Δεν είναι τόσο παράδοξο όσο ακούγεται, πάντως για ορισμένους ο Αύγουστος σημαίνει το τέλος της χρονιάς, είναι το χολ που σε οδηγεί, ύστερα από μια παρατεταμένη στάση, στα ενδιαιτήματα του φθινόπωρου και του χειμώνα· είναι ο μήνας των αναπολήσεων, της κατάστρωσης σχεδίων, του προγραμματισμού. Τον Αύγουστο υπάρχουν αυτοί που δεν κουνάνε ρούπι από το άστυ, που ο χρόνος τους επιμηκύνεται όσο αναχωρούν φίλοι και οικείοι για θέρετρα, νησιά και χωριά. Είναι ο μήνας όπου δεσπόζουν οι τέρψεις της μοναξιάς, όπως μας θυμίζει το φερώνυμο μπαρόκ αριστούργημα «Les délices de la solitude, Op. 20» του μέγιστου Μισέλ Κορέτ (Michel Corrette, 10 Απριλίου 1707 – 21 Ιανουαρίου 1795).
Μόνο για να ψωνίσουμε τα χρειώδη βγαίνουμε τον Αύγουστο απ’ το κονάκι μας ή για να κάνουμε ένα μεγάλο περίπατο μόνοι με τον εαυτό μας και τις σκέψεις μας για διαβάσματα, φιλίες, έρωτες, γραψίματα, νέα εγχειρήματα που θα βάλουμε μπροστά τον Σεπτέμβριο, προβαίνοντας σε μια διάταξη ύλης οργανωμένη σταδιακά στη διάρκεια ακριβώς τέτοιων μοναχικών περιπάτων.
Τον φετινό Αύγουστο αναθυμόμαστε και ξαναβλέπουμε τρεις ελληνικές ποιητικές ταινίες, διαβάζουμε πάλι δύο βιβλία που διαβάσαμε ήδη με θέμα τον Αύγουστο, καταβυθιζόμαστε εκ νέου, και με άλλο μάτι, σε ένα λογοτεχνικό μεγαλούργημα, περιπλανιόμαστε στην ποίηση γυναικών.
Το 1978, αμούστακα ανήσυχα νιάτα, είχαμε λατρέψει το φιλμ «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο» του Κώστα Φέρρη. Μας μάγεψε η Μυρτώ Παράσχη με τα θαλασσινά μάτια της και ο Σπύρος Σακκάς μας γοήτευσε με τους ρυθμούς της φωνής του. Η ποίηση του έρωτος και ο έρως της ποιήσεως σμίγουν σ’ αυτή την ταινία και μας ωθούν σε φαντασιώσεις και ονειροπολήσεις.
Δεκατρία χρόνια μετά, το 1991, τρέχαμε τρελοί τριαντάρηδες πια να δούμε τις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη, αυτό το σπονδυλωτό έπος της αυγουστιάτικης καθημερινότητας. Με τον Βέγγο και την Παΐζη, με την Μπαζάκα και τη Διαβάτη. Και ναι, με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.
Κι ύστερα από μια δεκαετία, πατημένα τα σαράντα, θαυμάσαμε τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη και όσα μας έδειξε στον «Δεκαπενταύγουστο». Τι ταινία! Τι σκηνοθέτης! Και τι ωραίοι και μεστοί οι ερμηνευτές: ο Καραζήσης και η Τζήμου, ο Χειλάκης και η Μουτούση.
Παράλληλα, και δίχως να παραλείπουμε ν’ ακούμε συχνά το μετεφηβικό μας άσμα, τον «Αύγουστο», αυτό τον ύμνο στον ανεκπλήρωτο έρωτα που έγραψε το 1978 ο αείμνηστος Νίκος Παπάζογλου («Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός/ αστράφτει, συννεφιάζει, αναδιπλώνεται/ μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως/ φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται»), διαβάζουμε σε επανάληψη το συνταρακτικό «Φως τον Αύγουστο» του Γουίλιαμ Φόκνερ (μτφρ. Βικτώρια Τράπαλη, εκδ. Εξάντας), τις ιστορίες του ορφανού Τζο Κρίσμας και της ανύπαντρης μητέρας Λένας Γκρόουβ που τραβάνε των παθών τους τον τάραχο. Σειρά θα πάρει το άλλο αριστούργημα του Φόκνερ «Ο αχός και το πάθος» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδ. Gutenberg, μεταφρασμένο από τον μετρ Αχιλλέα Κυριακίδη.
Σταχυολογώ από τη συλλογή του αγαπημένου Γιώργου Βέλτσου «Αύγουστος» (εκδ. Αγρα), στην οποία επανέρχομαι φυσικά κάθε θέρος από το 2017 που κυκλοφόρησε. «Αφησέ με λοιπόν/ μη με ρωτάς πού πατώ και πού πηγαίνω/ άσε με να οργανωθώ τον χειμώνα/ στο πέτρινο κρεβάτι του/ όπου σε ονειρεύομαι Αύγουστε/ και σε προετοιμάζω σε πρώτη ζήτηση/ μετά θάνατον// Πώς να οργανωθώ/ με πρόσωπο στραμμένο προς τον ήλιο;/ Να σ’ αποχαιρετίσω σαν τη μικρή Ελένη;// Οι φιλενάδες μου έχουν επαναπατριστεί» (σ. 11). Και: «Στο κοίλο κάτοπτρο όλα επιτρέπονται/ Ούτε ο αστεϊσμός του ζωγράφου/ ούτε η δοκιμασία του ποιητή/ θα πιάσει σ’ αυτήν την προσβλητική επιφάνεια/ για το φως και το χέρι// Στο κοίλο κάτοπτρο/ ο Αύγουστος –το άγαλμα του Χρόνου– θα μπορούσε να στηθεί ξανά στα πόδια του/ θα μπορούσε να παρασταθεί/ να σας θυμίσει πως υπήρξε παιδί/ και πως πέντε οργιές του βάθους κείτεται ο πατέρας του: Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ» (σ. 29).
Συνεχίζεται η περιπλάνησή μας, αυτή η καταβύθιση με άλλο μάτι, στο κορυφαίο μεγαλούργημα του Μαρσέλ Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» (μτφρ. Παύλος Ζάννας & Παναγιώτης Πούλος, εκδ. Εστία). Τα καλοκαίρια και ο Αύγουστος στραφταλίζουν μελαγχολικά στις ελικοειδείς του παραγράφους. «Την κοίταζα» διαβάζουμε και υπογραμμίζουμε στη σ. 128 «στην αρχή μ’ αυτό το βλέμμα που δεν είναι μόνο το φερέφωνο των ματιών, αλλά στο παραθύρι του προβάλλουν όλες οι αισθήσεις, ανήσυχες και απολιθωμένες, το βλέμμα που θα ’θελε ν’ αγγίξει, να αιχμαλωτίσει, να πάρει μαζί του το κορμί που κοιτάζει και την ψυχή του μαζί».
Τέλη Αυγούστου λοιπόν και ήδη διάβασα και θα συστήσω σε επόμενα τεύχη το ποιητικό μεταμοντέρνο αφήγημα της Κατερίνας Χανδρινού «Χωλ» (εκδ. Κείμενα)· την ποιητική ενότητα «40 εμπύρετα όνειρα» της Αγγελικής Πεχλιβάνη (εκδ. Κίχλη)· την «Κασσάνδρα» (εκδ. Ιωλκός) της πρωτοεμφανιζόμενης Κίρας Καρνέζη· και το βραβευμένο «Ανήμερο» (εκδ. Ικαρος) της Λένας Καλλέργη.
Face Control
Έχει γράψει το ποίημα «Ο καύσωνας» («Αφησε ίχνη σε κορμιά και πατώματα./ Τον αγκάλιασα./ Του μίλησα για εύκρατες νύχτες/ νοτισμένα πρωινά»)· έχει σπουδάσει βιολογία και γλωσσολογία, συναντιόμασταν στο αλησμόνητο Poems & Crimes του αείμνηστου φίλου Σάμη Γαβριηλίδη, ανταλλάσσαμε λίγα λόγια αλλά μεστά, πιο πολύ με τα βλέμματα συνομιλούσαμε, και στις εκδόσεις του Σάμη έβγαλε τα πρώτα της βιβλία, «Κήποι στην άμμο» (βραβείο Μαρία Πολυδούρη) και «Περισσεύει ένα πλοίο» (βραβείο Κύκλου Ποιητών), μετράει μια δεκαπενταετία στα γράμματα, μεταφράζει ρομαντικούς, είναι πάντα μια ωραία και ευγενική παρουσία στις συνελεύσεις μας στην Εταιρεία Συγγραφέων και ακούει στο όνομα Λένα Καλλέργη.