Ο Δημήτρης Σωτάκης στο Documento: «Η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να δραπετεύω από την ίδια μου τη ζωή»

Ο Δημήτρης Σωτάκης στο Documento: «Η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να δραπετεύω από την ίδια μου τη ζωή»
© Γιάννης Παναγόπουλος / Eurokinissi

Τα βιβλία του Δημήτρη Σωτάκη ακροβατούν στα όρια. Χαρά – λύπη, τάξη – χάος, επιτυχία – αυτοκαταστροφή, ψυχική υγεία – παράνοια. Οι ιστορίες του περιγράφουν τη διαρκή προσπάθεια του ανθρώπου να υπάρξει σε έναν κόσμο όχι πάντα φιλικό. Τον αγώνα να έχει τη δική του φωνή μες στη βοή του κόσμου. Στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Μισή καρδιά» αφηγείται την ιστορία ενός άντρα ο οποίος βλέπει τυχαία σε μια φωτογραφία κάποιον με τον οποίο μοιάζουν πολύ.

Ξεκινώντας να τον αναζητά έρχεται εν τέλει πιο κοντά στον ίδιο του τον εαυτό, στις κρυφές του επιθυμίες και στα ακυρωμένα όνειρά του. Συναντηθήκαμε με τον συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του.

© Γιάννης
Παναγόπουλος / Eurokinissi

Όταν ξεκινάτε να γράφετε έχετε στο μυαλό σας έτοιμες τις ιστορίες;

Πάντα. Δεν μπορώ να ξεκινήσω να γράφω αν αρχικά όλο το βιβλίο δεν είναι γραμμένο στο κεφάλι μου. Το θεωρώ πολύ ερασιτεχνικό να αναζητώ την ιστορία στην πορεία της. Ακόμη και η τελευταία τελεία είναι σημειωμένη. Βέβαια υπάρχουν κάποιες παράμετροι… κάποιες ξαφνικές εμπνεύσεις, αλλά η ατμόσφαιρα, το σχήμα του κειμένου είναι έτοιμα. Σχεδόν είναι χωρισμένα και τα κεφάλαια, ακόμη και ο αριθμός των λέξεων.

Οι ιστορίες σας είναι άχρονες και λαμβάνουν χώρα σε τόπους που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.

Είναι συνειδητό. Δεν με ενδιαφέρει η γεωγραφικότητα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Ισως γιατί η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να δραπετεύω από την ίδια μου τη ζωή η οποία έχει ονόματα, έχει γεωγραφία, έχει σαφείς προσδιορισμούς. Γράφω για να μη ζω τη ζωή μου η οποία είναι μέτρια όπως όλων μας. Δεν το λέω αρνητικά αυτό. Το λέω γιατί η ζωή μας είναι μοιραίο να μην είναι κάθε μέρα καταπληκτική. Συνεπώς η λογοτεχνία είναι ένας τόπος για να συντελείται αυτή η μεγάλη απόδραση· δεν θα ήθελα να επαναλάβω μια καθημερινότητα, δεν θα ήθελα κάποιος ήρωάς μου να πάρει το λεωφορείο όπως το παίρνω εγώ. Είναι γήινοι οι ήρωές μου, είναι όπως εμείς αλλά ζουν σε μια επίφαση πραγματικότητας, γι’ αυτό απουσιάζει ένας σαφής τόπος. Βέβαια σε κάποια βιβλία είναι μοιραίο να υπάρχει για να αποκτά αξιοπιστία η ιστορία.

Μιλάτε για τη μετριότητα της ζωής. Δεν είναι εύκολο να το αποδεχτούν όλοι αυτό.

Κάποιος που έχει ένα στοιχειώδες ένστικτο σχετικά με αυτό που ζούμε καταλαβαίνει ότι η ζωή του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο έχει πολλά στοιχεία τα οποία με μαθηματική ακρίβεια δεν οδηγούν στην ευτυχία. Όλοι έχουμε κάποιες εξάρσεις, κάποιες οργασμικές στιγμές ευτυχίας, χαράς, ευφορίας – προσωπικά θα ήθελα να είναι έτσι οι περισσότερες. Υπάρχει όμως κι αυτή η σκοτεινή στιγμή που θα επιστρέψουμε το απόγευμα στο σπίτι μας, θα ξεκλειδώσουμε την πόρτα και θα δούμε τα ίδια έπιπλα, θα έρθουμε πάλι αντιμέτωποι με αυτό που αναπαράγεται συνέχεια. Υπάρχει μια θλίψη σε αυτό. Μια θλίψη την οποία προσπαθούμε να ακυρώσουμε, να δυναμιτίσουμε και να μετατρέψουμε σε κάτι πιο οικείο, πιο γλυκό. Ο τρόπος που ζούμε όμως μας κάνει στην ουσία να νιώθουμε εγκλωβισμένοι σε μια επανάληψη που θεωρούμε κανονική – δεν ξέρω κατά πόσο είναι.

Υπάρχει κανονικότητα;

Υπάρχει υπό την έννοια του ότι εμείς την έχουμε προσδιορίσει ως τέτοια. Αυτή είναι μια συζήτηση που δεν τελειώνει. Τι σημαίνει κανονικό, τι σημαίνει ζω μια ζωή που έχει μια χαρτογράφηση – δηλαδή είμαι τόσων ετών, ζω σε αυτή την πόλη, ζω με σύντροφο. Αυτό έχει σχήμα – και όταν αυτό επιβεβαιώνεται σε ένα μεγάλο ποσοστό τότε έχουμε μια κανονικότητα. Σαφώς όμως και δεν είναι μη κανονικότητα όταν κάποιος αποκτά μια άλλη αίσθηση σχετικά με το τι κατεύθυνση ακολουθήσει. Προσωπικά παρότι έχω χιλιάδες ελαττώματα έχω και κάποια προτερήματα που με σώζουν. Ένα από αυτά είναι ότι έχω την εντύπωση τουλάχιστον ότι διαθέτω μεγάλες δόσεις ελευθερίας. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου η κανονικότητα. Δεν τη σνομπάρω γιατί αυτό είναι μια new age αντίληψη ότι όλα θα πρέπει να είναι διαφορετικά. Είμαι όμως έτοιμος να ακούσω τα πάντα. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Μου αρέσουν οι άνθρωποι· θέλω να ξέρω πώς σκέφτονται.

Στα βιβλία σας συνήθως υπάρχει ένας κεντρικός χαρακτήρας και οι υπόλοιποι είναι δευτερεύοντες.

Πάντα. Σε αυτό το βιβλίο μάλιστα οι δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν μεγάλο ρόλο σε σχέση με τα προηγούμενα. Στην ουσία οι υπόλοιποι ήρωες στα βιβλία μου είναι σαν μαριονέτες που απλώς παίζουν ένα ρόλο για να εκτυλίσσεται η ιστορία. Υπάρχει ένα μοτίβο στους ήρωές μου που είναι το «εγώ και ο κόσμος». Αυτό ίσως έχει σχέση και με το πώς λειτουργώ προσωπικά σε σχέση με τις ομάδες. Νιώθω πολύ καλύτερα με το ένας προς έναν παρά με πολύ κόσμο γύρω μου. Αυτό έχει μεταδοθεί και στους ήρωές μου, οι οποίοι έχουν μια δόση εγκλωβισμού στον εαυτό τους. Συνεχώς φιλτράρουν και αναπαράγουν αυτά που συμβαίνουν εδώ και εκεί και νιώθουν πιο βολικά στο καβούκι τους.

Θα λέγατε ότι ο ήρωας του βιβλίου σας περνά κρίση μέσης ηλικίας;

Δεν θα το έλεγα. Δεν ξέρω αν είναι καθοριστικό το κομμάτι της ηλικίας. Πιστεύω ότι είναι ένας άνθρωπος που ήρθε αντιμέτωπος σχετικά νωρίς με την ίδια του τη ζωή. Αν πρέπει με μια φράση να πω για ποιους γράφτηκε το βιβλίο, θα έλεγα ότι είναι για τους ανθρώπους που άλλα ήθελαν να κάνουν στη ζωή και άλλα έκαναν. Ο ήρωας επανακτά τη ζωή του, γυρίζει πίσω χρονικά και προσπαθεί να ανατρέψει αυτό που ήταν φαινομενικά ήττα για εκείνον. Προσπαθεί να είναι αυτό που ήθελε αρχικά να είναι. Δεν έχει να κάνει τόσο με την κρίση ηλικίας όσο με τη συνειδητοποίηση του ποιος είμαι και πόσο μπορώ να το διεκδικήσω εκ νέου.

Είμαστε εγκλωβισμένοι στο κυνήγι της ευτυχίας;

Ναι, και αυτό μου φαίνεται ανακουφιστικό. Είναι ο μόνος εγκλωβισμός που δέχομαι. Ότι η ανθρώπινη φύση συνεχώς θέλει να ευτυχεί και δεν τα παρατάει. Είναι ελπιδοφόρο ότι ακόμη επιμένουμε παρά τις συνθήκες που δεν είναι πάντα εύκολες. Το ότι επιμένουμε έχει μια μορφή συγκίνησης.

Στο βιβλίο αναφέρεστε στον ζωτικό χώρο που μειώνεται από τα αντικείμενα που συλλέγουμε. Το διάβασα και ένιωσα σαν να με περιγράφατε. Εσάς δεν σας συμβαίνει;

Δεν το κάνω, αλλά το καταλαβαίνω. Δεν έχω απορία σχετικά με τον λόγο που κάποιος συγκεντρώνει αντικείμενα αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να κατανοήσω την αξία των πραγμάτων, δηλαδή πόσο τιμαλφή είναι. Πόσο σπάνιο μπορεί να είναι κάτι. Δεν μπορώ να δεθώ με ένα αντικείμενο, μου φαίνεται αδιανόητο, εκτός κι αν μου ξυπνάει κάτι συγκινησιακό ή αναμνησιακό. Όλη αυτή η συσσώρευση δεν μου δίνει χαρά.

Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με την Κίνα;

Προσέγγισα την Κίνα καθαρά γλωσσολογικά. Αν δεν ήταν η γλώσσα δεν θα το είχα πάθει αυτό. Η ιδέα να βρίσκομαι μεταξύ των ανθρώπων και να μιλάω τη γλώσσα τους με ξετρέλαινε. Έτσι ξεκίνησα να μαθαίνω τη γλώσσα και μετά πήγα στο πανεπιστήμιο. Αρχικά δεν είχα καμία πρόθεση να διδάξω. Απλώς υπάρχει μια τάση παγκοσμίως με τα κινέζικα και έτσι ξεκίνησα να τα διδάσκω. Λατρεύω την Κίνα, έχω μια πολύ μεγάλη δόση ελευθερίας όταν είμαι εκεί.

Μου κάνει εντύπωση αυτό που λέτε γιατί στο μυαλό του μέσου Έλληνα η Κίνα είναι μια μη ελεύθερη χώρα.

Δεν ισχύει. Είναι μια συζήτηση τεράστια. Εννοείται ότι υπάρχουν θέματα στην Ασία και την Άπω Ανατολή αλλά ο δυτικός κάνει κάτι που είναι καταστροφικό: κρίνει τα πάντα από τη δική του οπτική γωνία. Ο Κινέζος δεν το κάνει αυτό, είναι πολύ πιο κουλ. Δεν θα ασκήσει κριτική σχετικά με το τι κάνουν οι Έλληνες. Γιατί μας ενδιαφέρει εμμονικά τι κάνουν οι Κινέζοι; Είναι μια αφελέστατη σκέψη αυτή. Είναι μια πρώτου επιπέδου σκέψη ενός παιδιού που δεν έχει ιδέα τι γίνεται στον κόσμο. Για να κρίνεις μια περιοχή πρέπει να ξέρεις την ιστορία και την κουλτούρα της. Υπάρχει μια εξίσωση που οδηγεί στο σημείο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα.

INFO

Το βιβλίο «Μισή καρδιά» του Δημήτρη Σωτάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος

Documento Newsletter