Ο αργός θάνατος της ερευνητικής δημοσιογραφίας

Η αγοραία πολιτική απειλεί τα ανεξάρτητα ΜΜΕ, τα οποία περνούν στα χέρια ολιγαρχών που συντονίζονται με την εξουσία

Τι είναι αυτό που κάνει διαφορετικά κανάλια, σαν αυτοματοποιημένη ρεπλίκα ενός ενιαίου κέντρου, να εκπέμπουν στις οθόνες τους κομμάτια και θρύψαλα της ίδιας κυρίαρχης αντίληψης; Στα ψιλά περνούν η φωνή των εργαζομένων, οι διαδηλώσεις και οι απεργίες, ωστόσο τα περισσότερα ΜΜΕ «συντονίζονται» για να δείξουν καπνούς από κάναν καμένο κάδο και σπασμένα γυαλιά ή τζαμαρίες – περί του περιεχομένου της διεκδίκησης ουδέν. Στα «ανεπιθύμητα» ρίχνει η ειδησεογραφία της… ελίτ φωνές ταξικά αντίθετες με τα κυρίαρχα αφηγήματα. Ιδιαίτερα σε περιόδους πολιτικών διακυβευμάτων το επιχειρηματικό καναλιζάρισμα (με ολιγοπωλιακό χαρακτήρα) υψώνει στεγανά και αντιθέτως αφήνει να ρέει άφθονα η πληροφορία για τους ευνοούμενους του «συστήματος». Πάμπολλα παραδείγματα χωρούν όχι μόνο για την επιλεκτική διαχείριση της είδησης αλλά και για την πολλαπλή χρήση των ΜΜΕ στην Ελλάδα –και αλλού– είτε για τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας των ιδιοκτητών τους είτε για την αποτύπωση της ισχύος τους μέσω της πολιτικής και δημόσιας επιρροής που μπορούν να ασκήσουν. Η ερευνητική δημοσιογραφία υπό διωγμόν, οι λίστες Πέτσα εν δράσει, ο κοινωνικός ρόλος της ενημέρωσης ρημαγμένος.

Δεν είναι ό,τι πιο σύνηθες μια μεταπτυχιακή μελέτη όχι απλώς να ακουμπά αλλά να «ξετινάζει» επιστημονικά ένα… ανέγγιχτο θέμα για το μιντιακό σύστημα: τον έλεγχο της πληροφορίας, της ενημέρωσης, των μέσων μαζικής επικοινωνίας από επιχειρηματικά συμφέροντα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η επιστημονική μελέτη που παρουσιάζει το Documento εστιάζει στη μελέτη των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας ως πεδίου συγκέντρωσης ιδιοκτησίας, οικονομικής εξουσίας και πολιτικής δύναμης. Καταδεικνύει ουσιαστικά ότι το εμπόδιο για την κατά το δυνατόν αντικειμενική ενημέρωση αλλά και την πραγμάτωση ουσιαστικών λειτουργιών της δημοκρατίας είναι η ίδια η ιδιοκτησία των Μέσων, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας, και η ολιγοπωλιακή διάρθρωσή τους. Με παραδείγματα αποτυπώνει ότι υπό το σύγχρονο συγκεντρωμένο ιδιοκτησιακό καθεστώς η ενημέρωση «παύει να θεμελιώνεται υπό μία δημοκρατική αντίληψη και επιτέλεση του κοινωνικού».

Πλουραλισμός μιας ατζέντας

Οι θεωρητικές προσεγγίσεις της μελέτης συνδυάζονται με περιπτώσεις αναφοράς. Κάπως έτσι μας ξαναθύμισε τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, όταν, όπως σημειώνεται, τηλεοπτικό κανάλι παρέκαμψε την απαγόρευση των προεκλογικών προγραμμάτων μεταδίδοντας ένα «ντοκιμαντέρ» σχετικά με τις συνέπειες που θα έπλητταν την Ελλάδα σε περίπτωση εξόδου από την ευρωζώνη, προωθώντας την ατζέντα της ΝΔ που τασσόταν υπέρ της λιτότητας και της φιλοευρωπαϊκής πολιτικής. Φτάνει μέχρι τις μέρες μας, με δείγματα μιντιακής γραφής, όπως μεταξύ άλλων περιγράφονται από στοιχεία για την κρατική χρηματοδότηση των ελληνικών μέσων ενημέρωσης κατά την περίοδο της πανδημίας ή για τον πλουραλισμό ως αντίφαση (ή σαν στάχτη στα μάτια-άλλοθι δήθεν ανοιχτής έκφρασης) σε σχέση με τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης σε πολύ λίγα χέρια.

Η διπλωματική εργασία με τίτλο «Αποδυναμώνοντας τη δημοκρατία: Η ολιγοπωλιακή διάρθρωση των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας» (2023) εκπονήθηκε από την Αποστολία Καραγιάννη στο πλαίσιο του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Την τριμελή επιτροπή που την αξιολόγησε απαρτίζουν ο επιβλέπων καθηγητής Δημήτριος Καλτσώνης,η επίκουρη καθηγήτρια Αγγελική Γαζή και ο επίκουρος καθηγητής Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος – και οι τρεις διδάσκουν στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Δούναι και λαβείν

Το δούναι και λαβείν μεταξύ κυβερνήσεων και επιχειρήσεων Τύπου ή η οικονομική υπερτροφία (με πολιτική επιρροή) ομίλων ΜΜΕ που οδηγεί σε εργαλειοποίηση της είδησης και της πληροφορίας έχουν πολλές εκδοχές. Μάλιστα, η μελέτη έχει ξεχωριστό κεφάλαιο για τα εμπόδια στην ανεξάρτητη και ερευνητική δημοσιογραφία. Οπως σημειώνει η Απ. Καραγιάννη, εντός της ολιγοπωλιακής δομής των μέσων ενημέρωσης και λόγω της διαφοροποιημένης οικονομικής δραστηριότητας των ιδιοκτητών τους –εκτός του κλάδου επικοινωνίας–, ορισμένες υποθέσεις με ισχυρό δημόσιο συμφέρον δεν βρίσκουν τον επικοινωνιακό χώρο και χρόνο που τους αναλογεί.

Μέσω μηχανισμών που επιστρατεύονται προκειμένου να διατηρηθεί ή και να αυξηθεί ο έλεγχος επί των ιδεών που απειλούν να διαταράξουν τα καθιερωμένα πολιτικά και οικονομικά συστήματα, το θεμελιώδες δικαίωμα στην πληροφόρηση υποσκάπτεται, εξηγεί. Και προσθέτει: «Επομένως, τα εμπόδια που τίθενται στην ανεξάρτητη και ερευνητική δημοσιογραφία δημιουργούν περιορισμούς όχι μόνο στους τρόπους έκφρασης των δημοσιογράφων αλλά και σε όσα έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει το κοινό. Εάν η ολιγοπώληση του κλάδου των μέσων ενημέρωσης ισοδυναμεί με την επιλεκτική διαχείριση ως προς το ποια πληροφορία μπορεί να μεταδοθεί στη δημόσια σφαίρα, ποιες πλευρές της είδησης μπορούν να ακουστούν και ποιες όχι, καθώς και ποιου είδους αρθρογραφία ή έρευνα κρίνεται ως άξια ή ορθό να δημοσιευθεί, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ισοδυναμεί και με τη σταδιακή διάβρωση των δημοκρατικών θεμελίων».

Η μελετήτρια φέρνει και παραδείγματα σχετικά με την έλλειψη διαφάνειας γύρω από την κρατική χρηματοδότηση προς τα μέσα ενημέρωσης. Ενδεικτικές είναι οι αναφορές της όσον αφορά τη διάδοση μηνυμάτων προστασίας κατά της Covid-19 την πρώτη περίοδο της πανδημίας. Αναφέρεται στην πραγματοποίηση διαφημιστικής εκστρατείας ύψους 20 εκατ. ευρώ και στη συνέχεια τη δημοσιοποίηση της λεγόμενης λίστας Πέτσα το καλοκαίρι του 2020 – ακολούθησαν κι άλλες. Οπως σημειώνει, αποκαλύφθηκε ότι «κονδύλια είχαν διανεμηθεί σύμφωνα με κομματικές γραμμές» και ότι «ορισμένες εφημερίδες που ασκούσαν κριτική στην παρούσα κυβέρνηση, όπως το Documento, είχαν αποκλειστεί εντελώς, ενώ συμπεριλαμβάνονταν ανύπαρκτες ή ανενεργές ιστοσελίδες». Επισημαίνει ότι «υπολογίζεται πως ο αντιπολιτευόμενος Τύπος έλαβε συνολικά λιγότερο του 1%», ενώ αναφέρεται στα χαμηλά ποσά που έλαβε «η αριστερή καθημερινή εφημερίδα “ΕΦ. ΣΥΝ”» για την έντυπη μορφή της και την ιστοσελίδα της, σε αντίθεση με τα διπλάσια ποσά που έλαβε κεντροδεξιά εβδομαδιαία εφημερίδα. Παράλληλα, αναδεικνύει το προβληματικό σύστημα χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα και επισημαίνει τις προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί η κρατική χρηματοδότηση για τη στρέβλωση του τοπίου των μέσων ενημέρωσης, κάτι που έχει ήδη προκαλέσει την κριτική διεθνών οργανώσεων για την ελευθερία του Τύπου.

Αιχμαλωσία της είδησης

Είναι αξιοσημείωτο ότι η Απ.Καραγιάννη επισημαίνει ότι «υποκινούμενη από την κρατική εξουσία και εμπλέκοντας τον ιδιωτικό τομέα, η αιχμαλωσία των μέσων ενημέρωσης αποτελεί μια μέθοδο καταστολής της ελευθερίας τους. Μεταξύ των τρόπων που το επιτυγχάνει εντοπίζεται η αξιοποίηση των οικονομικών, ρυθμιστικών και νομοθετικών αρμοδιοτήτων της προκειμένου να χειραγωγήσει το τοπίο της πληροφόρησης, να δημιουργήσει διακρίσεις σε βάρος των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης και, κατ’ επέκταση, να υπονομεύσει την εμβέλεια και τη βιωσιμότητά τους». Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρει, «οι εδραιωμένες οικονομικά και πολιτικά επιχειρήσεις επωφελούνται από την άνιση κατανομή του πλούτου, ισχυροποιώντας τη θέση τους στην αγορά». Επίσης, δίνει έμφαση στο ότι ένα υψηλό επίπεδο συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό ορισμένων ενοχλητικών «φωνών» και στην ενδυνάμωση εκείνων της κυρίαρχης τάξης καθώς, άμεσα ή έμμεσα, εκείνη διαθέτει τα κύρια μέσα παραγωγής και διανομής στην επικοινωνιακή σφαίρα. Ετσι, αναφέρει ότι ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης υποβαθμίζουν το δημόσιο συμφέρον και περισσότερο διαδίδουν τις κοσμοθεωρίες της άρχουσας τάξης, αρνούμενα εναλλακτικές προοπτικές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αυξανόμενη συνείδηση της εργατικής τάξης.

Είναι ενδιαφέρον ότι περιλαμβάνει στη μελέτη της στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν ΜΜΕ, κατά τα μνημονιακά χρόνια, πρωτοβουλίες για στήριξη οικονομικά ευάλωτων ομάδων και συσσίτια από οργανώσεις της Αριστεράς ή του αντιεξουσιαστικού χώρου που είχαν ελάχιστη τηλεοπτική προβολή. Και αυτό σε αντίστιξη με την τακτική της Χρυσής Αυγής που επιδίωκε τον δωρεάν τηλεοπτικό χρόνο διοργανώνοντας συσσίτια μόνο για Ελληνες στην Αθήνα κατά την περίοδο του 2013.

Πάντως, στη μελέτη τονίζεται ότι οι νέες τεχνολογίες προσφέρουν ευκαιρίες για τον πλουραλισμό και τον εκδημοκρατισμό της επικοινωνίας. Σημειώνεται όμως ότι παρ’ όλα αυτά αμφισβητείται ότι έχουν μειώσει ουσιαστικά τις επιπτώσεις της συγκέντρωσης και έχουν εξαλείψει «τις ασυμμετρίες της επικοινωνιακής ισχύος στη δημόσια σφαίρα».

Η ψηφιακή σφαίρα περιπλέκει τα πρότυπα ιδιοκτησίας των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης αλλά η γενικότερη εικόνα παραμένει σχετικά σταθερή, με τις επακόλουθες ανησυχίες για την ολιγοπωλιακή διάρθρωσή τους να εξακολουθούν να υφίστανται, τονίζεται στη μελέτη.

Στον αστερισμό της αγοράς

Η συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Ομως, όπως σημειώνεται στη μελέτη, οι διαδικασίες συγκέντρωσης και συσσώρευσης κεφαλαίου που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990 οδήγησαν σε αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις και εξαγορές των επιχειρήσεων του κλάδου ενημέρωσης. «Το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού που επικρατεί μέχρι και σήμερα επιτάσσει την απελευθέρωση των αγορών υποκινούμενη από τη λογική μεγιστοποίησης του κέρδους αλλά και μια ιδεολογική στροφή ως προς την εμπορευματοποίηση της ενημέρωσης» αναφέρεται στη μεταπτυχιακή εργασία.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο υπό διαβούλευση Σχέδιο Κώδικα Δεοντολογίας Οπτικοακουστικών και Ραδιοφωνικών Προγραμμάτων που εγκρίθηκε από την Ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) τον Νοέμβριο του 2022. Είναι αξιοσημείωτο ότι μεταξύ των σημείων που προξενούν προβληματισμό για την ελεύθερη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης, όπως σημειώνει η μελετήτρια, είναι το άρθρο 22 (εδάφιο 3), αναφέροντας ότι «[η] δημοσιογραφική έρευνα δεν πρέπει να υποκαθιστά τις αστυνομικές, ανακριτικές ή άλλες αρμόδιες αρχές». Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να ειπωθεί, σύμφωνα με τη μελετήτρια, ότι η ερευνητική δημοσιογραφία δέχεται ακόμη ένα πλήγμα ως προς το εύρος των δυνατοτήτων που μπορεί να ασκήσει ενώ «γεννάται και μια δυσπιστία ως προς την αμεροληψία των ερευνών εκ μέρους της ελληνικής αστυνομίας έπειτα από μια σειρά υποθέσεων που είτε εμπλεκόταν είτε δεν είχε αντιμετωπίσει αντικειμενικά και σε βάθος (όπως τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου)».

Ακόμη μια παρατήρηση έχει σημασία. Οπως τονίζεται στη μελέτη, έως σήμερα ο σχεδιασμός και η διαπραγμάτευση των δημόσιων πολιτικών για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μέσων ενημέρωσης τίθενται όλο και πιο ευνοϊκά προς τους κυρίαρχους επικοινωνιακούς ομίλους, ενώ καθίστανται ολοένα λιγότερο συμβατά με το αίτημα για ενδυνάμωση των δημοκρατικών λειτουργιών.