Ένα αφιέρωμα στον συγγραφέα που έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 77 χρόνων.
«Αγαπούσα πάρα πολύ το διάβασμα. Οι καλύτερές παιδικές μου στιγμές ήταν όταν πλάγιαζα το βράδυ με ένα βιβλίο και το προχωρούσα. Ένιωθα πάρα πολύ χαρούμενος! Λοιπόν, αυτή τη χαρά ήθελα να την κρατήσω, αλλά κατασκευάζοντας πλέον εγώ ο ίδιος τις ιστορίες» περιγράφει ο Βασίλη Αλεξάκης, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου του 1943, περιγράφει σε συνέντευξή του το 2017 στο blog του Public τα παιδικά του χρόνια. «Όταν είσαι παιδί, ο Ταρζάν, ο Νταρτανιάν, ο Ρομπέν των Δασών, όλα αυτά τα πρόσωπα, παίζουν πολύ πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή σου από τον θείο Πέτρο και τη θεία Άννα. Αυτοί ήταν οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι, αν εξαιρέσουμε τη μάνα μου. Και μου φαινόταν καταπληκτικό το να μπορώ να γράψω κάπου τις λέξεις «πρώτο κεφάλαιο». Αυτό ήθελα. Να μπορώ να γράψω στο χαρτί “κεφάλαιο πρώτο”. Ε και μετά βέβαια το θέμα είναι αν μπορείς, αν το έχεις πραγματικά ανάγκη κλπ…».
Διαβάστε επίσης: Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης
Στα 17 του έλαβε υποτροφία και έφυγε για τη Λιλ της Γαλλίας για να σπουδάσει δημοσιογραφία. Το 1969 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Le Monde για 15 χρόνια. Συνήθιζε να χαρακτηρίζει τον εαυτό του μετανάστη. Τα περισσότερα βιβλία του τα έγραψε απευθείας στα γαλλικά, ωστόσο ξεκίνησε να γράψει μυθιστόρημα πρώτα στα ελληνικά και στη συνέχεια στα γαλλικά. Σε συνέντευξή του στην Παρή Σπίνου για την Εφημερίδα των Συντακτών τον Νοέμβριο του 2016, όταν ρωτήθηκε σχετικά με τη γραφή απάντησε: «Δεν χρειάζεται να είσαι ιδιαίτερα ευφυής για να γράψεις ένα μυθιστόρημα. Χρειάζεται αθωότητα, να πιστεύεις στην ιστορία σου, να είσαι λίγο παιδί επειδή κάνεις ένα παραμύθι. Οι έξυπνοι άνθρωποι ας γράφουν δοκίμια… για την επανάσταση, πώς φτάσαμε στη χούντα, ή για τις βαθύτερες ρίζες της κρίσης».
Σε ερώτηση σχετικά με τη γραφή σε συνέντευξή του το 2013 στον Θοδωρή Αντωνόπουλο για τη Lifo είχε πει: «Είναι μυστήριο η γραφή, κανείς δεν ξέρει αν μπορεί να γίνει συγγραφέας, αν δεν το δοκιμάσει. Εγώ είχα έμμονη ιδέα να γράψω μυθιστορήματα ήδη από την ηλικία των 11. Η πραγματική ζωή μού φαινόταν –και νομίζω είναι– πολύ πιο φτωχή, πολύ πιο πεζή. Η συγγραφή είναι χτίσιμο, περιπέτεια κι επίσης μοναξιά. Απαιτεί όλο σου το είναι. Αλλά και η ίδια η ζωή εμπεριέχει μυθιστορηματικά στοιχεία. Όταν φτιάχνεις ένα σπίτι, όταν φυτεύεις ένα δέντρο, δημιουργείς ουσιαστικά εκ του μηδενός, άρα σκαρώνεις μυθιστορίες».
Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί τα έργα του «Η πρώτη λέξη», «Μη με λες Φωφώ», «Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ», «Μήπως πρέπει να κλείσουμε τα σιντριβάνια όταν βρέχει;», «Τάλγκο», «Πριν», «Η μητρική γλώσσα», «Ο μπαμπάς», «Η σκιά του Λεωνίδα», «Γδύσου», «Η καρδιά της Μαργαρίτας», «Η τελευταία νύχτα του αιώνα», «Το μυστικό του κίτρινου τάπητα», «Έλεγχος ταυτότητας», «Οι ξένες λέξεις», «Εγώ δεν…», «Greek around the world», «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα», «Το κεφάλι της γάτας», «μ.Χ.», «Το Κλαρινέτο». Το 2007 απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για το βιβλίο του «μ.Χ.», όπου άγγιξε με τόλμη την ιστορία του Αγίου Όρους. Μέσα από αυτό έγινε ευρύτερα γνωστός στη χώρα μας. Έργα του έχουν εκδοθεί, εκτός από τη Γαλλία, όπου κυκλοφορούν ταυχόχρονα σχεδόν με την Ελλάδα, στη Γερμανία, την Ισπανία, την Αρμενία, την Ιταλία, τη Ρωσία, την Τουρκία, την Αργεντική, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Ο Βασίλης Αλεξάκης συνήθιζε να συγκρίνει την ιδιότητα του συγγραφέα με του μαραγκού. Τον Φεβρουάριο του 2019 σε συνέντευξή του στον Γιώργο Βαϊλάκη για το Έθνος όταν ρωτήθηκε σχετικά με τον μύθο που υπάρχει γύρω από τους συγγραφείς, απάντησε: «Ο µεγαλύτερος µύθος, τον οποίο µε τα χρόνια τείνουµε να πιστέψουµε, είναι ότι το µυθιστόρηµα είναι η ζωή. Μέσα στο µυθιστόρηµα ζω κι εγώ – η πραγµατικότητα µου φαίνεται πάρα πολύ ανιαρή. Βέβαια µπορείς να ακούσεις έναν διάλογο, κάτι να συγκρατήσεις και να το βάλεις σε ένα βιβλίο. ∆εν λέω ότι η πραγµατικότητα είναι στείρα, όχι. Αλλά δεν σε διευκολύνει, διότι η πραγµατικότητα είναι βαρετή σαν ένας τηλεφωνικός κατάλογος».
Είχε ασχοληθεί επίσης με το χιουμοριστικό σκίτσο και με τον κινηματογράφο. Έχει δημοσιεύσει τις συλλογές «Mon amour», στην Ιταλία (“Citta armoniosa”, 1978), «Γδύσου» (Αθήνα, Εξάντας, 1982) καθώς και έξι ιστορίες με εικόνες, υπό τον γενικό τίτλο «Η σκιά του Λεωνίδα» (Αθήνα, Εξάντας, 1984) που έχουν κυκλοφορήσει και στα γερμανικά (“Leonidas’ Schatten”, Romiosini, μετάφραση του Klaus Eckhardt, 1986). Έχει σκηνοθετήσει την ταινία μικρού μήκους «Είμαι κουρασμένος», βραβείο φεστιβάλ Τουρ και Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου (1982), τις τηλεταινίες «Ο Νέστως Χαρμίδης περνά στην επίθεση» (1984) και «Το τραπέζι» (1989) και τη μεγάλου μήκους ταινία του «Αθηναίοι», η οποία απέσπασε το Α΄ βραβείο διεθνούς φεστιβάλ ταινιών χιούμορ του Charmousse (1991). Επίσης έχει ασχοληθεί με το θέατρο (“Εγώ δεν…”, “Μη με λες Φωφώ”). Ως πεζογράφος έχει τιμηθεί στη Γαλλία με τα βραβεία Αλμπέρ Καμύ, Αλεξάντρ Βαιλάτ, Σαρλ Εσμπραγιά, Medicis (το 1995, για το βιβλίο του «Η μητρική γλώσσα»).
Ο συγγραφέας εδώ και χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας και το 2018 νοσηλεύτηκε με αναπνευστικά προβλήματα. Από τότε διέμενε μόνιμα στην Αθήνα όπου και έζησε μέχρι τον θάνατο του.
Εδώ μπορείτε το αφιέρωμα που είχε κάνει στον συγγραφέα η εκπομπή «Μονόγραμμα»