Σκέφτοµαι τις πρώτες δηµοσιεύσεις για την υπόθεση του ∆ηµήτρη Λιγνάδη… για τη διαρροή ότι παραιτήθηκε. Την επίσηµη διάψευση της παραίτησης από το ΥΠΠΟΑ και µία µέρα έπειτα από τον ίδιο τον Λιγνάδη.
Σκέφτοµαι τη συνέντευξη του Νίκου Σ. Την –τελικά– παραίτηση. Τις συνεντεύξεις της Λίνας Μενδώνη… «πόσο ν’ αντέξει ο άνθρωπος». Την οικειοθελή παρουσία του στη ΓΑ∆Α (και τη σύλληψή του µία µέρα µετά). Την αργοπορία στις έρευνες. Που ∆ΕΝ έψαξαν αρχικά το υπόγειο και την ταράτσα. Τον τίτλο «γνωστός σκηνοθέτης στο µάτι του κυκλώνα για το… τίποτα!». Το απολογητικό υπόµνηµα που έβριθε ψεµάτων και ενέπλεκε το ΣΕΗ. Σκέφτοµαι την πρόεδρο της δίκης. Τι επέτρεψε. ∆ιαρκείς προσβολές στα θύµατα. Ασχετες ερωτήσεις. Επιθέσεις. Μηνύσεις. Κακοποιητικό λόγο. Τι ∆ΕΝ επέτρεψε να ακουστεί στο ακροατήριο. Πώς ψήφισε αθώος για όλα. Την αναστολή. Και σκέφτοµαι τα κλαµένα µάτια. Τα χαµένα βλέµµατα. Και σκέφτοµαι ότι τελικά τίποτε δεν ήταν τυχαίο. Φαίνεται πια ξεκάθαρα πως όσοι έχουν πλάτες και φίλους έχουν περισσότερα δικαιώµατα από άλλους. Και φοβάµαι. Και θυµώνω. Που τα θύµατα κοιµούνται και αυτά φοβισµένα. Που νιώθουµε ότι χάσαµε. Οτι πήγαµε βήµατα πίσω. Και που κυρίως είναι πια φανερή η κατεύθυνση του συστήµατος: διασαλεύοντας ευθέως την έννοια (και όχι µόνο τον θεσµό) της δικαιοσύνης οδηγεί την κοινωνία είτε στην αυτοδικία είτε στην αναρχία. Κι αυτό είναι το πιο επικίνδυνο… µαζί µε έναν πρωτοδίκως καταδικασµένο βιαστή ανηλίκων να επιστρέφει στο σπίτι του όπου, όπως καταδείχτηκε στην ακροαµατική διαδικασία, βίαζε τα θύµατά του.