Ο Αργύρης Μπακιρτζής στο Documento: «Στο σχολείο δεν μ’ άφηναν να τραγουδώ»

«Ελεγα του Τσιώλη: “Εγώ δεν κάνω για ηθοποιός, ακόμη κοκκινίζω” κι αυτός απαντούσε: “Υπήρξαν και μεγάλοι ηθοποιοί που έπαιζαν τον εαυτό τους, όπως ο Μοντγκόμερι Κλιφτ”» (Φωτογραφίες Κώστας Καπαρελιώτης)

Ενα μεσημέρι στο Μοναστηράκι o Αργύρης Μπακιρτζής μάς μίλησε για τα σχέδιά του με αφορμή το μονόπρακτο «Δημοπρασία» του σκηνοθέτη και φίλου του, Σταύρου Τσιώλη.

Ο Αργύρης Μπακιρτζής ερμηνεύει στη σκηνή τη «Δημοπρασία», ένα θεατρικό μονόλογο του Σταύρου Τσιώλη. Αυτή είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα πολιτιστική είδηση που μέτοχοί της μπορούν να γίνονται οι Αθηναίοι/ες όλες τις μέρες της εβδομάδας –εκτός Δευτέρας– στον χώρο του Baumstrasse. Η αλήθεια είναι πως ο Μπακιρτζής με τη «φωνή που μοιάζει να βγαίνει από… μπουρί», όπως είχε πει κάποτε ο Μιχάλης Σιγανίδης, δεν συνηθίζει να δίνει τετ α τετ συνεντεύξεις. Και γι’ αυτό στην ακόλουθη κουβέντα που κάναμε ένα μεσημέρι στο Μοναστηράκι καταφέραμε να χωρέσουμε την ιστορία των Χειμερινών Κολυμβητών, τη μεγάλη φιλία του με τον ρεμπέτη Γιώργο Κατσαρό, την ενασχόλησή του με την αρχιτεκτονική, τα προσεχή του σχέδια και φυσικά τη μαθητεία του στον κινηματογράφο δίπλα στον Τσιώλη, ένα μοναδικό σκηνοθέτη και λαϊκό διανοούμενο.

Το ότι θα σας δούμε τώρα επί σκηνής με αυτό το έργο οφείλεται σε δική σας επιθυμία.

Ακριβώς. Σκέφτηκα να το κάνω, τηλεφώνησα στην Κατερίνα Τσιώλη, κόρη του Σταύρου, ένας φίλος ανέλαβε να πληρώσει το κόστος των πνευματικών της δικαιωμάτων στην Ενωση Θεατρικών Συγγραφέων και δέχτηκε ευχαρίστως να βοηθήσει στην παραγωγή της παράστασης. Είναι ο ιδιοκτήτης του Τσαλαπετεινού, ενός καφέ – μπαρ – εστιατορίου στην Καβάλα, ο οποίος έχτισε μια επιχείρηση με πολύ γούστο και εδώ και λίγο καιρό λειτουργεί δίπλα έναν ωραίο χώρο πολιτιστικών εκδηλώσεων, όπου πριν από λίγες μέρες δοκίμασα τον εαυτό μου στη «Δημοπρασία» ενώπιον κοινού. Νομίζω ότι πήγε καλά. Στις τελευταίες συναυλίες χρησιμοποιούσα κομμάτια απ’ τον μονόλογο του Τσιώλη, τα οποία έδενα με τα τραγούδια που ακολουθούσαν. Ελεγα ξαφνικά «Μας κατηγορούν ότι εκμεταλλευτήκαμε το γεγονός» ή «Ο πατέρας γυρίζει στο σπίτι που του το έχουν σφραγίσει οι τράπεζες και οι τοκογλύφοι, το βρίσκει κλειστό και σκοτεινό και τα παιδάκια του στον δρόμο να πεινάνε και να κρυώνουν και να ρωτάνε με τα αθώα ματάκια τους “πατέρα, πατέρα, γιατί;’’» κι εκεί έπεφτε η εισαγωγή απ’ τον τραγούδι μας «Ερχετ’ ο πατέρας», με στίχους απ’ τον «Βασιλιά Ληρ». Η γενική πρόβα στην Καβάλα ήταν εκτός από πρώτη παράσταση και κάτι σαν γενική πρόβα, που δεν βλέπω να κάνουμε.

Ο Τσιώλης πρώτος διέβλεψε το υποκριτικό σας ταλέντο.

Δεν είχα κανένα ταλέντο, μιλούσα όπως μιλάω στην παρέα μου. Μάλιστα έλεγα του Τσιώλη: «Εγώ δεν κάνω για ηθοποιός, ακόμη κοκκινίζω» κι αυτός απαντούσε: «Υπήρξαν και μεγάλοι ηθοποιοί που έπαιζαν τον εαυτό τους, όπως ο Μοντγκόμερι Κλιφτ».

Μένετε μόνιμα στην Καβάλα. Πώς και όχι στην Αθήνα;

Το 1975, τελειώνοντας τις σπουδές μου στις αναστηλώσεις στη Ρώμη, μου πρότειναν να πάω στην Αθήνα και να εργαστώ στην Ακρόπολη. Δεν ξέρω, αλλά η Αθήνα τότε μου μύριζε. Εχω μια ευαισθησία στη μύτη κι όταν με ρωτάνε πώς είναι έτσι η φωνή μου, απαντώ: «Διόγκωσις των κογχών του ρώθωνος και λεμφαδενικός ιστός στη βάση της επιγλωττίδος». Το ηχείο της μάλλον επηρεάζεται απ’ όλα αυτά. Η διόγκωση με εμποδίζει στην αναπνοή κι όταν κοιμάμαι το βράδυ χρησιμοποιώ ρινικό διαστολέα. Γλιτώνω το ροχαλητό και δεν ξεραίνεται το στόμα μου.

Νιώσατε να διαφέρετε λόγω αυτής της ιδιότυπης φωνής;

Δεν μ’ άφηναν να τραγουδώ στο σχολείο, τους χαλούσα τη χορωδία (γέλια). Δεν το ’χα νομίζω και με τους τόνους. Στην Ιταλία αγάπησα κι έμαθα τη γλώσσα απ’ τα τραγούδια της, που τα τραγουδώ καλύτερα απ’ τα δικά μου. Τώρα ετοιμάζω ένα δίσκο με ιταλικά τραγούδια με την Ελληνοϊταλίδα Κατερίνα Σισίνι, της φυλακής και άλλα, που δεν τα ξέρουν οι περισσότεροι Ιταλοί.

Θέλω να μου πείτε πότε ανακαλύψατε τη συνθετική σας φλέβα.

Οταν ήμουν στο πρώτο έτος είχα πάει στο πάρτι μιας συμμαθήτριάς μου απ’ το δημοτικό. Ο αδερφός της έπαιζε μπουζούκι σ’ ένα δωμάτιο. Του λέω «κι εγώ θα ήθελα να μάθω, αλλά τώρα πέρασαν τα χρόνια». Είχε δύο μπουζούκια και μου χάρισε το ένα. Ηταν ο Ισίδωρος Παπαδάμου, οδηγός μου για περίπου τριάντα χρόνια στον κόσμο της μουσικής. Ετσι πρωτόμαθα πέντε πράγματα στο μπουζούκι, όχι πολλά βέβαια. Γνώριζα κι ένα παλικάρι, δυστυχώς μπλεγμένο με ουσίες, ήμασταν μαζί πρόσκοποι και πήγαινα συχνά στο σπίτι του. Το πρώτο τραγούδι που έμαθα ήταν απ’ τον πατέρα του, τον Χρήστο Μίγγο, το «Αλήτη μ’ είπες μια βραδιά». Στις ανασκαφές του Οκταγώνου των Φιλίππων δούλευα ως φοιτητής για πέντε χρόνια κάθε καλοκαίρι. Εκεί βοηθούσα, κρατώντας αρχικά τη μετροταινία, τον σπουδαίο σχεδιαστή Αργύρη Κούντουρα από την Κοζάνη, ανώτερο πολλών περισπούδαστων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας καθώς και υπόδειγμα ζωής. Το καλοκαίρι του 1969 έκανα τη διπλωματική μου, «Αποκατάσταση της αρχικής μορφής του Οκταγώνου των Φιλίππων». Κοιμόμουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο και όταν είχε πανσέληνο έπαιρνα τα μπλοκ της σχεδίασης και κατηφόριζα στον αρχαιολογικό χώρο έχοντας μαζί μου και το μπουζούκι του Ισίδωρου. Στην πανσέληνο του Αυγούστου, σε μια κατάσταση μισοονειρική, έγραψα το πρώτο μου τραγούδι, το «Πανσέληνος στους Φιλίππους», και όταν τέλειωσα τη διπλωματική έγραψα το «Σε μια εκκλησιά μοναχική». Ο ανασκαφέας του Οκταγώνου, καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας Στυλιανός Πελεκανίδης, είχε πει: «Οποτε κάνω μάθημα για το Οκτάγωνο θα βάζω αυτά τα τραγούδια». Μάλλον δεν το ’κανε.

Πάντως απ’ το 1969 μέχρι το ’81 που βγήκε ο πρώτος δίσκος των Χειμερινών Κολυμβητών θα μεσολάβησαν πολλά ακόμη τραγούδια.

Εγραψα πάρα πολλά, είχα έμπνευση, αλλά ήξερα πως αυτό θα μ’ εγκατέλειπε αν έκανα δίσκο, γιατί θα έχανα την άδολη σχέση μου με την έμπνευση. Το 1977 πήγαμε στο σπίτι μου στη Θάσο και κάναμε μια ωραία ηχογράφηση, το αίσθημα της οποίας ίσως δεν ξεπεράσαμε ποτέ. Με πολλά λάθη μεν αλλά πολύ ωραία και μ’ αυτήν υπό μάλης πήγα στη Λύρα. Ζούσε ακόμη ο Πατσιφάς και θυμάμαι μάλιστα πως καθώς περίμενα να με φωνάξουν ν’ ανέβω στο γραφείο του είδα χειρόγραφους στίχους του Ελύτη διορθωμένους με κόκκινο στιλό. Ο Πατσιφάς είχε ακούσει τα τραγούδια μας και μου είπε το εξής: «Είναι ωραία, αλλά δεν είναι της εποχής, θυμίζουν καντάδες. Να μας τα αφήσετε και εμείς έχουμε καλούς τραγουδιστές, σαν τον Πουλόπουλο και την Κουμιώτη, ίσως πούνε μερικά». Απάντησα: «Αφήστε το καλύτερα, δεν πειράζει». Με είχε ρωτήσει ακόμη αν θα έβγαινα στα μαγαζιά, αν θα τα διαφήμιζα. Αρκέστηκα σ’ ένα «μπα, δεν νομίζω». Εφυγα, γύρισα στη Θεσσαλονίκη και έπειτα από λίγο καιρό συνάντησα τον Νίκο Παπάζογλου. Μου είπε ότι είχε στούντιο και να πάμε να γράψουμε εκεί. Πάμε τρία άτομα και μια μέρα περνάει ο Μιχάλης Σιγανίδης, νέος και ήδη διακεκριμένος μουσικός. Του λέει ο Νίκος: «Θες να παίξεις μπάσο με τα παιδιά;». Ο Σιγανίδης έλεγε μετά «μπήκα μέσα κι είδα κάτι μουστακαλήδες να κοιτάνε περίεργα» (γέλια). Μας έφερε και τον Πολυζωίδη στο βιολί κι έτσι γράψαμε τον πρώτο δίσκο. Πήγε πάρα πολύ καλά και ξεχρεώσαμε πολύ γρήγορα όσους μας είχαν δώσει χρήματα για να τον φτιάξουμε. Στην Αθήνα διαφωνούσαν κάποιοι ριζοσπαστικοί που τυπώσαμε 2.000 αντίτυπα και 2.000 κασέτες, αντί για 300. Δηλαδή επειδή ήταν ανεξάρτητη παραγωγή έπρεπε να κάνουμε και arte povera, να χρωστάμε και να πεινάμε; Αυτοί πρέπει να ’χαν τους μπαμπάδες τους.

Ο πρώτος σας δίσκος πάντως σήμερα πωλείται σε βινύλιο 50 ευρώ.

Πόσο θα αξίζουν άραγε οι υπογεγραμμένοι απ’ τον Γιώργο Κατσαρό δίσκοι του; Είχε έρθει στο σπίτι μου, πήγε σε χρυσοχοείο και αγόρασε για τον γιο μου ένα ωραίο σταυρό. Πέθανε σχεδόν 108 ετών και με είχε κάνει πληρεξούσιό του στην Ελλάδα. Εδωσε μια συναυλία στο Δημοτικό θέατρο του Πειραιά επί Αδριανόπουλου, αλλά δεν τον πλήρωσαν. Είχε μαζέψει 80.000 δολάρια για τα γεράματά του, αλλά με ένα κραχ επί Ρίγκαν έπεσε στα 4.000 δολάρια. Τότε είπε να ξαναρχίσει τη δουλειά κι έτσι ήρθε και στην Ελλάδα, όπου τον έφερε ο Παναγιώτης Κουνάδης. Οταν έμαθα ότι θα έπαιζε στον Πειραιά έτρεξα κατευθείαν από τη Θάσο όπου βρισκόμουν. Είχα έναν κουμπάρο φίλο, φοβερό ψάλτη τραγουδιστή, τον Φίλιππο Παπαφιλίππου, με τον οποίο ακούγαμε Κατσαρό και νομίζαμε πως είχε πεθάνει από τη δεκαετία του ’50. Μας άρεσε πάρα πολύ κι εγώ ταυτιζόμουν με την αίσθηση του Κατσαρού για τη μουσική. Του άρεσαν και τα ελαφρά, οι οπερέτες, τα ξένα, ήταν ανοιχτός σε κάθε διαφορετικό είδος μουσικής.

Θα σας πρότεινα τον νέο δίσκο με την πιανόλα που μου είπατε ότι ετοιμάζετε να τον εκδώσετε σε βινύλιο.

Η ασάφεια στο δισκογραφικό μας τοπίο είναι ο λόγος που κωλύομαι για την έκδοση δίσκου με τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Ομως είναι έτοιμος ο δίσκος που αναφέρετε. Σε μια κατεδάφιση βρήκανε κάτι κυλίνδρους που μέσα περιείχαν χαρτιά. Φώναξαν τον Νίκο Διονυσόπουλο, έψαξε και κατάλαβε περί τίνος πρόκειται και άρχισε να μελετάει το μηχανικό πιάνο, την πιανόλα. Βρήκε πολλά τραγούδια οπερέτας, άγνωστα τα περισσότερα, δημοτικά, ελαφρά και άλλα. Ο ήχος είναι κάτι ανάμεσα σε πιάνο και λατέρνα, μοναδικός. Τα τραγουδήσαμε με την Τότα Ευλαβή, Καβαλιώτισσα δασκάλα στο Ηράκλειο με καταπληκτική φωνή. Στου Παπάγου τον Ιούλιο σε συναυλία μας ενθουσίασε τον κόσμο. Ηχολήπτη είχαμε ένα καταπληκτικό παιδί, παίζει ηλεκτρικό μπάσο και ζωγραφίζει σαν αναγεννησιακός ζωγράφος. Γράψαμε τον δίσκο, κάναμε τις μείξεις και ψηφιακή προσαρμογή στους τόνους μας. Ο Διονυσόπουλος μου πρότεινε να πω δύο τρία τραγούδια, αλλά εγώ ενθουσιάστηκα και με την Τότα τα γράψαμε όλα.

Σας αποπροσανατολίζει η καθολική αποδοχή;

Ε βέβαια. Οι άλλοι από κάτω ξοδεύονται σε συνθήματα, δεν ακούν μουσική. Δεν μου αρέσει η πολυκοσμία στις συναυλίες, αλλά απ’ την άλλη είμαστε κι ένα συγκρότημα που δεν αποτελείται από λεφτάδες. Ο Χάρης Παπαδόπουλος, εξαίρετος συνθέτης, συνεργάστηκε με τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι και τον Ρασούλη, όμως είναι ακραία ασυμβίβαστος. Δεν θα ήταν αλλιώς ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο Ρέλλος, ο Σιγανίδης, ο Βόμβολος αν ζούσαν έξω; Το 1982 εγώ πήρα δύο χιλιάδες δραχμές απ’ το Ράδιο Στοκχόλμη κι άλλα δύο από το Ράδιο Μόναχο για την αναμετάδοση ενός τραγουδιού μου. Με βρήκαν και με πλήρωσαν. Κι εδώ έχουμε φτάσει να παίρνω ένα πενηντάρικο με τόσα χρόνια δισκογραφίας και συναυλιών, όταν η διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων γινόταν από το ΥΠΠΟ. Παλαιότερα υπήρχαν περίοδοι που έπαιρνα και τρία χιλιάρικα τον χρόνο. Οταν έγιναν αλλαγές κι ανέλαβε το υπουργείο έπεσα στο πενηντάρικο όταν ήξερα πως κάποιοι, αριστεροί κιόλας, μη λέμε ονόματα, έπαιρναν μέχρι και εβδομήντα χιλιάρικα.

Πάμε πάλι στη «Δημοπρασία». Νιώθετε άγχος;

Μπα, έχω και τον Χάρη Μιχαλογιαννάκη, ο οποίος ήταν βοηθός του Τσιώλη σε τρεις ταινίες και είμαστε πολύ φίλοι, Αιγόκεροι κι οι δύο (γέλια). Κλασικός παλιός Αθηναίος που κινείται σε μια άλλη σκιά της Αθήνας. Δεν βάλαμε σκηνοθέτη γιατί θα πατρονάριζε αυτό που κάναμε με τον Σταύρο, θα ήθελε τη δική του σφραγίδα. Αν ξεχάσω και κάτι, το πολύ πολύ να του φωνάξω την ώρα της παράστασης «Χάρη, τι λέω εδώ;» (σ.σ.: έχουμε σκάσει στα γέλια). Πώς να έχω άγχος; Δεν μπορεί, όμως, κάποιο θα ’χω. Είμαι γεννημένος το 1947, τα έχω τα χρονάκια μου, αλλά ακόμη νιώθω πιτσιρικάς. Καταλαβαίνω όμως ότι δεν μπορώ πια να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της νιότης. Μου αρέσουν όλα, η ζωή είναι ωραία και ευτυχώς ταιριάζω με τη γυναίκα μου, παρόλο που είμαστε εκ φύσεως διαφορετικοί άνθρωποι. Είμαστε μαζί από το 1993 και είναι μικρότερή μου 21 χρόνια. Με βαραίνει ο χρόνος, βγαίνουν προβλήματα, διογκώνεται ο προστάτης, ανεβαίνει η πίεση, τα γνωστά. Κάνω καθημερινά μπάνια στη θάλασσα και χαίρομαι τη συντροφιά της γυναίκας μου, που τη θεωρώ πολύ καλή ποιήτρια. «Σε συγχωρώ για όλα» της λέω, «γιατί γράφεις καλά» (γέλια). Εχει έτοιμα τρία εξαιρετικά βιβλία, το ένα με δοκίμια και συνεντεύξεις ενδιαφέρουσες.