Ο διεθνής τύπος κατακεραυνώνει τα ελληνικά μέσα και την κυβέρνηση Μητσοτάκη

Ο διεθνής τύπος κατακεραυνώνει τα ελληνικά μέσα και την κυβέρνηση Μητσοτάκη

Η κατάσταση του Τύπου στη χώρα είναι εδώ και χρόνια γνωστή. Η πλειοψηφία του συστημικού Τύπου στέκεται στο πλευρό της κυβέρνησης Μητσοτάκη σχεδόν σε κάθε της βήμα, ενώ σοβαρότατα και τεκμηριωμένα ρεπορτάζ του αντιπολιτευόμενου Τύπου συχνά δεν αναφέρονται ούτε ως τίτλοι. Σε αυτό το τοπίο, τα δημοσιεύματα του ξένου Τύπου για ζητήματα όπως η διαχείριση της πανδημίας, οι εγκληματικές επιλογές στο μεταναστευτικό και οι απειλές της ελευθερίας του Τύπου στη χώρα κατακεραυνώνουν την κυβέρνηση και εκθέτουν ανεπανόρθωτα τους μηντιακούς της βραχίονες.

Τελευταίο κρούσμα, το χθεσινό ζευγάρι δημοσιευμάτων του Euractiv. Το ευρωπαϊκό μέσο ενημέρωσης με έδρα τις Βρυξέλλες δημοσίευσε την Παρασκευή ένα ρεπορτάζ για την πολιτική αναταραχή που έχουν δημιουργήσει στη χώρα τα PCR και η αισχροκέρδεια με κυβερνητικές πλάτες, παραθέτοντας μεταξύ άλλων και το τι συμβαίνει στις χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης.

«Στην πράξη, όλοι οι Έλληνες πολίτες πηγαίνουν σε ιδιωτικά εργαστήρια και επομένως πληρώνουν για τα PCR τεστ έχοντας επιπλέον οικονομική επιβάρυνση. Ωστόσο, στην υπόλοιπη Ευρώπη, τα PCR τεστ χορηγούνται δωρεάν εάν κάποιος έχει συμπτώματα COVID ή πάρει συνταγή από γιατρό» αναφέρει εύγλωττα το δημοσίευμα. Παρακάτω, παραθέτει τι ισχύει σήμερα για τα PCR σε μία σειρά χωρών, όπως η Πολωνία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Σλοβενία, η Αλβανία, η Ουγγαρία, η Σερβία, η Κροατία, η Ρουμανία, η Πορτογαλία, η Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία. Κοινός τόπος όλων των παραπάνω, το γεγονός πως με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, οι κυβερνήσεις παρέχουν δωρεάν τεστ PCR στους πολίτες που τα χρειάζονται.

«Οι μόνοι πολίτες της ΕΕ που πληρώνουν για τα μοριακά τεστ είναι οι Έλληνες» ο τίτλος που προκύπτει αβίαστα από το δημοσίευμα του αξιόπιστου ευρωπαϊκού μέσου είναι ίσως η αιτία που κανένα συμπολιτευόμενο μέσο στη χώρα μας δεν το αναπαρήγαγε, παρότι το ρεπορτάζ είναι εξόχως λεπτομερές. Παρομοίως και με το έτερο ρεπορτάζ του ίδιου μέσου την ίδια ημέρα, για ένα ακόμα ζήτημα που απασχολεί σύσσωμες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αυτό του ανοίγματος των σχολείων.

Με τίτλο «Πέντε κράτη της ΕΕ υιοθετούν υψηλού ρίσκου προσέγγιση για το άνοιγμα των σχολείων», το δημοσίευμα περιγράφει αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο θα ανοίξουν την προσεχή εβδομάδα τα σχολεία στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών. Το δημοσίευμα έρχεται με παράθεση αναλυτικών στοιχείων να εξηγήσει αυτό που τα ελληνικά ΜΜΕ περιγράφουν ως «Τα σχολεία στην Ευρώπη ανοίγουν κανονικά παρά την έκρηξη της Όμικρον». Ενδεικτικά, αναφέρεται πως στη Σλοβενία, την Τσεχία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία, η ύπαρξη ενός θετικού κρούσματος αρκεί για να κλείσει η τάξη. Τρία κρούσματα για το κλείσιμο της τάξης είναι απαραίτητα για την Ιταλία και την Ισπανία, ενώ σε Γερμανία και Γαλλία αποφασίζουν μεν οι κατά τόπους περιφερειακές αρχές, με όρια όμως που δεν ξεπερνούν τα τρία κρούσματα ή το 20% θετικών κρουσμάτων στον πληθυσμό των μαθητών.

Με εξαιρέσεις που μετριούνται στο δάχτυλο του ενός χεριού, σχεδόν κανένα συστημικό μέσο ενημέρωσης δεν αναπαρήγαγε ούτε αυτό το ρεπορτάζ. Χαρακτηριστικό του σιωπητηρίου που έπεσε, παρά τις αιτιάσεις της κυβέρνησης πως «όλοι ανοίγουν κανονικά», είναι το γεγονός πως δεν υπήρξε αναπαραγωγή ούτε για ρεπορτάζ του Star Channel που παραθέτει τα παραπάνω στοιχεία.

«Οι απαράτσικ των Αθηνών»

Μία ημέρα πριν την εκπνοή του περασμένου Δεκεμβρίου, το δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Tageszeitung έγραφε για τη «Βιομηχανία των μετακλητών στην Ελλάδα», όπως αναπαρήγαγαν λίγα ΜΜΕ του συστημικού Τύπου. Με τον τίτλο του ρεπορτάζ να παρομοιάζει τους μετακλητούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη με τους καρεκλοκένταυρους της γραφειοκρατίας της Σοβιετικής Ένωσης, η γερμανική εφημερίδα χρησιμοποιεί ακόμα και αμετάφραστο τον όρο «Metakliti», περιγράφοντας πως κατά τη θητεία της αυξήθηκαν από 1.710 για τους οποίους επέκρινε την κυβέρνηση Τσίπρα, σε 3.138 τον περασμένο Οκτώβριο. Ακόμα, συνυπολογίζοντας προέδρους και μέλη επιτροπών κρατικών οργανισμών και άλλες περιπτώσεις, κάνει λόγο για 14.957 «απαράτσικ της Νέας Δημοκρατίας που πληρώνονται με χρήματα των φορολογούμενων», σημειώνοντας και το γεγονός πως οι μισθοί τους αυξήθηκαν το ίδιο διάστημα κατά 65-70%. Επίσης, στο άρθρο-κόλαφος γίνεται λόγος ακόμα και για το γεγονός πως κατά την προεδρία Μητσοτάκη, τα δάνεια της Νέας Δημοκρατίας αυξήθηκαν κατά 142 εκατ. ευρώ.

Όλα τα παραπάνω δεν βρήκαν χώρο στην πλειοψηφία των συστημικών ΜΜΕ, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως το άρθρο χρησιμοποιεί για να περιγράψει την κατάσταση με τους μετακλητούς το παράδειγμα του Γρηγόρη Ψαριανού. Αναφέρεται δηκτικά στο γεγονός πως «έχει αλλάξει κόμματα όσο συχνά άλλοι αλλάζουν φανελάκι», περιγράφοντας πως ο μετακλητός υπάλληλος του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Παναγιώτη Πικραμένου, δεν χρειάστηκε να συμπληρώσει καμία αίτηση, ούτε να εκπληρώσει κανένα κριτήριο για να πάρει τη δουλειά.

Αξίζει να σημειωθεί πως αντίστοιχο ύφος και στοιχεία περιελάμβανε το περασμένο καλοκαίρι και το δημοσίευμα με το οποίο η γερμανική Berliner Zeitung «γιόρτασε» τα δύο χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Το εν λόγω δημοσίευμα ακολουθούσε την πορεία ενός ακόμα καρεκλοκένταυρου, του Αντώνη Πανούτσου αυτή τη φορά, περιγράφοντας πως μόλις απέτυχε να εκλεγεί πήρε θέση στην κρατική τηλεόραση. «Αυτό που μετράει δεν είναι η ικανότητα και τα επαγγελματικά προσόντα, αλλά η πιστή συμπεριφορά και ο συγχρωτισμός με την εξουσία» συμφωνούν και τα δύο δημοσιεύματα.

Πληγές στο «φιλελεύθερο» προφίλ της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Ξεφυλλίζοντας τις αναφορές του διεθνούς Τύπου για την Ελλάδα τον περασμένο Δεκέμβριο, δύο ακόμα δημοσιεύματα αποτέλεσαν κόλαφο για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ακουμπώντας το πλέον καυτό ζήτημα. Αυτό της ελευθερίας του Τύπου στη χώρα και των απειλών που βιώνουν στη χώρα οι δημοσιογράφοι. Στις 19 Δεκεμβρίου, το γαλλικό France24 έγραψε πως «Οι Έλληνες δημοσιογράφοι καταγγέλλουν υποχώρηση της ελευθερίας του Τύπου», και δύο ημέρες αργότερα, η γερμανική Deutsche Welle αναρωτιόταν εάν «Παρακολουθούνται δημοσιογράφοι στην Ελλάδα;».

Έτερα τα δημοσιεύματα αναφέρθηκαν εκτενώς σε μία σειρά σοβαρών παραβιάσεων της ελευθερίας του Τύπου στη χώρα, ακολουθώντας τη σειρά ανακοινώσεων διεθνών δημοσιογραφικών οργανισμών και ενώσεων που είχε ως αποτέλεσμα και την παρέμβαση του Media Freedom Rapid Response (MFRR), με αποστολή στη χώρα μας. Αναφορές τόσο βαρυσήμαντες, που είναι να απορεί κανείς πόσο φιλελεύθερο προκύπτει το προφίλ της κυβέρνησης Μητσοτάκη στα μάτια ενός ξένου παρατηρητή.

Συγκεκριμένα, γίνεται αναλυτική αναφορά στις παρακολουθήσεις δημοσιογράφων και ακτιβιστών που αποκάλυψε η Εφημερίδα των Συντακτών, στις επιθέσεις που δέχτηκε η Ολλανδή ανταποκρίτρια Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ μετά το επεισόδιο με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, στη βιομηχανία αγωγών από εταιρείες κατά δημοσιογράφων, στη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ και τις «κολλημένες» έρευνες της αστυνομίας. Κι ακόμα, στη χαμηλότατη θέση (70η) που καταλαμβάνει πλέον η χώρα στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου για το 2021 των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF), αλλά και στη λογοκρισία υπό την κάλυψη του περιορισμού των fake news που θέσπισε η κυβέρνηση.

Μάλιστα, αυτό το τελευταίο ήταν και η αιτία που το Μέγαρο Μαξίμου λογόκρινε τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στην Washington Post, εξαφανίζοντας τις ερωτήσεις και τις… απαντήσεις που αφορούσαν τη θέσπιση του νέου Ποινικού Κώδικα για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Μία λογοκρισία που ήταν αδύνατο να γίνει στην τηλεοπτική συνέντευξή του στο CNN, όταν η δημοσιογράφος τον εξέθεσε αποκρούοντας με στοιχεία τους ισχυρισμούς για την πορεία του εμβολιαστικού προγράμματος στη χώρα.

Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, τα χτυπήματα που δέχεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη από τον ξένο Τύπο το τελευταίο διάστημα προκύπτουν σφοδρά και αλλεπάλληλα. Σημειώνεται δε πως και το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση έχει καταγγελθεί από διεθνή μέσα ενημέρωσης, για ζητήματα όπως η διαφθορά και οι φονικές επαναπροωθήσεις σε θαλάσσια και χέρσα σύνορα. Φυσικά, δεν προκύπτει από πουθενά πως η κυβέρνηση έχει μπει στο στόχαστρο των ξένων δημοσιογράφων για κάποιο λόγο, ούτε πως κάποια από αυτά υποκινούνται από την αντιπολίτευση. Απλώς, τα ξένα μέσα ενημέρωσης κάνουν τη δουλειά τους, με αποτέλεσμα -άλλες φορές ευθέως και άλλες εξ αντανακλάσεως- να εκτίθεται η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Πολλές φορές, έως και ανεπανόρθωτα.

 

 

 

Documento Newsletter