Ο Δημήτρης Καταλειφός στο Documento: «Βουλιάζουμε στη ρουτίνα και την ανυπαρξία»

Ο Δημήτρης Καταλειφός μιλάει για τη διαχρονική επικαιρότητα του Τσέχωφ με αφορμή την παράσταση «Θείος Βάνιας» που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ο ίδιος.

Η συζήτηση με τον Δημήτρη Καταλειφό μοιάζει σαν κουβέντα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που γνωρίζονται από παλιά. Κι όμως είναι η πρώτη φορά που συναντιέμαι μαζί του. Τον γνωρίζω από τη δουλειά του κι έχω παρακολουθήσει την πορεία του όλα αυτά τα χρόνια, από το θέατρο και τον κινηματογράφο μέχρι τους αγώνες του στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Είναι η ευγένειά του που σε κάνει να νιώθεις οικειότητα χωρίς υπερβολές και πολλές αβρότητες. Στις 18 Οκτωβρίου θα σκηνοθετήσει και θα παίξει τον «Θείο Βάνια» του Αντον Τσέχωφ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

Γιατί «Θείο Βάνια»;

Καταρχήν είναι ένα από τα ωραιότερα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Ο Τσέχωφ είναι συγγραφέας που με απασχολεί από τη Δραματική Σχολή. Τον αγαπώ πολύ και νομίζω πως με το πέρασμα του χρόνου έχει εγκαθιδρυθεί μέσα μου για πάντα. Επίσης, είναι ένας ρόλος που πάντα ήθελα να παίξω κι όταν μου έγινε η πρόταση από τον Νίκο Διαμαντή, τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, εντελώς τολμηρά σκέφτηκα μέσα μου και να το σκηνοθετήσω. Οπότε έχω αυτό τον διπλό ρόλο γιατί κάθε φορά που ασχολείσαι με έργο του Τσέχωφ είναι σαν να κοιτάς με έναν τρόπο από την αρχή αυτό το μυστήριο της ζωής και να προσπαθείς κάτι να καταλάβεις.

Πώς γίνεται το κείμενο του Τσέχωφ να είναι ακόμη τόσο επίκαιρο;

Κοιτάξτε, αυτό συμβαίνει με τους πολύ μεγάλους συγγραφείς, οι οποίοι έχουν εντέλει αυτή την απλότητα, την ανθρωπιά και την οικονομία. Ο Τσέχωφ διαχειρίζεται στην ουσία τα πιο βασικά θέματα της ζωής με έναν τρόπο απλό αλλά ταυτόχρονα πάρα πολύ σύνθετο και με πάρα πολλή αγάπη προς τον άνθρωπο. Αυτό τον συνδυασμό της ευαισθησίας και της καλλιτεχνικής έκφρασης που δεν έχει φλυαρία και μελοδραματισμό, όπως είναι πολύ σύνηθες στις μέρες μας, ο Τσέχωφ τον καταφέρνει, όπως και ο Καβάφης στην ποίηση. Ο,τι είναι για εμένα ο Καβάφης στην ποίηση είναι και ο Τσέχωφ στο θέατρο. Υπάρχει μια αντιστοιχία. Αυτή η συντομία και η προσεκτική, συνετή επιλογή των λέξεων με γοητεύει.

Το ανθρώπινο τοπίο στον «Θείο Βάνια» είναι μια κοινωνία σε παρακμή;

Ο Τσέχωφ αναφέρει πως ο άνθρωπος είναι προικισμένος με πολλές δυνατότητες αλλά έχει την τραγική αντίφαση από τη μια να δημιουργεί κι από την άλλη να καταστρέφει. Αυτό νομίζω πως συμβαίνει και στις μέρες μας, αλλά και σε όλες τις εποχές. Ο άνθρωπος είναι ικανός για το καλό και το κακό, για τη δημιουργία και την καταστροφή. Και σε δέκα χρόνια θα είναι επίκαιρο και σε είκοσι και νομίζω πως πάντα θα επιστρέφουν οι άνθρωποι στα έργα του Τσέχωφ.

Αν επιχειρούσαμε να σκιαγραφήσουμε τον θείο Βάνια της δικής μας εποχής, θα ήταν ένας άνθρωπος που σηκώνεται από τα χαράματα, εργάζεται δέκα ώρες την ημέρα και στο τέλος του μήνα δεν μπορεί να κάνει κάτι για τον εαυτό του;

Εχει πολλά στοιχεία ενός συνηθισμένου ανθρώπου που βρίσκεται σε κρίση, αν και δεν μου αρέσει καθόλου η λέξη «συνηθισμένος». Κανένας άνθρωπος δεν είναι συνηθισμένος. Κάθε άνθρωπος είναι μια άβυσσος. Εδώ λοιπόν έχουμε έναν άνθρωπο που δουλεύει πολύ, χωρίς να μπορεί να ευχαριστηθεί τη ζωή του και κάποια στιγμή ξεσπάει το μέσα του και εκτροχιάζεται. Παθαίνει μια υπαρξιακή κρίση και διαρρηγνύεται ο κόσμος του.

Επιλέγουν μαζί με την ανιψιά του, Σόνια, να δουλεύουν πολύ σκληρά τη γη για να στέλνουν χρήματα στον πατέρα της που είναι άνθρωπος του πνεύματος. Αυτό είναι ένα πολιτικό – ταξικό σχόλιο;

Ναι, βέβαια! Εχουμε να κάνουμε με ένα τόσο πλήρες κείμενο που, χωρίς να γίνεται διδακτικό, έχει και πολιτικές αναφορές. Ο Τσέχωφ δεν προτείνει λύσεις ούτε δίνει απαντήσεις και εκεί φαίνεται η μαεστρία του. Οπως όλοι οι σπουδαίοι συγγραφείς, θέτει ερωτήματα. Εχουμε μια επαρχία σε παρακμή. Οι άνθρωποι βουλιάζουν χαρτοπαίζοντας, κουτσομπολεύοντας ο ένας τον άλλο χωρίς να νοιάζονται για το μέλλον. Στον «Θείο Βάνια» υπάρχει αυτή η συνθήκη της επαρχίας που, όπως λένε οι ήρωες, «σε ρουφάει στο τέλμα της». Και για να συνδεθώ με την προηγούμενη ερώτησή σας και το ανθρώπινο τοπίο του έργου, και εμείς βουλιάζουμε στην εποχή που ζούμε κι ας μη βρισκόμαστε στην επαρχία. Βουλιάζουμε στη ρουτίνα και την ανυπαρξία.

Σκηνοθετικά πώς θα κινηθείτε; Θα δούμε ένα κλασικό ανέβασμα;

Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να σας απαντήσω σε αυτό. Δεν έχω ιδέα, ακόμη το ψάχνουμε το έργο. Αυτό που σίγουρα θα ήθελα να υπάρχει είναι ένα παιχνίδι με τον χρόνο κι όχι ανεβασμένο σαν να είναι στο 1900. Να έχει και στοιχεία από κατοπινές εποχές. Θέλω να μπλέκεται το παλιό με το σημερινό αλλά με τρόπο που να μην είναι επιτηδευμένος και δήθεν.

«Θείε Βάνια, θα αναπαυτούμε, θα αναπαυτούμε». Τι εννοεί με αυτά τα λόγια η Σόνια; Προσδοκεί μια μετά θάνατον δικαίωση ή είναι η νιότη που ακόμη ελπίζει;

Νομίζω πως επειδή είναι πολύ απελπισμένη προσπαθεί να εμψυχώσει και τον θείο της και τον εαυτό της. Ξέρει πως δεν έχει να περιμένει κάτι. Η Σόνια δεν μπορεί να γίνει ευτυχισμένη. Η ζωή της είναι να δουλεύει πολύ σκληρά στο κτήμα χωρίς να μπορεί να χαρεί τίποτε. Είναι ερωτευμένη και ξέρει πως δεν μπορεί να είναι μαζί με τον άντρα που αγαπά. Εχουν μια δυστυχισμένη ζωή και εκείνη και ο Βάνιας. Περιμένει να αναπαυτεί για να απαλλαγεί από τα βάσανά της. Και εμείς δεν λέμε «θα ξεκουραστούμε όταν πεθάνουμε»; Για τη Σόνια η ζωή είναι ένα βάσανο.

Τι συμβολίζει ο «Θείος Βάνιας» για σας σε αυτό το χρονικό σημείο της ζωής σας;

Το μυστήριο της ζωής. Αυτό το άλυτο μυστήριο της ζωής που ποτέ δεν έχουμε αυτό που θέλουμε και πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε χωρίς να το έχουμε. Αδειοι και μόνοι. Συμβολίζει όμως και κάτι άλλο: την ανθρώπινη αντοχή και το κουράγιο. Για μένα το έργο μέσα στην απαισιοδοξία του έχει μια αισιοδοξία αντίστοιχη του Σάμιουελ Μπέκετ. Οπως ο Μπέκετ λέει «Δεν μπορώ να συνεχίσω, συνεχίζω», το ίδιο λέει και ο Τσέχωφ. Δεν μπορώ να μην έχω τη ζωή που θέλω αλλά θα συνεχίσω να ζω κι ας μην την έχω. Ο άνθρωπος έχει τρομερή αντοχή κι ας μην έχει ευτυχία.

Πείτε μου μια φράση που να συμπυκνώνει για σας το νόημα του έργου.

«Γιατί να είμαι γέρος;». Αυτό το λέει ο Βάνιας και για μένα είναι κάτι που κουβαλάω μέσα μου. Γιατί να μεγαλώνουμε, γιατί να γερνάμε και να πεθαίνουμε; Στα αλήθεια πείτε μου γιατί πρέπει να πεθαίνουμε ή, ακόμη πιο δύσκολη ερώτηση, γιατί πρέπει να ζούμε χωρίς να έχουμε αυτό που θέλουμε;

Είναι η αναπόφευκτη εξέλιξη της ζωής, μεγαλώνουμε και πεθαίνουμε.

Πόσων χρόνων είστε; (γελάει) Ναι, έχετε δίκιο, είναι μια εξέλιξη της ζωής, αλλά πώς να την παραδεχτούμε. Πώς να οικειοποιηθούμε την ιδέα ότι δεν θα ξαναδούμε τους ανθρώπους που αγαπάμε. Θέλει αγώνα να αποδεχτείς πως από εκεί που είσαι νέος αρχίζεις να φθείρεσαι. Να γερνάει το σώμα σου, η ψυχή σου. Είναι πολύ δύσκολο να το αποδεχτεί αυτό ο άνθρωπος; Ο,τι κι αν συμβαίνει πολιτικά, κοινωνικά, πάντα θα υπάρχει αυτός ο αγώνας του ανθρώπου με τον χρόνο.

Γι’ αυτό ασχολείστε με την τέχνη; Κάθε ρόλος κάθε φορά που ανεβαίνετε στη σκηνή είναι μια στιγμή αθανασίας;

Η τέχνη είναι μεγάλο καταφύγιο και μεγάλη ψευδαίσθηση για να αντέχεις την πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή είναι από τις ωραιότερες μορφές επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους και το έχουμε απόλυτα ανάγκη μια που όλοι μας έχουμε μια εκ φύσεως μοναξιά. Μόνοι μας γεννιόμαστε και μόνοι μας φεύγουμε. Η τέχνη είναι μια μορφή αγάπης.

Εχετε πληγωθεί μέσα σε αυτήν τη δουλειά;

Απειρες φορές. Αλήθεια το λέω, αλλά την αγαπώ. Αν μου επιτρέπετε, να πω ένα συμπέρασμα. Η τέχνη είναι υπέροχη αλλά μπορεί να γίνει και αδυσώπητη. Η δουλειά του ηθοποιού είναι τρομερά δύσκολο επάγγελμα. Ανυπόφορη πολύ συχνά, μα ούτε στιγμή δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά της.

Αν είχατε τη δυνατότητα να ξεκινήσετε από την αρχή, θα τα κάνατε όλα αλλιώς;

Πολύ δύσκολη αυτή η ερώτηση. Δεν ξέρω τι να απαντήσω, είμαι ειλικρινής μαζί σας. Μου αρέσει η κουβέντα μας. Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Αυτό που ξέρω είναι πως θα ασχολιόμουν πάλι με το θέατρο και θα φρόντιζα οι επιλογές μου να είχαν νόημα για μένα. Δεν θέλω να κάνω ποτέ κάτι στο θέατρο που να μην το πιστεύω. Θέλω να είμαι καθαρός απέναντι στην τέχνη μου.

Πόσα έχουν αλλάξει από την εποχή που πρωταγωνιστούσατε στα «Πέτρινα χρόνια» του Παντελή Βούλγαρη, που ήταν ρόλοςορόσημο για την πορεία σας;

Σχεδόν όλα. Κοιτάξτε, εγώ θα έλεγα πως τώρα ζούμε το αποκορύφωμα μιας ταινίας που θα έχει τίτλο τα «Αμήχανα χρόνια». Είναι τρομερά αμήχανα χρόνια, δύσκολα. Ο κόσμος δεν έχει να πιστέψει σε κάτι. Υπάρχει ένας άγριος καπιταλισμός που κυριαρχεί και δυστυχώς για μένα η ελπίδα, που ήταν ο κόσμος της Αριστεράς, αυτήν τη στιγμή διανύει μια από τις χειρότερες περιόδους που υπάρχουν και γι’ αυτό τον λόγο υπάρχει διάχυτη αμηχανία στους πάντες.

Λέτε «η ελπίδα που ήταν ο κόσμος της Αριστεράς». Δεν είναι πια;

Στην Αριστερά υπάρχει μια κατάρα διαχρονικά. Να πρέπει διαρκώς να διαφωνούν και να τσακώνονται. Να πρέπει να επιβεβαιώνεις την «αριστεροσύνη» σου μέσα από καβγάδες και ανταγωνισμό. Να μπαίνουν τρομεροί εγωισμοί και ναρκισσισμοί και επιθυμία για εξουσία. Την τελευταία εικοσαετία έχουν κορυφωθεί αυτά τα ελαττώματα. Νομίζω πως αυτήν τη στιγμή η Αριστερά είναι πιο ελαττωματική από ποτέ και στεναχωριέμαι πολύ γι’ αυτό, γιατί η Αριστερά ήταν και θα είναι η ελπίδα των ανθρώπων για έναν καλύτερο κόσμο. Αρκεί να σοβαρευτούν αυτοί που πρέπει και να καταλάβουν την ιστορική ευθύνη τους. Δεν μπορεί να υπάρξει ένας κόσμος δικαιότερος μέσα από τον καπιταλισμό. Οποιος θέλει να λέγεται αριστερός να ξέρει πως φέρει τεράστιο ιδεολογικό και ιστορικό βάρος.


INFO
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, από 18 Οκτωβρίου: Τετάρτη & Κυριακή: 19.00, Πέμπτη & Παρασκευή: 20.30, Σάββατο 17.30 & 21.00