη σχολή τη βαρέθηκα γρήγορα, αλλά την αγαπώ αυτή την πόλη. Με ρωτάνε αν μου λείπει η Χίος. Οχι, δεν μου λείπει. Αφού την κουβαλάω πάντα μέσα μου. Η Χίος μου είναι στο δέρμα μου. Στα μαλλιά μου που έχουν ασπρίσει. Αν δεν μυρίσω μαστίχα, δεν μπορώ να ησυχάσω. Καθόλου δεν μου λείπει. Και τώρα που μιλάμε εντός μου την έχω τη Χίο. Η Αθήνα όμως ήταν το μάτι μου που άνοιγε. Το μυαλό μου που θα μάθαινε νέα πράγματα. Παράλληλα με τη Φιλοσοφική γράφτηκα και στη δραματική σχολή του Θεοδοσιάδη. Δεν ήθελα Εθνικό και Τέχνης γιατί εκεί είχαν δικές τους μανιέρες. Εγώ ήθελα ελευθερία. Τελείωσα τη σχολή αλλά πάλι τρωγόμουν. Αρχισα να δουλεύω ως ηθοποιός αλλά γρήγορα κατάλαβα πως δεν κάνω γι’ αυτό. Δεν μου έφτανε. Η τέχνη για μένα είναι κάθαρση. Θέλω να με συγκινεί ως τα βάθη της ψυχής μου. Οταν έπαψε να συμβαίνει αυτό δεν ήθελα να παίζω πια ως ηθοποιός.

Με ρωτάνε αν πιστεύω στον Θεό. Να ξεκαθαρίσουμε πως άλλο πράγμα είναι ο Θεός κι άλλο οι θρησκείες. Θεό έχουμε όλοι μέσα μας. Ακόμη και εκείνοι που τον περιφρονούν. Ο Θεός δεν είναι κάποιος με γένια που μας μαλώνει. Ο Θεός είναι η ίδια η φύση. Η βροχή είναι ο Θεός. Η ζέστα που νιώθουμε στο θέρος είναι ο Θεός. Μπορούμε να πούμε ότι θα ζήσουμε χωρίς τη φύση; Ξέρεις γιατί νιώθουμε θλιμμένοι; Γιατί έχουμε απομακρυνθεί από τη φύση. Ο Θεός βρίσκεται και στον λόγο. Γι’ αυτό αγαπώ τα κλασικά κείμενα και τον Ομηρο. Ο Ομηρος ήξερε μέσα από τον λόγο του να αναπαριστά τη ζωή. Να την αποτυπώνει. Μην ακούς που λένε πως η τέχνη είναι ζωή. Οχι, αναπαράσταση είναι. Αν ήταν ζωή, θα ήταν σαν τις μονομαχίες που είχαν στο Κολοσσαίο. Ούτε ο πειραματισμός μου αρέσει. Αν θέλεις, γράψε ένα δικό σου έργο. Είναι άλλο να μετατοπίζεσαι από κάτι που βλέπεις και να θες να παραγάγεις κάτι καινούργιο κι άλλο να πειράζεις ένα κλασικό έργο.

Ο Παπαδιαμάντης

Είπαμε για τον Θεό και δεν με ρώτησες για τον έρωτα θεό. Ο Παπαδιαμάντης στο «Ονειρο στο κύμα» – Ερως Ηρως» ανάγει τον έρωτα σε κάτι αμόλυντο. Φυσικά και υπάρχουν πάθος και σαρκική έλξη, όμως δεν μένει μόνο εκεί. Ο πρωταγωνιστής βλέπει γυμνή τη Μοσχούλα και τρέμει από τον πόθο. Μα δεν απλώνει το χέρι του σε κάτι τόσο όμορφο. Σώνει εκείνη και την οικογένειά της κι ενώ θα μπορούσε να τους αφήσει όλους να πνιγούν εκτός από εκείνη και να γίνει ο ευεργέτης της, συλλογιέται τον πόνο που θα της προκαλούσε και αρνιέται να κάνει τέτοια ατιμία. Επιλέγει για εκείνη την ευτυχία και κρατάει για τον ίδιο τη συντριβή. Αργότερα, όταν χάνει τη Μοσχούλα, πάλι συγκρατεί τον έρωτά του για να μην την πληγώσει. Ο Παπαδιαμάντης δεν χρησιμοποιεί τεχνάσματα και τεχνικές. Ούτε ακολουθεί μοτίβα και σχολές. Είναι πηγαία η κατάθεσή του. Βγαίνει από την ψυχή του. Με κάθε λόγο του έρχεται πιο κοντά στη θέωση. Γι’ αυτό επιστρέφω στα κείμενα του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού. Γιατί με ανυψώνουν. Με φέρνουν πιο κοντά στην ποίηση και στον Θεό.

«Μου είπαν όχι στο Εθνικό»

Φοβούμαι πως είμαστε στην εποχή της ταχύτητας και της ευκολίας. Ενώ όλα είναι δύσκολα, φαίνονται εύκολα. Στην τέχνη δεν θέλουν τα κλασικά κείμενα και στα σχολειά δεν μαθαίνουν στους μαθητές τον λόγο. Ηθελα να κάνω κάτι για την «Ιλιάδα» του Ομήρου. Είχα σκεφτεί κάτι και πήγα στο Εθνικό Θέατρο. Ολοι μου αρνήθηκαν. Από τον Λιβαθινό κι έπειτα μου είπαν όχι. Τους φάνηκε κλασικό. Πήγα και στον Μαρμαρινό που είναι ο υπεύθυνος για τον πολιτισμό στην Ελευσίνα. Και εκεί όχι μου είπαν. Μπορεί όντως να μην ήταν καλό. Μπορεί και να φαινόμουν αστείος με τα άσπρα μαλλιά μου που τα πιάνω ψηλά. Οπως τότε που ανέβαινα στη σκηνή και γελούσαν όλοι.

«Να στηρίξουμε τα ΔΗΠΕΘΕ»

Ημουν στο ΔΗΠΕΘΕ Αιγαίου της Χίου για πολλά χρόνια και είδα πολλά. Δεν τα στηρίζουν τα ΔΗΠΕΘΕ στην Ελλάδα. Τα βλέπουν ως πάρεργο. Αλλα κλείνουν κι αλλά παλεύουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Τον 5ο π.Χ. αιώνα ο Περικλής έδινε εισιτήρια για να δουν όλοι τις παραστάσεις. Συναντιόντουσαν οι άνθρωποι και μιλούσαν. Αυτό είναι δημοκρατία. Να συναντιέσαι και να μιλάς ελεύθερα. Μόνο μέσα από τον πολιτισμό μπορούμε να νικήσουμε. Το θέατρο είναι πράξη πολιτική. Γι’ αυτό το φοβούνται οι εξουσίες. Τώρα μόνο γρηγοράδα και η άποψή μας. Μα στάσου λίγο και δες μέσα σου προτού νιώσεις σημαντικός να πεις κάτι. Εγώ δεν έχω τηλεόραση στο σπίτι μου. Πάρα πολλά χρόνια τώρα. Αν θέλω να δω καμιά ταινία, πάω στον αδελφό μου. Θα τα γράψεις τώρα αυτά και θα γελάνε πάλι. Θα με πουν παράξενο.

Το δέντρο που πληγώνουμε

Εχεις δει πώς γίνεται η συγκομιδή της μαστίχας; Για να βγει το «δάκρυ», η σταγόνα, πρέπει να τον κεντήσεις τον κορμό. Να τον τρυπήσεις. Μαστιχόδεντρα σαν γίγαντες στον ουρανό, κι εσύ να τα πληγώνεις για να πάρεις ό,τι πιο αγνό έχουν. Το δάκρυ τους. Σαν Παναγιές είναι τα μαστιχόδεντρα. Γι’ αυτό σου είπα πως ο Θεός είναι στη φύση. Ηθελα να έρθω κοντά στις πρώτες αξίες μ’ αυτό το έργο. Να νιώσω ξανά τον ήλιο και το χώμα. Να φτάσω εκεί όπου συναντιέται το μυστηριακό με το ανθρώπινο. Οι άνθρωποι κρύβουμε θαύματα μέσα μας. Μπορεί λίγο να το έχουμε ξεχάσει, μα τα θαύματα κατοικούν μέσα μας.