Ο διάβολος κρύβεται και στις σιωπές

Διάβασα με ενδιαφέρον το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και ένιωσα κάπως περίεργα! Δεν διαφωνούσα σχεδόν σε τίποτε, οι προτάσεις γενναιόδωρες και ανθρωπιστικές, οι παρατηρήσεις για την πράσινη ανάπτυξη σχεδόν στο σύνολό τους σωστές, οι κριτικές στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εύστοχες, οι προτάσεις για τα εργασιακά εξαιρετικές, οι τοποθετήσεις για προβλήματα ισότητας σωστές, η κριτική για τους θεσμούς στη σωστή κατεύθυνση, αλλά μου έμεινε ένα συναίσθημα ανεκπλήρωτου στόχου για ένα συνέδριο αντεπίθεσης. Η κριτική μου δεν ήταν κυρίως σε όσα έλεγε, αλλά σε όσα παρέλειπε να αναφερθεί και ένας φόβος ότι δίχως τα «αποσιωπημένα» έχουμε απλώς μια συμπαθή έκθεση ιδεών.

Θα ήθελα να επισημάνω τους τομείς για τους οποίους νομίζω ότι… τσούζουν περισσότερο (τουλάχιστον για μένα) αυτές οι σιωπές:

1) Ο χαρακτηρισμός των αντιπάλων. Στο κείμενο αναλύεται η αντιπαλότητα με τη Νέα Δημοκρατία ως δομή και με τον νεοφιλελευθερισμό ως ιδεολογία, αλλά το 2015 δεν μας τσάκισε και δεν μας έκαναν να αποδεχτούμε νεοαποικιακούς όρους η Νέα Δημοκρατία και οι σύμμαχοί της στη χώρα ούτε ως «ιδεολογία» ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά ένα συγκεκριμένο πλαίσιο δομών, η τρόικα, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Τράπεζα, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην ουσία και κυρίως, η γερμανική ισχύς και η ξεβρακωμένη προς αυτή γαλλική σοσιαλδημοκρατία. Τα μέτρα που μας επιβλήθηκαν δεν ήταν απλώς «νεοφιλελεύθερα», ήταν και νεοαποικιακά όπως η δίχως διαγωνισμό παραχώρηση της πλειονότη- τας των αεροδρομίων της αδύναμης χώρας σε δημόσια επιχείρηση της ισχυρής. Η θέσπιση δομών επιτήρησης και ελέγχου όπως το ΤΑΙΠΕΔ και οι ανάλογες μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν με διάφορες «ανεξάρτητες αρχές», ανεξάρτητες από τον ελληνικό λαό αλλά όχι ανεξάρτητες από τους επικυρίαρχους.

2) Η αποσιώπηση των κινδύνων σε περίπτωση προσπάθειας πραγματοποίησης του προγράμματος.

Τι θα κάνει μια κυβέρνηση με «κορμό» τον ΣΥΡΙΖΑ αν παραδείγματος χάριν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιδράσει σε μια θέσπιση νόμου πραγματικής προστασίας της πρώτης κατοικίας ή σε μια πολιτική που προστατεύοντας τους μικρούς επιχειρηματίες δανειολήπτες θίγει τα συμφέροντα των τραπεζών και ιδίως των αρπακτικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών στους οποίους έχουν πουλήσει αυτά τα δάνεια;

Η συνεπής πραγματοποίηση αυτού του προγράμματος νομίζω ότι έρχεται σε κάθετη σύγκρουση με τις υποχρεώσεις της «ενισχυμένης εποπτείας».

Πώς θα αντιμετωπιστεί αυτός ο σκόπελος; Ποιες προτάσεις από μέλη ή και από άλλες πολιτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε ένα πρόγραμμα πάλης;

3) Η έλλειψη κάποιας αυτοκριτικής για τους λόγους της ήττας του 2015 και της συνθηκολόγησης αντίθετα με την ψήφο του λαού.

Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω κάποια βεβαιότητα ότι έφταναν το κουράγιο και η επιμονή στο «όχι» για να κέρδιζε τότε η χώρα, αλλά ποτέ δεν έγινε μια γενναία συζήτηση για το τι λάθη εκτιμήσεων κάναμε και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε σαν εκ-βιασμούς στους εκβιαστές και δεν κάναμε.

Όλα περιορίστηκαν στο «με τον Βαρουφάκη ή με τον Τσίπρα», «με την Κωνσταντοπούλου ή με τον Τσίπρα» «με τον Λαφαζάνη ή με τον Τσίπρα» και μετατράπηκε η πολιτική συζήτηση σε πολιτικά καλλιστεία. Η συζήτηση αυτή έχει μείνει μια μαύρη τρύπα για την πορεία της Αριστεράς στη χώρα!

4) Η έλλειψη αυτοκριτικής για λάθη που έγιναν από το 2015 μέχρι σήμερα και που είναι αντίθετα με το πνεύμα του προγράμματος.

Πώς να γίνει πιστευτός ο λόγος για πράσινη μετάβαση όταν υπογράφεται η σύμβαση CETA που δίνει μεγάλες εξουσίες στις καναδικές εξορυκτικές πολυεθνικές και ακόμη δεν έχει αναγνωριστεί ως σύμβαση που θα πρέπει να καταργηθεί το νωρίτερο δυνατόν; Πώς να γίνει πιστευτός ο λόγος γα πράσινη μετάβαση όταν υπογράφονται από κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συμβάσεις με πολυεθνικές για έρευνες για υδρογονάνθρακες στις ευαίσθητες και σεισμοπαθείς ελληνικές θάλασσες; Πώς να γίνει πιστευτός ο περιβαλλοντικός λόγος αν η ψήφιση από τον ΣΥΡΙΖΑ του νόμου για το Ελληνικό μπαίνει στο κεφάλαιο του «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε!»; Γιατί η σιωπή για τον γραφειοκρατικό τρόπο που αντιμετωπίστηκε η ΕΡΤ όταν επανάνοιξε ενώ θα μπορούσε η κυβέρνηση να επωφεληθεί από το αυτοδιοικητικό πείραμα των αγωνιζόμενων υπαλλήλων της και να θεσπίσει αυτοδιοικητικά στοιχεία στη λειτουργία της, ώστε να μην γίνεται εύκολα το φερέφωνο της εκάστοτε κυβέρνησης;

5) Η σιωπή για το πώς θα ανακτήσουμε την λαϊκή κυριαρχία καταργώντας την «ενισχυμένη επιτήρηση».

Σε ένα πρόγραμμα που θα ήθελε να είναι πιστικό θα έπρεπε να υπήρχαν τουλάχιστον ρητές διακηρύξεις για τον απεγκλωβισμό από την «ενισχυμένη επιτήρηση».

6) Η ασάφεια και η γενικολογία στα ζητήματα δημοκρατίας. Με απλή πανάκεια την αναφορά της απλής αναλογικής (δηλαδή της έντιμης κομματοκρατίας) ως τον υπέρτατο στόχο και με μια ολιγόλογη μόνο αναφορά στην άμεση επέμβαση του λαού με δημοψηφίσματα δεν καλύπτεται η ανάγκη για μια ριζοσπαστική επανίδρυση της δημοκρατίας πέρα από τα όρια της αιρετής μοναρχίας στα οποία κολυμπάει σήμερα στην Ελλάδα και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες!

Για να γίνει πιστευτό ένα πρόγραμμα πρέπει σε αυτό να υπάρχουν και τα στοιχεία που κάνουν πιστευτή την απόφαση των οπαδών αυτού του προγράμματος να το υλοποιήσουν όποιες και να είναι οι διεθνείς αντιδράσεις, αλλιώς κινδυνεύει να αντιμετωπιστεί από τον λαό σαν απλώς μια συμπαθής έκθεση ιδεών.

Η ψήφος του λαού θα πάει στους οπαδούς αυτού του προγράμματος όχι αν πείσουν ότι «θα ήθελαν να…» αλλά ότι «θέλουν να το πραγματοποιήσουν και ότι θα παλέψουν γι’ αυτό, έστω και αν αυτή η πάλη τους φέρει σε σύγκρουση με ισχυρές δυνάμεις μέσα κι έξω από τη χώρα!».

*Ο Δημήτρης Σκαρπαλέζος είναι συνταξιούχος επίκουρος καθηγητής Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Paris Diderot.

Ετικέτες