Ο δεύτερος γύρος της συντήρησης

Ο δεύτερος γύρος της συντήρησης

«Η δίκη αυτή είναι συνέχεια της προηγούμενης δίκης. Είναι στην ουσία επανάληψη της προηγούμενης. Ο 2ος γύρος» σημειώνει ο Νίκος Μπελογιάννης στο μπλοκ που χρησιμοποίησε από την έναρξη της δεύτερης δίκης έως και τις τελευταίες ώρες πριν από την εκτέλεση.

Η νέα δίκη ξεκινά στις 15 Φεβρουαρίου 1952, τρεις μήνες μετά τη λήξη της πρώτης, με την οποία ο Μπελογιάννης και έντεκα σύντροφοί του είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Κατηγορούμενοι στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών η ηγεσία του ΚΚΕ που βρισκόταν εκτός Ελλάδας και κατ’ αντιμωλίαν (αντιδιασταλτικός όρος στην ερημοδικία) οι Νίκος Μπελογιάννης, Ελλη Ιωαννίδου, Δημήτρης Μπάτσης, Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος, Μαρία Καλούμενου, Χάρης Τουλιάτος, Στέργιος Γραμμένος, Τάκης Λαζαρίδης, Δημήτρης Καλοφωλιάς, Μαρία Φωκά και άλλοι 18 κατηγορούμενοι. Σύνολο των παρόντων, 29.

Η «ανακάλυψη» ασυρμάτων μερικές μέρες νωρίτερα σε γιάφκες του ΚΚΕ στη Γλυφάδα και την Καλλιθέα από την Ασφάλεια, με τους οποίους η παράνομη οργάνωση της Αθήνας ερχόταν σε επαφή με την κομματική ηγεσία στο εξωτερικό, είχε δώσει νέα τροπή στην υπόθεση. Το νέο κατηγορητήριο που φόρτωσαν αναδρομικά στον Μπελογιάννη και στους συντρόφους του στηριζόταν στον μεταξικό νόμο 375 του 1936 για την τιμωρία των εγκλημάτων κατασκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών που απειλούσαν την εξωτερική ασφάλεια της χώρας.

Η νέα δίκη ήταν «βελτιωμένη και επιτελικά οργανωμένη» εκτιμά ο Μπελογιάννης, προσδιορίζοντας στη συνέχεια τα χαρακτηριστικά της: «Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι οργανώθηκε βιαστικά και δεν δόθηκε καιρός να δούμε τους δικηγόρους μας που μας επισκέπτονταν με το δελτίο στην Ασφάλεια, ο ένας πίσω από τον άλλον. Ακόμη ούτε να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα στοιχεία δεν μας δόθηκε καιρός, τα οποία θα μας έδιναν τη δυνατότητα να αντικρούσουμε τους μάρτυρες κατηγορίας. Η σπουδή αυτή είναι τελείως ανεξήγητη, εκτός αν πιστέψει κανείς σ’ αυτά που γράφει ο Παπανδρέου στο προηγούμενο φύλλο της “Ελλάδος” ότι χρειάστηκε ξένη θέληση για να γίνει η δίκη.

Μια άλλη παρατήρηση που έχει να κάνει ένας κατηγορούμενος είναι η καταθλιπτική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία διοργανώθηκε και διεξάγεται η δίκη, όχι από την πλευρά του δικαστηρίου αλλά από το γεγονός ότι και η προανάκριση αλλά και η τακτική ανάκριση έγινε μέσα από τα απομονωτήρια της Ασφάλειας. Και από το γεγονός ότι ακόμη κρατούνται εκεί οι κατηγορούμενοι και από τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρονται εδώ, που είναι πολύ θεαματικός και τρομοκρατικός. Η σύνθεση του ακροατηρίου έκανε και τις εφημερίδες ακόμη να διαμαρτύρονται. Ολα αυτά πολλούς κατηγορούμενους τους εμποδίζουν να έχουν και ελευθερία βούλησης και σκέψης ακόμη».

«Μη μας κρύβετε την κομμουνιστική συνωμοσία»

«Επειτα άλλη παρατήρηση είναι μια απογοήτευση που ένιωσαν πολλοί που περίμεναν τίποτε τρομερές και φοβερές αποκαλύψεις από τη δίκη αυτή και από τον θόρυβο που έγινε και τελικά επαλήθευσε το ρητό ότι “ώδινεν όρος και έτεκε μυν”. Η αυτή απογοήτευση εκδηλώνεται και στον ίδιο τον Τύπο, ο οποίος άρχισε να λέει ότι “απεκρύβησαν” διάφορα σήματα, ότι “δεν ανεκοινώθησαν” κ.λπ. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει να γίνονται μια σειρά διαψεύσεις ότι τα κείμενα αφορούν την ασφάλειαν του κράτους, κατόπιν μια άλλη διάψευση ότι δεν υπάρχουν άλλα κείμενα. Εννοείται ότι ο Τύπος επιμένει ότι υπάρχουν και άλλα, ακόμη και χθες. Αυτό δεν αποδεικνύει ότι αποκρύφτηκαν σήματα, κάνει όμως τον καθένα να υποθέσει ότι πρόκειται για μαγειρείο σημάτων.

Αλλη παρατήρηση είναι μια πρωτοφανής ατμόσφαιρα προκατάληψης, κυριότατα από τους μάρτυρες κατηγορίας και ειδικά τη σύνθεση των μαρτύρων κατηγορίας. Οι μάρτυρες κατηγορίας είναι όλοι σχεδόν οι από 25ετίας διώκτες μας, όλοι οι διώκτες του κομμουνισμού, και νομίζει κανείς ότι ήλθαν εδώ πέρα να ξοφλήσουν όλους τους λογαριασμούς τους, όχι όμως με τρόπο καλόπιστο και ειλικρινή».

Ποιος και γιατί θέλει τον Μπελογιάννη νεκρό;

Το πολιτικό κλίμα της εποχής, έτσι όπως διαμορφωνόταν στην Ελλάδα και στον κόσμο, έχει άμεση σχέση με την απάντηση. Υστερα από δέκα χρόνια πολεμικών συγκρούσεων η χώρα έμπαινε σε μια περίοδο στην οποία κυριαρχούσαν δύο αντίρροπες δυνάμεις σε σχέση με τη διαχείριση του κατοχικού παρελθόντος, της Κατοχής έτσι όπως προβαλλόταν στο μέλλον. Από τη μια υπήρχε η λογική της συνέχισης του πολιτικού αποκλεισμού της Αριστεράς και της κοινωνικής περιθωριοποίησης των οπαδών της και από την άλλη το αίτημα της ειρήνευσης και του εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής για να τεθούν εκ νέου οι βάσεις της πολιτικής ανασυγκρότησης.

Οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις μετά τη λήξη του Εμφυλίου μέσα στη πολυδιάσπαση και την αστάθεια του πολιτικού χώρου είχαν αναδείξει το κέντρο ως βασικό πολιτικό παράγοντα. Παράλληλα, παρά την αστυνομική τρομοκρατία, η Δημοκρατική Παράταξη αρχικά και η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) στη συνέχεια είχαν συγκεντρώσει γύρω στο 10% των ψήφων, προκαλώντας πανικό στους ακραίους αντιδραστικούς κύκλους και τους Αμερικανούς προστάτες τους.

Μπροστά στην προοπτική της συνεργασίας του κέντρου, όπως εκφραζόταν στο πολιτικό μόρφωμα της ΕΠΕΚ (Εθνική Προοδευτική Ενωσις Κέντρου) υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα, με την Αριστερά, οι κύκλοι αυτοί επιδίωξαν να ματαιώσουν στην πράξη οποιαδήποτε επικοινωνία ή συνεργασία. Και αυτό σε μια περίοδο που τόσο το ΚΚΕ, μέσω του Μπελογιάννη, όσο και οι βουλευτές της ΕΔΑ έριχναν γέφυρες συνεργασίας, προωθώντας την ειρήνευση και ζητήματα κοινωνικής πολιτικής. Κάτω από αμερικανικές πιέσεις και προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία, η κυβέρνηση Πλαστήρα συνέχισε τις διώξεις σε βάρος της Αριστεράς και φαλκίδευσε τα μέτρα ειρήνευσης παρά τις προεκλογικές της δεσμεύσεις.

Η δίκη Μπελογιάννη έρχεται επιπλέον σε μια περίοδο σκλήρυνσης της στάσης των Αμερικανών μετά την επικράτηση του Μάο στην Κίνα και το ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας. Για την –υστερική σχεδόν– αμερικανική ερμηνεία της πραγματικότητας τα κομμουνιστικά κόμματα θεωρούνταν προγεφυρώματα μιας επικείμενης σοβιετικής επίθεσης. Στην υπόθεση Μπελογιάννη είχαν ενεργή και όχι μόνο παρασκηνιακή επέμβαση στη διαδικασία, καθώς όλες τις ανακρίσεις τις διεξήγαγαν και Αμερικανοί πράκτορες (ή παρευρίσκονταν), όπως ο Ρόμπερτ Ντρίσκολ. Τον έλεγχο της διαδικασίας ασκούσε κλιμάκιο της CIA στην Ελλάδα με επικεφαλής τον Τομ Καραμεσίνη.

Την ίδια περίοδο που καταδιωκόταν ο Μπελογιάννης, στην Αμερική η διαβόητη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του γερουσιαστή ΜακΚάρθι συνέχιζε τη δράση της, με τραγικότερη των περιπτώσεων την καταδίκη και εκτέλεση του ζεύγους Ρόζενμπεργκ, ενώ μεγάλες αναλογίες παρουσιάζει η δίωξη του γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας Ζακ Ντικλό, ο οποίος συνελήφθη με την κατηγορία της απειλής της εσωτερικής ασφάλειας, όπως και ο διευθυντής της «Humanité» και ανώτερα στελέχη του γαλλικού ΚΚ.

Μέσα σε αυτό το κλίμα σκηνοθετείται εν Ελλάδι η νέα δίκη για να επισφραγίσει την πολιτική απομόνωσης της Αριστεράς. Ως διά μαγείας ανακοινώνεται από τις εφημερίδες ότι ανακαλύφθηκαν ασύρματοι του ΚΚΕ. Πρώτα από όλα στη Γλυφάδα, στο σπίτι του πτηνοτρόφου Ηλία Αργυριάδη, όπου κατασχέθηκαν δύο ασύρματοι και «άλλο υλικό», και στη συνέχεια στην Καλλιθέα, στο σπίτι του επιπλοποιού Νίκου Καλούμενου, στην οδό Λυκούργου 39. Η ανακάλυψη έγινε κατόπιν υποδείξεων από τα ραδιογωνιόμετρα του αεροπλανοφόρου «Φρ. Ρούσβελτ» που είχε καταπλεύσει στον Πειραιά και ενός αμερικανικού ελικοπτέρου. Οπως γράφτηκε στο ρεπορτάζ, στην κρύπτη της Καλλιθέας εντοπίστηκε ο χειριστής του ασυρμάτου Νίκος Βαβούδης, στέλεχος του ΚΚΕ με μεγάλη εμπειρία στην παρανομία, ο οποίος αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι αφού προηγουμένως έκαψε όλα τα έγγραφα.

Για την ίδια υπόθεση είχε συλληφθεί το μεσημέρι της 23ης Οκτωβρίου 1951 στην οδό Σοφοκλέους, λίγο μακρύτερα από τα γραφεία του αριστερού περιοδικού «Ανταίος», του οποίου διευθυντής ήταν, ο γνωστός οικονομολόγος και δικηγόρος Δημήτρης Μπάτσης. Εκ πρώτης όψεως η υπόθεσή του δεν φαινόταν να έχει καμιά σύνδεση με την ιστορία των ασυρμάτων, όπως παραδέχθηκε στην κατάθεσή του ο αστυνομικός διευθυντής Ιωάννης Πανόπουλος. Επιπλέον, συλλαμβάνεται και ο στρατιώτης Τάκης Λαζαρίδης, γιος του συνδικαλιστή και μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ Κώστα Λαζαρίδη, ο οποίος είχε εκτελεστεί από τους Γερμανούς στην Κατοχή. Μαζί στο εδώλιο και η ηθοποιός Μαρία Φωκά.

«Ο πατριωτισμός μετριέται στα δύσκολα»

Η δίκη ξεκίνησε στις 15 Φεβρουαρίου 1952, εν μέσω εντυπωσιακών αποκαλύψεων από τα τηλεγραφήματα των ασυρμάτων. Δημοσιεύτηκε μάλιστα μέχρι και ο κρυπτογραφικός κώδικας επικοινωνίας. Οι λεπτομέρειες ενέπλεκαν όλους όσοι είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανασύνταξη της Αριστεράς της εποχής.

Πρόεδρος του Διαρκούς Στρατοδικείου ήταν ο αντιστράτηγος της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Σίμος και βασιλικός επίτροπος ο συνταγματάρχης Αθανασούλης. Ως μάρτυρες κατηγορίας εξετάστηκαν ο διοικητής της Γενικής Ασφαλείας Θ. Ρακιντζής, ο ταξίαρχος Π. Νικολόπουλος (αρχηγός της Υπηρεσίας Πληροφοριών του ΓΕΣ και επικεφαλής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών), ο Ι. Πανόπουλος, διευθυντής της αστυνομίας. Καταθέσεις κατηγορίας έδωσαν και δεκάδες αξιωματικοί της αστυνομίας που αναπαρήγαγαν τις στερεότυπες κατηγορίες προς το ΚΚΕ, όπως τις είχαν διδαχθεί στα προπαγανδιστικά φυλλάδια. Ηταν τέτοιο το κλίμα ζόφου και τρομοκρατίας που στο δικαστήριο εμφανίστηκαν ελάχιστοι μάρτυρες υπεράσπισης.

Στη νέα αυτή δίκη ο Μπελογιάννης αντικρούει με πυγμή όλες τις κατηγορίες. Κάνει λόγο για δίκες σκοπιμότητας που στόχο έχουν τη συντήρηση του κλίματος ανωμαλίας στη χώρα. Σε αντίστιξη τονίζει τους αγώνες του ΚΚΕ για την εθνική ανεξαρτησία και τι είναι αυτό που ορίζεται ως πατριωτισμός.

«Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος ή και ατόμων ακόμη κρίνεται όταν κινδυνεύει η ανεξαρτησία, η ελευθερία και ακεραιότητα της πατρίδας μας. Εκεί βρίσκεται η λυδία λίθος, αυτό είναι το κριτήριο για τον πατριωτισμό ενός κόμματος. Και αν θελήσει κανείς με τέτοια κριτήρια να κρίνει το ΚΚΕ θα δει ότι δεν είναι κόμμα προδοτικό αλλά αντίθετα είναι καθαρά ελληνικό και πατριωτικό. Και υπάρχει τέτοιο παράδειγμα. Οταν κινδύνευσε η ανεξαρτησία, η ελευθερία και η ακεραιότητα της πατρίδας μας από την επίθεση του Μουσολίνι, ο Ζαχαριάδης μέσα από τη φυλακή έγραψε εκείνο το περίφημο γράμμα του που καλούσε όλους τους Ελληνες να μετατρέψουν κάθε γιοφύρι και χωριό σε κάστρο του απελευθερωτικού αγώνα. Και ο ίδιος ο Μεταξάς αναγκάστηκε να το δημοσιεύσει στις εφημερίδες και να το μεταδώσει και στο μέτωπο ακόμη αυτή την εποχή. Και εδώ πρέπει να δούμε και ένα άλλο σημείο. Οτι το ΚΚΕ δεν έκανε καμιά υποχώρηση και στην τότε διεθνή κατάσταση. Τότε η Σοβιετική Ενωση είχε κάνει σύμφωνο με τη Γερμανία γιατί δεν ήθελε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό άλλων και ήθελε να προετοιμαστεί καλύτερα για τη σύγκρουση που επερχόταν. Θα μπορούσε να νομίσει κανείς ότι αλλιώς θα αντιμετωπιστούν από τον Ζαχαριάδη τα πράγματα. Δεν έγινε όμως αυτό.

Οταν η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Γερμανοϊταλοβουλγάρους φασίστες, εμείς πολεμήσαμε νομίζω και με το παραπάνω στην περίοδο αυτή και όχι μόνο τους Γερμανοϊταλούς φασίστες. Εμείς πολεμήσαμε και τους Βουλγάρους φασίστες, πρώτα πρώτα με το όπλο στη Μακεδονία και Θράκη και έχουμε ένα σωρό θύματα εκτελεσμένων. Ενώ, αντίθετα, μπορεί κανείς να κάνει μια άλλη παρατήρηση: τον Φίλοφ που ήταν πρωθυπουργός όταν έγινε η εισβολή στην Ελλάδα, τον είχαν ανακηρύξει εδώ πέρα επίτιμο καθηγητή του πανεπιστημίου. Εκτός απ’ αυτό, όταν οι Γερμανοί φασίστες έδωσαν άδεια στους Βούλγαρους φασίστες να κατεβούν στη Θεσσαλονίκη, την ίδια αυτή περίοδο εμείς οργανώσαμε τη μεγάλη διαδήλωση, ποιος δεν τη θυμάται, που τελικά ματαίωσε την κάθοδο των Βούλγαρων φασιστών στη δυτική Μακεδονία. Θα σας φέρω και ατομική περίπτωση, παρόλο που δεν χρειάζεται να περιαυτολογεί κανείς πάντοτε και παντού».

Ακολουθώντας τις οδηγίες του Στρατηγείου Μ. Ανατολής

«Ανεξάρτητα από το ότι εδώ παρουσιάζονται πολλοί κατηγορούμενοι να έχουν θύματα στην περίοδο αυτή, ο Λαζαρίδης, ο Καλοφωλιάς τους ίδιους τους δικούς τους, και ανεξάρτητα από το ότι και το δικό μου σπίτι έπαθε και ανεξάρτητα από το ότι και εγώ ο ίδιος σύρθηκα στα γερμανοϊταλικά στρατόπεδα στον καιρό της Κατοχής, τον Απρίλη του 1944 στη Λακωνία, τότε που ήταν η περίοδος που οι σύμμαχοι ετοίμαζαν την απόβαση στη δυτική Ευρώπη, το δεύτερο μέτωπο, για να παραπλανηθούν οι Γερμανοί, εδώ πέρα το Στρατηγείο της Μ. Ανατολής έδωσε εντολή στον ΕΛΑΣ να αρχίσει έντονη δράση κατά των Γερμανών, με σκοπό ακριβώς αυτοί να παραπλανηθούν. Και πραγματικά άρχισε αυτή η δράση. Οι Γερμανοί νόμισαν ότι μπορεί κάτι να συμβεί εδώ πέρα και άρχισαν να παίρνουν μέτρα και ειδικότερα στη νότια Πελοπόννησο πιο πολύ.

Εκείνη την περίοδο ακριβώς στη Λακωνία πήρα μια πληροφορία ότι θα περάσει ένας Γερμανός στρατηγός με το επιτελείο του και ένα τμήμα γερμανικό για να επιθεωρήσει τα έργα που γινόντουσαν στη Νότια Πελοπόννησο και με ρώτησαν οι Αγγλοι τι θα κάνουμε, θα τους χτυπήσουμε ή όχι; Και η ερώτηση αυτή είχε το νόημά της, γιατί έναν Γερμανό στρατηγό θα τον πληρώναμε πολύ ακριβά. Είχαν προηγηθεί άλλες περιπτώσεις. Στο Κούρνοβο ανατινάχτηκε μια αμαξοστοιχία και εκτελέστηκαν 120 στελέχη του ΚΚΕ που είχαν κάνει και στην Ακροναυπλία. Σε τέτοιες στιγμές δεν χωρούν δισταγμοί και αδίσταχτα είπα “χτυπήστε τους”. Πέρασαν, δεν έχω ακριβώς την εφημερίδα και ξεχνώ το όνομα του στρατηγού, τον χτύπησαν, σκοτώθηκαν ο Γερμανός, το επιτελείο του και αρκετοί φαντάροι. Για αντίποινα οι Γερμανοί τουφέκισαν 200 στελέχη του κόμματος στο σκοπευτήριο της Καισαριανής από το Χαϊδάρι. Επίσης την ίδια ακριβώς περίοδο ανακοίνωσαν: “Ως αντίποινα διά την δολοφονίαν δύο Γερμανών Αξ/κών διαπραχθείσαν την 25 Απριλίου 1944 ανάνδρως εξ ενέδρας, διέταξα τον τυφεκισμόν 110 κομμουνιστών επί τόπου και την ριζικήν καταστροφήν του χωρίου Κυριακή. Ο Ανώτατος Αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Αστυνομίας Ελλάδος”, δηλαδή ο περιβόητος Σιμάνα. Αυτή ήταν η δική μας δράση. Και αυτές τις εκατόμβες προσφέραμε. Ετσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα, με την καρδιά μας και με το αίμα μας. Αλλο είναι τα λόγια και άλλο οι πράξεις, διότι αυτά τα γεγονότα νομίζω ότι μπορούν να κολλήσουν κάθε συκοφάντη στον τοίχο».

Ο Μπελογιάννης κλείνει την απολογία του με τα «διδάγματα της δίκης»: «Ο υπουργός των Εσωτερικών είπε ότι η δίκη αυτή θα είναι πολύ διδαχτική. Κατά τη γνώμη μου θα είναι πραγματικά διδαχτική. Το δίδαγμα που θα βγει είναι ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν χτυπιέται με τέτοια μέσα. Οπως απόδειξε η ιστορία του ως τα τώρα, έχει βαθιές ρίζες ακατάλυτες, ποτισμένες με αίμα που έχυσε στους αγώνες για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Εμείς πιστεύουμε στην πιο σωστή θεωρία που διανοήθηκαν τα πιο προοδευτικά μυαλά της ανθρωπότητας. Και η προσπάθειά μας, ο αγώνας μας είναι να γίνει η θεωρία αυτή πραγματικότητα για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο! Αγαπάμε την Ελλάδα και τον λαό της περισσότερο από τους κατήγορούς μας. Το δείξαμε όταν κινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για τον σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα. Δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω».

Παρά τις απολογίες των κατηγορουμένων, τις ενστάσεις των δικηγόρων τους (Αγ. Τσουκαλάς, Δ. Παπακυριακόπουλος, Στ. Κανελλόπουλος, Μην. Γαλέος, Δ. Μαγιλάκος κ.ά.) και τις εγχώριες και διεθνείς αντιδράσεις, ο βασιλικός επίτροπος ήταν άτεγκτος. Πρότεινε την ποινή του θανάτου για δώδεκα κατηγορουμένους και των ισόβιων δεσμών για άλλους έντεκα. Οπως σημειώνει ο ιστορικός Μιχάλης Λυμπεράτος, την αποφασιστικότητα των στρατοδικών ενίσχυσαν έμμεσα και οι Αμερικανοί. Την ημέρα που ολοκληρώθηκαν οι αγορεύσεις επισκέφτηκε τον Πλαστήρα στο σπίτι του ο Αμερικανός πρέσβης Πιουριφόι. Αλλωστε από την ελληνόγλωσση εκπομπή της «Φωνής των ΗΠΑ» εκθείαζαν τα πλήγματα που είχαν δοθεί στους «Ελληνες κατασκόπους».

Επτά «εις θάνατον» και ο γιος του ναυάρχου

Την 1η Μαρτίου του 1952 το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών αποσύρεται για να εκδώσει την τελική του απόφαση. Υστερα από τρεισήμισι ώρες, στη μία το μεσημέρι, ο πρόεδρος του δικαστηρίου Σίμος αναγγέλλει την ετυμηγορία: ο Μπελογιάννης και ο Αργυριάδης δύο φορές σε θάνατο παμψηφεί. Οι Μπάτσης, Λαζαρίδης, Καλούμενος, Ιωαννίδου μία φορά, επίσης παμψηφεί. Αλλοι δύο, ο Χαρ. Τουλιάτος και ο Μ. Μπισμπάνος, σε θάνατο με τέσσερις προς μία ψήφους. Αλλοι τέσσερις σε ισόβια δεσμά, δύο σε 20 χρόνια, τέσσερις σε 15, δύο σε δέκα χρόνια και επτά απαλλάσσονται.

Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης είναι καταιγιστικές παγκοσμίως. Εξω από τα κάγκελα το κίνημα για την απελευθέρωσή τους έχει φουντώσει και λάβει τεράστιες διαστάσεις. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο διαμαρτύρονται για την επικείμενη εκτέλεσή τους. Η απόφαση παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο Χαρίτων, το οποίο συνήλθε στις 28 Μαρτίου 1952. Την ίδια νύχτα έκανε δεκτές τις αιτήσεις χάριτος των τεσσάρων καταδικασθέντων Παππά, Λαζαρίδη, Μπισμπιάνου και Τουλιάτου και απέρριψε των άλλων τεσσάρων. Η αίτηση του Μπάτση απορρίφθηκε με τέσσερις εναντίον τριών, ενώ των άλλων παμψηφεί. Ας σημειωθεί ότι ο Δημήτρης Μπάτσης ήταν γιος ναυάρχου που βρισκόταν εν ζωή.

Ωστόσο η υπόθεση δεν έκλεισε με τις θανατικές καταδίκες. Το πρόβλημα ήταν και να εκτελεστούν. Οπως είχε δείξει η μετά το 1949 πρακτική, οι περισσότερες βρίσκονταν σε εκκρεμότητα. Κάποιες απόπειρες να πραγματοποιηθούν εκτελέσεις είχαν ματαιωθεί από κινητοποιήσεις του κόσμου και διαμαρτυρίες του Τύπου. Η γενική εντύπωση ήταν ότι η κυβέρνηση δεν θα προχωρούσε στην εκτέλεση των ποινών. Φευ!

Η Βασιλική Λάζου είναι διδάσκουσα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ 

Documento Newsletter