Τα πάντα είναι πολιτική. Ακόμη και η αντίληψη που τοποθετεί το άτομο έξω_x000D_
από την πολιτική και τους πολιτικούς, στο πεδίο μιας απολίτικης και _x000D_
αυτοϊκανοποιητικής «ουδετερότητας», είναι βαθιά πολιτική.
Αν δεν ασχολείσαι με την πολιτική, αν δεν βλέπεις τα πράγματα ως ροή πραγμάτων μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο όπου οι αποφάσεις του ενός επηρεάζουν τη ζωή του άλλου, τότε πολύ απλά έχεις κάνει ανάθεση των αποφάσεων σε αυτούς που θέλουν να καθορίσουν τη ζωή σου. Αν πάμε λίγο πίσω στα χρόνια της κρίσης, θα εντοπίσουμε την έντονη προσπάθεια να αποσυνδεθεί η βαρβαρότητα των γεγονότων από τις ευθύνες εκείνων που τα δημιούργησαν και πρωτίστως από τις πολιτικές ευθύνες και ερμηνείες.
Οι επί δεκαετίες πρωταγωνιστές τού «μαζί τα φάγανε» προσπαθούσαν να εμφανίσουν την κρίση ως μια κακορίζικη επίπτωση η οποία θα ανασταλεί μέσα από την υποταγή στη λιτότητα, την προτεσταντική πίστη στο δαντικό καθαρτήριο όραμα του Βέμπερ για τιμωρία των τεμπέληδων Ελλήνων και την επίκληση σε έναν πονηρό πατριωτισμό που κριτήριό του ήταν η αδιατάρακτη εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων.
Ηταν τότε που οι Σαμαροβενιζέλοι αισθάνονταν οικείο και συνέταιρο τον Ντάισελμπλουμ αλλά ανθέλληνα τον Αλέξη Τσίπρα και που ο εκκολαπτόμενος πρίγκιπας της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρούσε ότι πρέπει να απολυθούν χιλιάδες άνθρωποι οραματιζόμενος μια ανάπτυξη χωρίς δικαιώματα για τους εργαζόμενους, κάτι σαν τον παράδεισο της Εύας-Μαρέβας Γκραμπόφσκι με τις offshore. Την ίδια ώρα ο Σταύρος Θεοδωράκης έκοβε κουραμάνες μπροστά στις κάμερες και φωτογραφιζόταν με τις γαλότσες στους στάβλους να προαναγγέλλει την αγαπησιάρικη ανάταση με λέξεις δανεισμένες από σενάριο τηλεοπτικής εκπομπής. Σε όλους έφταιγαν οι κακομαθημένοι εργαζόμενοι, το κακό δημόσιο, οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους. Σε κανέναν τους δεν έφταιγαν οι λίστες και οι λήσταρχοι, οι offshore που φυγάδευαν το χρήμα, οι κλέφτες με τα κουστούμια, οι μίζες, οι τραπεζίτες του αέρα, οι εργολάβοι της πολιτικής, η Siemens, τα υποβρύχια που έγερναν και οι τορπίλες που τελικώς τορπίλισαν την ελληνική οικονομία.
Οταν μαζί με τις συνταγές «σωτηρίας» όλοι αυτοί έχασαν και την εξουσία, το πρώτο που έκαναν ήταν να αποστασιοποιηθούν από το παρελθόν και όσα έλεγαν. Ανοιξαν οι πόρτες στα κανάλια του Μαρινάκη και του Αλαφούζου και δομήθηκε μια νέα, τηλεοπτική πραγματικότητα. Στην αρχή προσπάθησαν να πείσουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η επερχόμενη καταστροφή, η έξοδος από την ευρωζώνη, το τέλος του κόσμου, το κακό πάνω απ’ όλα τα κακά. Θα βγαίναμε από την Ευρωπαϊκή Ενωση, θα κατέρρεε η οικονομία, θα κόβανε και άλλο τις συντάξεις, δεν θα βγαίναμε στις αγορές.
Πολύ γρήγορα η πραγματικότητα έδειξε πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να σταθεί ως επιχείρημα, ενώ η σχεδιαζόμενη «αριστερή παρένθεση» δεν τους έβγαινε. Η ισχυρότερη προσπάθεια που έκαναν, να εμφανιστεί η κυβέρνηση ως καταρρέουσα που θα αναγκαστεί να πάει σε εκλογές, μετατράπηκε σε ανέκδοτο διαρκείας. Οι συντάξεις δεν κόπηκαν, το αφορολόγητο δεν μειώθηκε, δόθηκε στον κόσμο κομμάτι από το πλεόνασμα και ήδη ο Τσίπρας ετοιμάζει μια σειρά από μέτρα για να ευνοηθεί το κοινωνικό σύνολο και να ενισχυθεί ο κοινωνικός χαρακτήρας του κράτους.
Πρακτικά λοιπόν οι «αντίπαλοι» του Τσίπρα αφενός βαρύνονται για όσα δημιούργησαν τόσα χρόνια, αφετέρου διαψεύδονται πολιτικά σε κάθε τους πρόβλεψη. Το κυριότερο είναι πως όποτε του ξεφεύγει του Κυριάκου Μητσοτάκη θυμίζει τις θέσεις του για περικοπές, απολύσεις, τη διάθεσή του για κράτος των ασφαλιστικών και των τραπεζών και το όνειρό του για μια κοινωνία που πρέπει να αποδέχεται την αδικία ως κοινωνική πραγματικότητα και φυσική κατάσταση. Νόμος για τον Κυριάκο είναι το δίκιο των offshore και της παρέας του, για την οποία είναι έτοιμος να νομοθετήσει αν του δοθεί η ευκαιρία.
Ο μόνος ασφαλής δρόμος για τον Μητσοτάκη, ιδιαίτερα γι’ αυτόν λόγω του προσωπικού του ελλείμματος, είναι η πολιτική διά της επίθεσης στα πρόσωπα. Η πολιτική αντιπαράθεση δεν πρέπει να γίνει για θέσεις και προτάσεις αλλά με τη δαιμονοποίηση του αντιπάλου. Μέσα από αυτή την τακτική η ΝΔ και τα φιλικά της ΜΜΕ, ο ίδιος ο Μητσοτάκης, επιδίδονται σε ένα συστηματικό μπούλινγκ στα μέλη της κυβέρνησης. Ο Τσίπρας είναι ψεύτης, αν και είναι ο μοναδικός πρωθυπουργός ο οποίος υλοποίησε πλήρως τις κυβερνητικές εξαγγελίες που έκανε τον Σεπτέμβριο του 2015 και φυσικά έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, ενώ απέκτησε διεθνή φήμη που τον φέρνει υποψήφιο για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Ο Νίκος Παππάς είναι γενικώς «φίλος του Πετσίτη», για τον οποίο ούτε δίωξη υπάρχει ούτε κατηγορία για κάτι που ζημίωσε το ελληνικό δημόσιο. Και τις κατηγορίες αποδίδει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, φίλος του Χριστοφοράκου, κολλητός του Νίκου Γεωργιάδη και σύζυγος της Μαρέβας Γκραμπόφσκι που φιγουράρει στα Paradise Papers (για να μην επεκταθούμε στους κουμπάρους που είναι ήδη στη φυλακή). Η Δούρου φταίει για τη φωτιά στο Μάτι, συνεχίζουν να λένε τα Μαρινάκια με φόντο την καιόμενη Παναγία των Παρισίων στην καρδιά της γαλλικής πρωτεύουσας. Για όλα όμως φταίει ο Παύλος Πολάκης. Εδώ τα πράγματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά. Η προσπάθεια ενοχοποίησης του Πολάκη δεν σχετίζεται μόνο με το γεγονός ότι τους χάλασε το φαγοπότι που είχε και αστακό από το ΚΕΕΛΠΝΟ, χαβιάρι από τη Novartis και σαμπάνια απ’ όπου έβαζαν την υπογραφή τους και το χέρι τους. Ο Πολάκης αντιπροσωπεύει και θυμίζει αυτό που προσπαθούν να ξεχάσουν. Οτι υπάρχουν τέτοιοι αριστεροί τύποι που θα επιμένουν να τους βάλουν να πληρώσουν τον λογαριασμό. Επίσης δεν μπορούν να τους αντιμετωπίσουν με τη συνήθη μπουρδολογία, με το «σεις και με το σας» των τηλεπαραθύρων.
Στο θέμα του υποψήφιου ευρωβουλευτή της ΝΔ Στέλιου Κυμπουρόπουλου, προκειμένου να αλλάξουν την ατζέντα, ενοχοποίησαν τον Πολάκη εμφανίζοντάς τον να λέει κάτι προσβλητικό για τον αγαπητό και θαυμαστό Στέλιο. Στην πραγματικότητα ο Πολάκης έθεσε τον Κυμπουρόπουλο στο πολιτικό βάθρο ως ίσο με αυτόν και του απάντησε πολιτικά ζητώντας να μην παραβλέπει την κοινωνική πολιτική (από την οποία και ο ίδιος είχε ευνοηθεί) για χάρη των βλέψεων Μητσοτάκη.
Αυτοί που πρόσβαλαν τον Στέλιο Κυμπουρόπουλο είναι όσοι χρησιμοποίησαν την αναπηρία του ρατσιστικά για να δείξουν πως ο Πολάκης επιτίθεται σε ΑμεΑ (είμαι σίγουρος πως στο μυαλό τους το λένε λιγότερο κομψά «σακάτης»). Η κ. Βόζεμπεργκ μάλιστα κάλεσε τον Πολάκη να επιτίθεται σε ίσους με αυτόν, θεωρώντας προφανώς τον Κυμπουρόπουλο υποδεέστερο στο μυαλό και στην πολιτική άποψη.
Το κακό ωστόσο είναι πως στο συστηματικό μπούλινγκ που γίνεται στην κυβέρνηση (φυσικά και στον Πολάκη) υπάρχουν και παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ που δεν αναγνωρίζουν την προσωπική επίθεση και την αθλιότητα ως αισχρή πολιτική επιλογή, αλλά είναι έτοιμοι να προσαρμοστούν στον καθωσπρεπισμό του Κυριάκου και να αναζητήσουν τους επιζήμια κακότροπους γύρω τους. Και επειδή όπως είπαμε όλα είναι πολιτική, η τακτική αυτή δεν είναι απαραίτητα ευαισθησία. Μπορεί απλώς να δείχνει ότι έχουν μετατραπεί σε αυγοτάραχο, που έλεγε η Μαρίκα Μητσοτάκη, από το οποίο (στη φτηνή του έκδοση) γίνεται η γνωστή ταραμοσαλάτα.