Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, η «Περιφρόνηση», το θρόισμα της φούστας της Τζιν Σίμπεργκ.
Ο Ζαν-Λικ είναι αδύνατον να περι-γραφεί και να περι-χαρακωθεί µε λέξεις. Μπορεί µεν να έκανε σινεµά-δοκίµιο, η έντεχνη διά του µοντάζ παράθεση εικόνων και φλας-πλαν δε πρόσφερε στον λόγο τη χυµώδη και «επιθετική» διάταξη του δηµιουργού. Αν και αγάπησε το σινεµά όσο τίποτε, το αποδιάρθρωσε, το δια-µέλισε, το «στράγγισε» µε τέτοιον τρόπο ώστε να αποδείξει την πλανερή χειραγωγική γοητεία του.
Λάτρης βέβαια του αµερικανικού γκάνγκστερ φιλµ, το υπερφαλάγγισε δείχνοντας τον σκελετό και αντλώντας από αυτόν τις ρήξεις. Απέδειξε ότι στη ζωή µας κυριαρχούν τριών ειδών πορνείες: η υποταγή µας στην εξουσία και την εργασία µε χαµηλό µισθό, η γνωστή µε τη συναλλαγή και η άλλη, η άγνωστη, η καθηµερινή.
Σε έναν κόσµο µεταπρατών, ενδιάµεσων πατρόνων, «είδε» εγκαίρως πως η γυναίκα µπορεί να λειτουργήσει ως καταναλωτικό προϊόν πλασάροντας µόνη της το σώµα της. Οπλα η διαφήµιση, το µακιγιάζ, το φετίχ του στιλ, η κατασκευή.
Με ενδιαφέρει πολύ το συνεχές σύστηµα των ρήξεων µε τις οποίες λειτουργούσε. Νοµίζω πως ακολούθησε τα βήµατα του Ορσον Ουέλς στον «Πολίτη Κέιν». Η υποβολή µιας εικόνας είναι πλαστή, η αναπαράσταση πολλαπλασιάζει το ψεύδος, δεν υπάρχει διαπέραση στο φαντασιακό του άλλου. Ως εκ τούτου και η ζωή µας και οι ταινίες περιέχουν «οµοιώµατα» ταυτότητας, «υποθέσεις» και θραύσµατα εικόνων και πλήρη αποκοπή από την ολότητα του κόσµου. Και φυσικά εγκαίρως διαχώρισε τα δύο πρόσωπα του φασισµού. Το στυγνό, το φανερό, το καθεστωτικό, αλλά και το καθηµερινό, του πλαστού χαµόγελου της προδοσίας, της επέµβασης στις επιλογές µας.
Ηδη όµως παρασύρθηκα. ∆εν περι-γράφεται έτσι ο Γκοντάρ – ούτε µε τις ρήσεις του. Οι αποδιαρθρωµένες εικόνες είναι καλύτερες από τις µυθοπλασίες του σινεµά. Φανταστείτε τον Ζαν-Πολ Μπελµοντό µε ένα µασούρι δυναµίτιδα στο στόµα («Ο τρελός Πιερό», Pierrot le fou, 1965), στο οποίο εµµέσως θα αναφερθεί ο Σέρτζιο Λεόνε (φιλµογραφώντας τον Τζέιµς Κόµπερν στο «Ηταν κάποτε η επανάσταση» [Duck, you sucker!, 1971]). Ανατριχιάζω από το θρόισµα της φούστας της Τζιν Σίµπεργκ πάνω από τον νεκρό Μπελµοντό («Με κοµµένη την ανάσα», À bout de souffle, 1960). Και φυσικά µε συνεπαίρνει η µουσικότροπη δοµή, η εναλλαγή προσώπων και αγαλµάτων, το «θανατηφόρο» χρώµα της «Περιφρόνησης» (Le mépris, 1963). Είναι το µόνο όπλο που µου έδωσε ο Ζαν-Λικ, ένα τεράστιο ενθύµιο, µια συνεχής βοήθεια για να αντιµετωπίζω το βρόµικο και το άσχηµο, το τεχνητά ωραίο, το φετίχ της εικόνας όχι µε ιδεολογικές αντιπαραθέσεις ή λογύδρια, αλλά µε µοναδική, γνήσια (γιατί υπάρχουν και οµοιώµατα) γκονταρική «Περιφρόνηση». Αυτή είναι ισχυρό διατρητικό βλήµα, ο πιο καίριος τρόπος για να προσβάλεις τον άλλο, να τον εκτρέψεις από την πορεία προς την εντροπία.
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ με τα δικά του λόγια
• «Χρησιμοποιώ τα μάτια και τα αυτιά μου για να σπουδάζω ιστορία. Κάποιοι άλλοι χρησιμοποιούν τα μάτια τους για να διαβάζουν λέξεις»
• «Στον κινηματογράφο η κωμωδία και η τραγωδία είναι ίδιες. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο θαυμάζω απεριόριστα τον Τζέρι Λιούις»
• «Πέρα από το θέατρο είναι η ζωή και πίσω από τη ζωή βρίσκεται το θέατρο»
• «Ημασταν όλοι κριτικοί προτού αρχίσουμε να κάνουμε ταινίες – αγαπούσα όλα τα είδη κινηματογράφου: τους Ρώσους, τους Αμερικανούς, τους νεορεαλιστές. Ηταν ο ίδιος ο κινηματογράφος που μας έκανε –ή εμένα τουλάχιστον– να θέλουμε να φτιάξουμε ταινίες. Δεν ήξερα τίποτε για τη ζωή παρά μόνο μέσω του κινηματογράφου· οι πρώτες μου προσπάθειες ήταν σινεφίλ ταινίες, έργα ενός λάτρη του σινεμά. Εννοώ ότι δεν έβλεπα τα πράγματα σε σχέση με τον κόσμο, τη ζωή ή την ιστορία, αλλά σε σχέση με τον κινηματογράφο. Πλέον απομακρύνομαι από όλα αυτά»
• «Νομίζω ότι καθένας πρέπει να στοχεύει στην προσέλκυση του ευρύτερου δυνατού κοινού, αλλά προφανώς αυτό θα είναι μικρότερο για το “Ζούσε τη ζωή της” ή το “Παρίσι μας ανήκει” σε σχέση με τον “Μπεν Χουρ”. Πρέπει να είναι κανείς ειλικρινής, να πιστεύει ότι εργάζεται για το κοινό και να στοχεύει σε αυτό. Τα πρώτα μου χρόνια δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν το κοινό θα καταλάβαινε τι έκανα, αλλά τώρα το κάνω. Αν ο Χίτσκοκ για παράδειγμα πιστεύει ότι ο κόσμος δεν θα καταλάβει κάτι, δεν θα το κάνει»