Ο δικός μας Γιάννης, η δική του Ελλάδα

Ο δικός μας Γιάννης, η δική του Ελλάδα

Τι “ξεχνά” και τι θυμάται ο καλύτερος παίκτης του μπάσκετ παγκοσμίως από τη ζωή του σε μία χώρα που του έβαζε συνεχώς εμπόδια.

O Γιάννης Αντετοκούνμπο κάθισε σε ένα παγκάκι, μαζί με ένα από τα «αόρατα» φιλαράκια του, και έβαλε τα κλάματα. Η ζωή στους δρόμους τον είχε καταβάλει. Δεν είχε άλλο κουράγιο. Φεύγοντας από το γήπεδο του Φιλαθλητικού, με ένα δανεικό ευρώ στην τσέπη για να πάρει το λεωφορείο και ένα δανεικό σάντουιτς στο στομάχι για να ξεγελάσει την πείνα, είδε να πλησιάζουν σε απόσταση εκατό μέτρων μία δράκα μαυροντυμένοι χρυσαυγίτες με ξυρισμένα κεφάλια, σε βραδινή περιπολία.

Ο Γιάννης, ο Θανάσης και ο Ράνα έκαναν μεταβολή και το έβαλαν στα πόδια. Ευτυχώς, ήταν αθλητές έτρεχαν γρήγορα. Αλλιώς θα είχαν άσχημα ξεμπερδέματα, όπως τόσοι και τόσοι φίλοι τους. Όταν κόπασε το τρεχαλητό, ο Γιάννης σταμάτησε τα κλάματα και πρόβαρε το καλό χαμόγελο του. Του ήταν απαραίτητο εφόδιο για το ραντεβού της επόμενης ημέρας.

Ήταν η τέταρτη φορά που ο σπιτονοικοκύρης έκανε έξωση στην οικογένεια των Αφρικανών μεταναστών. Δεν τους πολυγνώριζε προσωπικά, ήξερε όμως ότι τα χρωστούμενα ενοίκια, των 250 ευρώ, ήταν πια εννέα. Ο Τσαρλς και η Βερόνικα μάζεψαν όλο το θάρρος που δεν είχαν και πήγαν στο γραφείο του δικηγόρου.

«Σας εκλιπαρούμε να κάνετε λίγη υπομονή», είπε το ζευγάρι. «Είμαστε τίμιοι άνθρωποι και δουλεύουμε σκληρά, αλλά το κράτος δεν μας δίνει χαρτιά και οι μέρες είναι δύσκολες. Έχουμε τέσσερα μεγάλα παιδιά να θρέψουμε». Ο δικηγόρος και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού δεν γνώριζαν αυτή τη λεπτομέρεια. «Μισό λεπτό, εδώ από κάτω περιμένουν τα αγόρια μας, να τους φωνάξουμε».

Ο Γιάννης και ο Θανάσης εμφανίστηκαν στο γραφείο, δύο δίμετρα παλικάρια με λεπτοκαμωμένο κορμί, αλλά φωτεινό πρόσωπο και καθαρό βλέμμα. Δεκάξι και δεκαεννέα ετών. Οι άλλοι συγκινήθηκαν κα έδειξαν κατανόηση. «Δεν είμαι πλούσιος, αλλά κατάλαβα ότι είχα να κάνω με καλούς ανθρώπους», λέει ο σπιτονοικοκύρης, Δημήτρης Κατηφέλης.

Η οικογένεια επέστρεψε στο σπίτι ανακουφισμένη. Μία κουκέτα για δύο, ένας καναπές δώρο από την εκκλησία του Αγίου Μελετίου, ένα ταλαίπωρο κρεβάτι για το ζευγάρι, ένα παλιό τραπέζι. Αυτό ήταν όλο κι όλο το νοικοκυριό τους. Ένα μακρόστενο δωμάτιο, χωρισμένο στα δύο με μία κουρτίνα. Και έξι στωικά χαμόγελα.

«Θέλω να βλέπω τηλεόραση όπως οι φίλοι μου», είπε μία μέρα ο Άλεξ, ο μικρούλης της οικογένειας. Ο Γιάννης τον τράβηξε παράμερα και τον μάλωσε. «Ξέρεις ότι δεν έχουμε λεφτά για τηλεόραση. Μη λες τέτοια πράγματα. Δεν πρέπει να στεναχωρούμε τη μαμά και τον μπαμπά».

Ο Τσαρλς έκανε δουλειές του ποδαριού, μάστορης, εργάτης, ό,τι έβρισκε. Ηλεκτρολόγος, κάποια στιγμή. Ακόμα και σωφέρ. Η Βερόνικα δούλευε ως καθαρίστρια και μπέιμπι-σίτερ. Τα δύο μεγάλα παιδιά αγόραζαν μπιχλιμπίδια-μαϊμούδες για πενταροδεκάρες και προσπαθούσαν να τα πουλήσουν στους δρόμους, στις αμμουδιές, στην επαρχία: γυαλιά ηλίου, τσάντες, ρολόγια, ό,τι άλλο έπεφτε στα χέρια τους.

Αλλά πώς να βγει μεροφάι για έξι ανθρώπους, χώρια το νοίκι; Η Βερόνικα, που όλοι τη φώναζαν Βέρα, αναγκάστηκε να πουλήσει τη βέρα της.

Τα βράδια, στο σπίτι, τα κορμιά ήταν αποκαμωμένα και το φαγητό λιγοστό. «Ας φάνε τα παιδιά, εγώ δεν πεινάω», έλεγε ο Τσαρλς, με το χαμόγελο της απέραντης καλοσύνης στο πρόσωπό του. Όσοι πρόλαβαν να τον γνωρίσουν, πριν τον ξαφνικό θάνατό του το 2017, μιλούν για έναν άνθρωπο από μάλαμα. Όπως τα παιδιά του.

Το μπάσκετ έγινε καταφύγιο επιβίωσης. Κάπου ανάμεσα στο ταλέντο των αγοριών και στη φιλανθρωπία, ο Φιλαθλητικός έντυσε τον Θανάση και τον Γιάννη με τη φανέλα του και άπλωσε χείρα βοηθείας. Οι γονείς κάποιων συμπαικτών παραπονέθηκαν. Από πού κι ως πού παίρνουν χαρτζιλίκι τα δύο «αραπάκια»;

Αλλά δεν είναι όλοι ρατσιστές και μισάνθρωποι. Πολλές φορές, τα αγόρια που έφταναν στην προπόνηση θεονήστικα και χωρίς λεφτά για το εισιτήριο της επιστροφής έφαγαν σπιτικο φαγητό από τα χέρια της μητέρας του Χρήστου Σαλούστρου, του Νίκου Γκίκα, του Μιχάλη Καμπερίδη. Όχι το αφρικανικό «φούφου» της Βέρα, αλλά τη σπανακόπιτα της Ελληνίδας μάνας. Οι τρεις μπασκετμπολίστες, που έφτασαν μέχρι τις εθνικές ομάδες, παραμένουν αδελφικοί φίλοι με τους Αντετοκούνμπο μέχρι σήμερα.

Ο Γιάννης επέστρεφε από την προπόνηση και έπαιζε μπάσκετ μέχρι τα μεσάνυχτα με τους φίλους του στο γηπεδάκι των Σεπολίων, κοντά στο φτωχικό διαμέρισμα των απλήρωτων ενοικίων. Εκεί δεν τολμούσαν να πλησιάσουν ούτε τα τάγματα εφόδου του Μιχαλολιάκου, αυτού που αργότερα θα αποκαλούσε τον Γιάννη «χιμπαντζή» υπό τα θυελλώδη χειροκροτήματα 500.000 νοικοκυραίων ψηφοφόρων.

Όταν ο μικρός με την αβιταμίνωση έγινε αστέρι στο ΝΒΑ, ο αγωνιστικός χώρος στο τσιμεντένιο γήπεδο βάφτηκε με την προσωπογραφία του Γιάννη, προς τιμήν του (έργο του καλλιτέχνη Same84). Πριν καλά καλά ξημερώσει η επόμενη μέρα, ακροδεξιοί βάνδαλοι έσπευσαν να βεβηλώσουν το έργο με φασιστικά συνθήματα και σύμβολα.

Ο Γιάννης λατρεύει τον μικρόκοσμο όπου μεγάλωσε, τη δική του Ελλάδα. Την εκκλησία του ιερέα Ευάγγελου Γκανά, που περιέθαλψε και τάισε τα μεταναστόπουλα. Τους μαγαζάτορες που τον κερνούσαν ένα σάντουιτς ή ένα σουβλάκι, όπως τον φύλακα άγγελο Γιάννη Τζίκα του «Καφέ Κιβωτός». Τους προπονητές που τον παρέλαβαν εκκολαπτόμενο ποδοσφαιριστή (στα χνάρια του πατέρα Τσαρλς και του μεγάλου αδελφού Φράνσις που έμεινε στη Νιγηρία) και τον έκαναν μπασκετμπολίστα σχεδόν έτοιμο για το ΝΒΑ. Τη βετεράνο ηθοποιό Μαριέττα Σγουρδαίου, που τα παιδιά αποκαλούν «νονά».

Τους παιδικούς φίλους, ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματος. Τους δασκάλους στο σχολείο και στο κατηχητικό. Τους αγνώστους που άπλωσαν πέπλο προστασίας. Όσους έδειχναν αγάπη και κατανόηση. Εκείνους που έδιναν χωρίς να ζητάνε. Τους ανθρώπους που ακόμα και σήμερα προτιμούν να μένουν στις σκιές, παρά να βγαίνουν μπροστά και να κραυγάζουν «εγώ». Τους Ανθρώπους.

Ο ίδιος Γιάννης απεχθάνεται το τέρας της Ελλάδας, παρ’ όλο που η συγχώρεση αποτελεί  αναπόσπαστο κομμάτι της κοσμοθεωρίας του. Ξέρει ότι η χώρα δεν θα του έδινε ποτέ διαβατήριο, αν δεν έβλεπε στο πρόσωπό του έναν ιδανικό αθλητικό πρεσβευτή. Ότι το πραγματικό διαβατήριο που τον τράβηξε από το περιθώριο δεν είναι αυτό που υποκριτικά του πρόσφερε ο Σαμαράς το 2013, αλλά το ταλέντο και το κορμί του.

Ότι ο τόπος που διάλεξαν οι οικονομικοί πρόσφυγες γονείς του για να ζήσουν τους απεχθανόταν και τους παραμέριζε. Ότι εκεί έξω υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες «Αντετοκούνμπο», που δεν ξέρουν μπάσκετ και δεν έχουν ούτε θα αποκτήσουν ποτέ στον ήλιο μοίρα.

Αυτή την Ελλάδα, ο Γιάννης δεν θέλει ούτε να την ξέρει.

Όταν όμως τολμησε να ξεστομίσει δημόσια κάποιους υπαινιγμούς, είδε τα λόγια του να θάβονται ή να λοιδορούνται από «άριστους» εθνοκάπηλους. Ο Γιάννης παραείναι ευγενής και προσεκτικός για να βγει στα χαρακώματα. Το έπραξε το καλοκαίρι του 2020, όχι για να φτιάξει καλύτερη Ελλάδα, αλλά για να διεκδικήσει μία καλύτερη ζωή στον τόπο όπου θα μεγαλώσουν ο μικρούλης Λίαμ (18 μηνών) και το δεύτερο παιδί που οσονούπω καταφτάνει.

Στην Αμερική, όπου οι μαύροι «δεν μπορούν να αναπνεύσουν». Ο Γιάννης έγινε μπροστάρης στις διαδηλώσεις του 2020 ενάντια στην αστυνομική βία και πρωτοστάτης στη λευκή απεργία των Μιλγουόκι Μπακς στα περυσινά πλέι-οφ.

Ο Γιάννης επελέγη στο ντραφτ του ΝΒΑ το καλοκαίρι του 2013, μετά από έναν ζαλιστικό χορό Αμερικανών «κατασκόπων», από 29 διαφορετικές ομάδες, στο μικροσκοπικό γήπεδο του Φιλαθλητικού στου Ζωγράφου. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε υπογράψει συμβόλαιο στην ισπανική Σαραγόσα (όπου δεν έπαιξε ποτέ), έναντι 400.000 ευρώ για την τετραετία 2013-17.

Ταξίδεψε στις ΗΠΑ με το κολλαριστό διαβατήριο που του έδωσε η κυβέρνηση Σαμαρά όταν είδε τους Νιγηριανούς να τον πολιορκούν για να τον ντύσουν στα δικά τους χρώματα. Το αεροπορικό εισιτήριο για τη Νέα Υόρκη το πλήρωσε με δανεικά, όπως και το άβολο κοστούμι που αναγκάστηκε να ράψει για τη βραδιά της τελετής.

«Τώρα που θα ζήσεις στην Αμερική, θα ξεφύγεις πια από τους γονείς σου», αστειεύτηκε στο αεροδρόμιο ο μάνατζέρ του (άλλοτε βοηθός προπονητή στην Εθνική Ελλάδας) Γιώργος Πάνου. O Γιάννης του έκοψε την καλήμερα. «Αν δεν πάρεις πίσω αυτό που είπες, δεν μπαίνω στο αεροπλάνο», του φώναξε. «Ό,τι και αν γίνει, εγώ την οικογένειά μου δεν πρόκειται να αποχωριστώ»! Χρειάστηκε να δοθούν εξηγήσεις και να ζητηθούν συγγνώμες, για να εξευμενιστεί ο νεαρός. Ήταν τότε 18 ετών.

Η καριέρα του Γιάννη στο ΝΒΑ παρ’ ολίγον να τελειώσει άδοξα μερικούς μήνες αργότερα, μέσα σε ένα σύννεφο μοναξιάς και απογοήτευσης. Παρ’ όλο που οι Μιλγουόκι Μπακς δούλευαν νυχθημερόν στα παρασκήνια, δυσκολεύονταν να διασφαλίσουν τη βίζα που είχαν υποσχεθεί. Για τον ίδιοΌχι. Για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας: μητέρα, πατέρα, αδέλφια. «Σκίζω το συμβόλαιο και επιστρέφω στην Ελλάδα», ειδοποίησε τους εκπροσώπους του. Ο Γιάννης ένιωθε ενοχές, επειδή ζούσε ζωή χαρισάμενη. ενώ η φαμίλια πίσω στα Σεπόλια παρέμενε επί ξύλου κρεμάμενη.

Οι Μπακς δεν είχαν όρεξη για χωρατά, αφού ο μικρός είχε ήδη μεγαλώσει (και κυριολεκτικά, αφού ψήλωσε 7-8 πόντους από τότε που μετακόμισε στις ΗΠΑ) και το μέλλον του ανήκε. Ο τότε ιδιοκτήτης της ομάδας, γερουσιαστής Χερμπ Κολ, έβαλε τα μεγάλα μέσα και χτύπησε πόρτες, μέχρι που η Βερόνικα και ο Τσαρλς αντίκρυσαν έκθαμβοι μία πελώρια λιμουζίνα τους περιμένει στο αεροδρόμιο του Σικάγο, στις 3 Φεβρουαρίου 2014. Ήταν το τέλος μιας περιπέτειας και αβεβαιότητας δεκαετιών.

«Βοηθητικό προσωπικό», έγραφε η ειδική βίζα που εκδόθηκε για τους Αντετοκούνμπο. Ο άνθρωπος που κίνησε τα νήματα ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι, μετέπειτα υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ. Των Δημοκρατικών, φυσικά.

Ο Γιάννης βρίσκεται πλέον στην Ελλάδα, όπου θα συναντήσει τους παλιόφιλους στα Σεπόλια, θα περπατήσει στα παλιά μονοπάτια και θα γευτεί την αλμύρα του Αιγαίου. Όταν τα φώτα σβήσουν και οι καλοθελητές απομακρυνθούν, ο καλύτερος μπασκετμπολίστας του γαλαξία θα γεμίσει ένα φορτηγό με τρόφιμα και θα πάει να τα μοιράσει με τα χρυσά χεράκια του στις φτωχογειτονιές όπου μεγάλωσε, σε οικογένειες που ζουν απόκληρες, χωρίς χαρτιά και χωρίς αναγνώριση.

Ο Γιάννης έγινε αυτός που έγινε επειδή δεν ξέχασε ποτέ από πού ξεκίνησε και πόσα πέρασε. Είναι ένας σύγχρονος άγιος της ελληνικής κοινωνίας. Ποιος καλός άνεμος τον έφερε στον τόπο μας;

«Να ζητάς πάντοτε περισσότερα, αλλά να μην είσαι άπληστος», δίδαξε ο πατέρας Αντετοκούνμπο στα παιδιά του. Ο Γιάννης τον θυμήθηκε όταν αναδείχθηκε MVP στο ΝΒΑ για πρώτη φορά. Πρωταθλητής πλέον με τους Μιλγουόκι Μπακς, έχει εκπληρώσει το όνειρο που τον οιστρηλατούσε όταν ήταν ακόμη έφηβο αγόρι, στα ίντερνετ καφέ των Σεπολίων.

«Θέλω να γίνω σαν τον Κέβιν Ντουράντ», έλεγε. Τον Ντουράντ τον νίκησε στην πορεία των Μπακς προς τον φετινό τιτλο. «Θέλω να γίνω σαν τον Κόμπι Μπράιαντ». Ο Μπράιαντ έγινε μέντορας του Γιάννη, λίγους μήνες πριν τον τραγικό θάνατό του. «Θέλω να γίνω σαν τον ΛεΜπρόν Τζέιμς». Ο ΛεΜπρόν κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα της καριέρας του στα 27 του χρόνια, ενώ ο Γιάννης τα κλείνει στις 6 Δεκεμβρίου.

Ο Μάικλ Τζόρνταν ηταν 28 ετών όταν κέρδισε το πρώτο δαχτυλίδι. Κανένας από όλους αυτούς δεν ήταν αόρατος μέχρι τα 18 του και κανένας δεν χρειάστηκε να μοιράσει ένα σουβλάκι στα έξι για να μη γουργουρίζει το στομάχι του.

·  Κάποιες πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο της Μίριν Φέιντερ «Γιάννης – Εκτόξευση στα Αστέρια», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε μετάφραση του Νίκου Παπαδογιάννη.

Documento Newsletter