Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Καλλιτεχνικός διευθυντής Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου και ιδρυτής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, γράφει στο Documento για την πορεία ενός χώρου που ξεκίνησε πριν από δύο δεκαετίες.
Η προϊστορία του Θεάτρου του Νέου Κόσμου: άρχισα να σκηνοθετώ το 1990 σε ΔΗΠΕΘΕ και κρατικά θέατρα, εγκαταλείποντας λίγο λίγο την ηθοποιία. Το 1995 ανέβασα τη «Φιλονικία» του Μαριβό στον Τεχνοχώρο Υπό Σκιάν της οδού Μαυρομιχάλη με δική μας εταιρεία, τη Νέα Σκηνή Τέχνης. Η επιτυχία μού έδωσε φτερά. Ταυτόχρονα, μισοαστεία μισοσοβαρά, άρχισα να ψάχνω για κάποια αποθήκη να τη μετατρέψω σε θέατρο. Είχα ήδη βρει τα καθίσματα, που μου τα χάρισαν από την ανακαίνιση κάποιου κινηματογράφου (στα ίδια καθόμαστε ακόμη!) και το 1996, τελείως τυχαία, ανακάλυψα την παλιά ζυθαποθήκη του ΦΙΞ, ωραίο πετρόχτιστο κτίσμα από τα τέλη του 19ου αιώνα. Πήδηξα τη μάντρα, την είδα και αποφάσισα πως θα γίνει δική μου. Η Κοραλία (Σωτηριάδου) με άκουγε στωικά. Συμπαραστάτες, επίσης από τότε μέχρι σήμερα, ο Γιάννης Χάρης και ο Χριστόφορος Λιοντάκης. Ολα τα κτίρια του ΦΙΞ είχαν περιέλθει στην Εθνική Τράπεζα. Με μεγάλο καρδιοχτύπι πήρα μέρος σε πλειοδοτικό διαγωνισμό, και –ω του θαύματος!– κέρδισα. Ολοι οι φίλοι μου, και δεν ήταν λίγοι, μου συμπαραστάθηκαν οικονομικά. Ο Αντώνης Δαγκλίδης, που δεν είναι μόνο σκηνογράφος αλλά και αρχιτέκτονας, άρχισε να το σχεδιάζει. Σε αυτόν οφείλεται και η ονομασία του θεάτρου: στον πρώτο φάκελο με σχέδια που μου έδωσε είχε γράψει απέξω «Θέατρο του Νέου Κόσμου». Προτού ακόμη αρχίσουν οι κατασκευές ανεβάσαμε δύο παραστάσεις. Τον «Κοινό λόγο» στην αυλή της αποθήκης το καλοκαίρι του 1997 με φυσικό σκηνικό κάτι παράσπιτα που έστεκαν εκεί και τη «Βρομιά» στην αδιαμόρφωτη ακόμη αποθήκη.
Ισως δεν ήταν τυχαία η επιλογή αυτών των δύο έργων: ο «Κοινός λόγος» της Ελλης Παπαδημητρίου ήταν η αφετηρία για να διερευνήσω θεατρικά τον αφηγηματικό λόγο, κάτι που με απασχολεί μέχρι σήμερα. Και η «Βρομιά» του Ρόμπερτ Σνάιντερ ήταν από τα πρώτα έργα με θέμα τον ρατσισμό απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, θεματολογία που έχει επανέλθει πολλές φορές στο θέατρό μας, με τελευταίο παράδειγμα την περσινή «Λαμπεντούζα».
Στον «Κοινό λόγο» του 1997 δούλεψα με έναν σπουδαίο γυναικείο θίασο: Σούλα Αθανασιάδου, Ανθή Ανδρεοπούλου, Ολγα Δαμάνη, Μαρία Κατσανδρή, Τζίνη Παπαδοπούλου. Τις έχω όλες στην καρδιά μου και υποκλίνομαι στη Σούλα Αθανασιάδου.
Αν κάτι χαρακτηρίζει το Θέατρο του Νέου Κόσμου είναι ακριβώς ο νέος κόσμος. Πέρα από την προσωπική μου ανάγκη θεατρικής έκφρασης, το θέατρο αυτό είναι ένας χώρος συνάντησης νέων δημιουργών που φανερά ή υπόγεια αλληλοεπηρεάζονται, ένα εργοτάξιο θεατρικών ιδεών. Μέσα στα 20 χρόνια που λειτουργεί το θέατρο έχουν ανέβει πάνω από 200 παραγωγές και συμπαραγωγές. Τουλάχιστον οι μισές έχουν ανεβεί από νέους, πολύ νέους δημιουργούς. Αυτό το μετράω στα παράσημα του θεάτρου.
Εκκολαπτήριο ηθοποιών
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Μάκης Παπαδημητρίου, Γιώργος Γάλλος, Παντελής Δεντάκης, Κόρα Καρβούνη, Μαρία Κίτσου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Κατερίνα Λυπηρίδου, Παναγιώτα Βλαντή, Κώστας Καζανάς, Βασίλης Μαυρογεωργίου, Μιχάλης Οικονόμου, Γιώργος Παπαγεωργίου, Ομηρος Πουλάκης, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Αμαλία Αρσένη… όλοι στο ξεκίνημά τους. Πρωτοεμφανίστηκαν ή έκαναν τα πρώτα τους βήματα σε αυτό το θέατρο.
Θέατρο για παιδιά που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία και ιδρύματα, που μετεξελίχτηκε σε Θέατρο Αλληλεγγύης για Παιδιά. Μια κινητή μονάδα θεάτρου, που 16 χρόνια τώρα δίνει δωρεάν παραστάσεις εκεί που υπάρχει ανάγκη των παιδιών για ψυχαγωγία: σε διαδρόμους, θαλάμους ή δωμάτια νοσοκομείων –ακόμη και για ένα μόνο παιδί αν δεν μπορεί να μετακινηθεί–, σε ιδρύματα, σε καταυλισμούς προσφύγων, τσιγγάνων, σε γυναικείες φυλακές, σε υποβαθμισμένες γειτονιές, εκεί που το θέατρο είναι άγνωστο είδος. Η θαλπωρή του θεάτρου για τους κοινωνικά αποκλεισμένους.
Στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα το 2013, στη μεγάλη έξαρση των χρυσαυγίτικων ρατσιστικών επιθέσεων που είχαν κάνει φρούριο την περιοχή, παίξαμε για όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως χρώματος και καταγωγής, με αντισυγκέντρωση αγανακτισμένων κατοίκων που προσπαθούσαν να διακόψουν την παράσταση. Ετσι βρεθήκαμε για πρώτη φορά στη ζωή μας να μας προστατεύουν τα ΜΑΤ.
Σήμερα οι Αλβανοί που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα έχουν βελτιώσει τη θέση τους στην κοινωνία. Το 2003 δεν ήταν έτσι. Τότε ανεβάσαμε στον Νέο Κόσμο τους «Εμιγκρέδες» του Μρόζεκ στα ελληνικά και τα αλβανικά, με Αλβανούς ηθοποιούς, σκηνοθέτη και συντελεστές. Ηταν μια πράξη πολιτική. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2007, ανεβάσαμε την παράσταση «Ενας στους δέκα», βασισμένη σε εμπειρίες μεταναστών που για πρώτη φορά άρθρωναν από σκηνής τον δικό τους λόγο.
Παραστάσεις-σταθμοί
Κάποιες παραστάσεις τις ξεχώρισε το κοινό, άφησαν πιο έντονο αποτύπωμα στον χρόνο, επηρεάζοντας και τον χαρακτήρα του θεάτρου: «Ο υπολοχαγός του Ινισμορ» του Μάρτιν ΜακΝτόνα, «Οι σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας» του Λούκας Μπέρφους, το «Motortown» του Σάιμον Στίβενς, το «Σφαγείο» του Ιλάν Χατσόρ, «Το όνομά μου είναι Ρέιτσελ Κόρι», τα «Ορφανά» του Ντένις Κέλι, οι «Αστερισμοί» του Νικ Πέιν, τα «Παράσιτα» της Βίβιεν Φράντσμαν, το «Δάνειο» του Τζόρντι Γκαλθεράν, η «Λαμπεντούζα» του Αντερς Λουστγκάρτεν, το «Πέτρες στις τσέπες του» της Μαρί Τζόουνς, από αρχαίο δράμα οι «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη και ο «Αίας» του Σοφοκλή και από σύγχρονα ελληνικά τα «Κοκκινομπλέ πατίνια» του Σταύρου Τσιώλη, οι «Εχθροί εξ αίματος» του Αρκά και η «Σταματία το γένος Αργυροπούλου» του Κώστα Σωτηρίου. Αλλά και αρκετές νεανικές δημιουργίες: η «Κατσαρίδα» των Μαυρογεωργίου – Γάκη, το «Αβελάρδος και Ελοΐζα» του Γιάννη Καλαβριανού, οι «Βάκχες» του Εκτορα Λυγίζου, ο «Μουνής» της Κιτσοπούλου σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη, η «Περσινή αρραβωνιαστικιά» της Ζατέλη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αγαρτζίδη – Δέσποινας Αναστάσογλου, «Η ωραία του Πέραν» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου – Θεοδώρας Καπράλου. Και σίγουρα θα έχω ξεχάσει κάποιες παραστάσεις χωρίς να το θέλω. Ολες όμως βρίσκονται στο βιβλίο-λεύκωμα για την εικοσαετία του θεάτρου που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες.
Ξεφυλλίζοντας αυτό το βιβλίο με πλημμυρίζουν μνήμες και συναισθήματα: κάθε παράσταση με τον δικό της κόπο, τα δικά της προβλήματα, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις φιλίες, τις εντάσεις και κάποτε τους τσακωμούς, παραστάσεις που πέτυχαν τον στόχο τους και άλλες που δεν το κατάφεραν, τέτοιος όγκος δουλειάς που όμως πέρασε σαν αεράκι, αφήνοντας τρυφερά συναισθήματα για όλους με τους οποίους συμπορευτήκαμε, αλλά και για το κοινό που μας εμπιστεύτηκε και συνεχίζει να μας εμπιστεύεται. Για να μπορέσουμε κι εμείς να συνεχίσουμε όσο έχουμε δυνάμεις.