Ο Βαγγέλης Μουρίκης και ο Στάθης Σταμουλακάτος μιλούν για την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς»

Το καφέ-ζαχαροπλαστείο στα Εξάρχεια όπου συναντηθήκαµε µε τους δύο ηθοποιούς έχει κάτι από το οικονοµίδειο σύµπαν· στο πατάρι του περνούν πολλές ώρες ο γνωστός σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του δουλεύοντας και συζητώντας για τις ταινίες του ενώ στα τραπέζια του έχουν γραφτεί κάποια από τα σενάριά του.

Φωτογραφία: Εφη Σκάζα/EurokinissiΣκίτσα: Γιώργος Γούσης

Ο Βαγγέλης Μουρίκης και ο Στάθης Σταµουλακάτος είναι στενοί και σταθεροί συνεργάτες του – ήταν το πρωταγωνιστικό του δίδυµο στον «Μαχαιροβγάλτη», είχαν µαζί µια σκηνή στο «Μικρό ψάρι» και συνεργάστηκαν στενά στη θεατρική παράσταση «Στέλλα κοιµήσου». Στη νέα ταινία του Οικονοµίδη ερµηνεύουν δύο από τους δώδεκα βασικούς ήρωες µιας απίθανης, γεµάτη ανατροπές ελληνικής γκανγκστερικής µαύρης κωµωδίας.

Μια κουβέντα που γυρνάει γύρω από το όνοµα του Γιάννη Οικονοµίδη είναι ότι «κάνει ταινίες που στάζουν αίµα». Τι σηµαίνει για σας αυτή η φράση;

Βαγγέλης Μουρίκης: Από την εµπειρία που έχω όλα αυτά τα χρόνια µε τον Γιάννη –έχουµε κάνει τέσσερις ταινίες, γράψαµε σενάρια µαζί– ξέρω ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η ζωντάνια των πραγµάτων τα οποία παρουσιάζει αλλά και όταν αποµακρύνονται από µας που τα φτιάχνουµε να έχουν δικιά τους ζωή. Ολες οι ταινίες του Οικονοµίδη είναι αυθύπαρκτες και αντέχουν στον χρόνο. Είναι ταινίες που ίσχυαν χθες, ισχύουν τώρα και προβάλλουν τον εαυτό τους µε µεγάλο τσαµπουκά στο αύριο. Ετσι εξηγώ αυτό το «στάζουν αίµα». Αν δεις σήµερα το «Σπιρτόκουτο», µια ταινία του 2002, θα αντιληφθείς ότι υπάρχουν τα ίδια σπίτια, τα ίδια ερωτήµατα, οι ίδιοι άνθρωποι οι οποίοι παλεύουν για τα ίδια πράγµατα και µε τις ίδιες εντάσεις που κάνουν αυτό το έργο διαχρονικό.

Στάθης Σταµουλακάτος: Για µένα ο Οικονοµίδης είναι κοινωνιολόγος. Σε ό,τι αφορά τη γλώσσα που χρησιµοποιεί –έχει κατηγορηθεί πολύ για ακραία επίδειξη βωµολοχίας–, το µόνο σίγουρο είναι ότι δεν το κάνει για να προκαλέσει. Εστιάζει στον άνθρωπο και στην κοινωνία, ιδιαίτερα στα πιο χαµηλά στρώµατά της. Ο κόσµος που τον απασχολεί είναι άνθρωποι οι οποίοι λίγο πολύ κινούνται είτε στον ποινικό κόσµο είτε στο κοινωνικό περιθώριο. ∆εν ξέρω αν αυτό εννοούν ότι «στάζει αίµα» το σινεµά του, πάντως ενοχλεί πάρα πολύ.

Η «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» στάζει αίµα κυριολεκτικά.

Β.Μ.: Η πραγµατικότητα των ηρώων είναι που «στάζει αίµα». ∆εν έχει να κάνει µόνο µε το σεναριακό περιεχόµενο. Και στην περίπτωση της «Μπαλάντας» οι ήρωες είναι ηθοποιοί οι οποίοι δίνουν το πιο ζωντανό κοµµάτι του εαυτού τους· άλλωστε οτιδήποτε άλλο δεν ενδιαφέρει ούτε τον ίδιο ούτε το σενάριό του. Οπότε, ναι, είναι µια ζωντανή ταινία που στάζει αίµα. Και έχει γέλιο.

Για πρώτη φορά µας κάνει ο Οικονοµίδης να γελάµε.

Β.Μ.: Οχι. Για µένα όλες οι ταινίες του έχουν γέλιο. Οταν είδα το «Σπιρτόκουτο», προτού γνωρίσω τον Γιάννη, είχα ψοφήσει στο γέλιο µέσα στο σινεµά. Είναι πολύ κωµικά όλα αυτά που συµβαίνουν στις ταινίες του. Οταν κάναµε την «Ψυχή στο στόµα» πεθαίναµε στα γέλια στα γυρίσµατα.

Στ.Στ.: ∆εν υπάρχει πιο κωµική σκηνή απ’ όταν σου τρίβει το γόνατο ο Λίτσης.

Β.Μ.: Στις προηγούµενες ταινίες του η στιγµή του γέλιου είναι η στιγµή της αντίληψης ότι ο καλλιτέχνης σου κλείνει το µάτι και σου λέει ότι κάνουµε και πλάκα, µάγκα. Στην «Μπαλάντα» αποφάσισε να φέρει τον θεατή σε µια κατάσταση που είναι πιο ξεγυµνωµένη η κωµωδία. Εχει παρουσιάσει τους ήρωες µε τέτοιον τρόπο που σου λέει ευθύς εξαρχής: «Κοίταξε, εδώ πρόκειται για σοβαρούς ξεφτίλες. Και αν γουστάρεις, θα γελάσεις».

Στ.Στ.: Είναι µια βιτριολική κωµωδία.

Β.Μ.: Ακριβώς. Και έχει πολλή πλάκα. Είναι µια πραγµατικότητα που δεν µπορεί εύκολα κάποιος να την αρνηθεί αν καθίσει απέναντι στην ταινία ακοµπλεξάριστος. Στο σινεµά γενικά πρέπει να πηγαίνεις ακοµπλεξάριστος, να περιµένεις την έκπληξη και να την καλοδεχτείς εάν έρθει. Αυτή η ταινία έχει πολλές εκπλήξεις. Θα γελάσεις. Θα γελάσεις πολύ.

Ποιοι είναι αυτοί οι δύο τύποι που υποδύεστε;

Στ.Στ.: Ο Ντίνος ο «Πακετούλης», ο ήρωας του Βαγγέλη, έρχεται στην ταινία ως ο καθαρός επαγγελµατίας που αναλαµβάνει τις ζόρικες δουλειές. Είναι πιο επαγγελµατίας από τον «Γλάρο», τον δικό µου.

Β.Μ.: Ερχεται από τη µεγάλη πόλη, από τον Πειραιά, µέσα από την πηγή. Είναι άλλης γενιάς και η διαφορά των δύο είναι στον συναισθηµατικό τους κόσµο. Ο Ντίνος ο «Πακετούλης» έχει διαφορετικό συναισθηµατικό δείκτη και βάζει και ένα όριο. Ο «Γλάρος» είναι πιο κυνικός.

Στ.Στ.: Θυµηθείτε τη σκηνή όταν του δίνει ο «Γλάρος» την εντολή ποιους θα φάνε. Λέει: «Θα φάω εγώ αυτό τον θεό;» µιλώντας για τον τραγουδιστή τον οποίο θαυµάζει. Γι’ αυτό τον κοιτάω έτσι όπως τον κοιτάω. Εχω τρελαθεί. Ο «Γλάρος» δηλαδή. Ο «Γλάρος» του Οικονοµίδη είναι ο τύπος που –όπως ακριβώς και το πουλί– πετάει ψηλά, παρατηρεί και περιµένει πότε θα πέσει κάτι για να το βουτήξει. Επιβλέπει όλη την πόλη, είναι το δεξί χέρι του αφεντικού του αλλά στο µυαλό του wannabe πρώτος. Κάτι το οποίο όµως κανείς δεν ξέρει. Είναι ο άνθρωπος που θα κανονίσει όλα αυτά που θα συµβούν µόλις πάρει την εντολή για το φονικό αλλά από µέσα του ο ίδιος έχει άλλα σχέδια.

Β.Μ.: Ο «Γλάρος» ξέρει πολύ καλά ποια είναι τα αφεντικά, ποια είναι η δυναµική τους και το σπουδαιότερο: ποια είναι τα τρωτά σηµεία των αφεντικών. Και όταν έρθει η στιγµή χτυπάει. Η ουσία και των δύο αυτών ηρώων είναι ότι ψάχνουν τη στιγµή του αιφνιδιασµού και της εφόδου. Ο «Γλάρος» είναι παιδί της εποχής µας. Είναι η ψυχολογία τού τώρα, του «βρες την ευκαιρία και χτύπα».

Συναντάτε «Γλάρους» στην Αθήνα;

Β.Μ.: Εχω συναντήσει πολλούς τέτοιους µέσα σε γραφεία· είναι δικηγόροι, γιατροί, επιχειρηµατίες, άνθρωποι της πιάτσας. ∆εν βγάζουν όλοι τα πιστόλια να βαράνε. Εχει ο καθένας τον τρόπο του. Στις ταινίες του Γιάννη δεν πρέπει να ξεχνάς ότι από πίσω υπάρχει ένα ουσιαστικό κοµµάτι κοινωνικού χαρακτήρα στο οποίο αναφέρεται. Αντικατοπτρίζει κάποιους ανθρώπους. ∆εν είναι οι ήρωές του ψόφια εξώφυλλα, είναι η πραγµατική ζωή, στάζουν αίµα.

Υπάρχουν γύρω µας Ντίνοι «Πακετούληδες»;

Στ.Στ.: ∆εν βρίσκεις εύκολα µπροστά σου τέτοιο φονιά. Ολοι αυτοί οι ήρωες –όπως εγώ είδα την ταινία– ζουν σε ένα δικό τους σύµπαν. Συναναστρέφονται µόνο µε αυτούς που αναγνωρίζουν τα χνότα τους και ξέρουν ότι τους αποδέχονται. Σε όλες τις ταινίες του Γιάννη ισχύει αυτό: οι ήρωές του δεν θέλουν να βγουν από τον κόσµο τους, δεν κοινωνικοποιούνται. Είναι µονόχνοτοι άνθρωποι. Στον «Μαχαιροβγάλτη» ήµασταν οι τρεις µας…

Β.Μ.: Από τη µια είναι η πλοκή µιας ταινίας και από την άλλη αυτό που θέλει να πει ο σκηνοθέτης, που είναι το ουσιαστικό µέρος της. Στον «Μαχαιροβάλτη» ήθελε να µας πει: κύριοι, προσοχή προσοχή, ακουµπάµε τα όριά µας. Εχει µπει το ζήτηµα όλης αυτής της εντελώς διαστροφικής σχέσης µέσα στην οικογένεια και αυτή είναι µια βασική σκέψη και ικανή συνθήκη για να αρχίσεις να κάνεις µια ταινία. Με ποιο όχηµα θα την κάνεις – αν είναι θείος ή φίλος ή συγχωριανός δεν έχει σηµασία. Θα αλλάξει το όχηµα, η πλοκή. Η διαδροµή όµως παραµένει η ίδια.

Οι ηθοποιοί είστε σαν τους σκακιστές. Λένε ότι καλός σκακιστής είναι αυτός που γνωρίζει καλά κάποιες παρτίδες που κερδίζουν.

Στ.Στ.: Μην το ’χεις δεδοµένο. Επειδή παίζω σκάκι θα σου πω ότι τον καλό σκακιστή τον κάνει ο απέναντι. Το ίδιο ισχύει και µε τους ηθοποιούς. Η ατάκα του απέναντι σε κάνει να σκέφτεσαι, σε κάνει καλύτερο. Είναι αλληλεπίδραση. Και στο σκάκι και το σινεµά.

Β.Μ.: Με αυτή την κουβέντα που κάνουµε τώρα µου ήρθε στο µυαλό µια σκηνή στον «Βασιλιά» του Νίκου Γραµµατικού όπου ο Μηνάς Χατζησάββας και εγώ παίζουµε σκάκι. Εχω χάσει τη βασίλισσα, δεν µπορώ να κουνήσω τίποτε και λέει στον ήρωα που υποδύοµαι: «Αυτό λέγεται τσουτσβάνγκ. Οταν είναι η σειρά σου να παίξεις και δεν έχεις τι να παίξεις». Αυτό ακριβώς µπορεί να συµβεί και στους ηθοποιούς. Ο µεγαλύτερος φόβος σου είναι µην τυχόν όταν έρθει η σειρά σου να παίξεις για κάποιον λόγο έχεις αδειάσει και δεν έχεις µια αλήθεια σου να δώσεις απέναντι. Καλύτερα να σηκωθείς να φύγεις από το πλάνο. Τσουτσβάνγκ.

Ετικέτες