«Ο άντρας μου»: Ασφυκτιούν αλλά δεν επαναστατούν

Φωτογραφίες: ΜΑΡΙΑ ΤΟΥΛΤΣΑ

Η Μαρία Μαγκανάρη σκηνοθετεί με γενναιότητα την παράσταση «Ο άντρας μου», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Ρούμενα Μπουζάροφσκα από τη Βόρεια Μακεδονία.

Στο θέατρο κείμενο και παράσταση δύσκολα συμβαδίζουν. Συνήθως κάτι προπορεύεται και κάτι μένει πίσω. Μια ποιοτική δυσαναλογία εντελώς φυσική, που έχει αποτέλεσμα το χρεωστικό και το πιστωτικό υπόλοιπο να είναι σπανίως ισοσκελισμένα. Το ίδιο ισχύει και στον κινηματογράφο. Ελάχιστες φορές θα φανεί ένας Τζον Χιούστον να πάρει ένα έξοχο μυθιστόρημα, όπως το «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι, και να κάνει μια εξίσου αριστουργηματική ταινία. Το αντίθετο είναι λιγάκι συνηθέστερο: ο Μπουνιουέλ αίφνης δραματοποιεί το υλικό ενός μέτριου μυθιστορήματος και βγάζει στην οθόνη την «Ωραία της ημέρας». Επίτευγμα αξιοθαύμαστο, γιατί προϋποθέτει τη δραστική υπέρβαση της αφετηριακής εμπνεύσεως και τη βούληση για την επανεκκίνηση του παιχνιδιού από μειονεκτικό σημείο.

Ξεπερασμένη φεμινιστική θεώρηση

Εξαρχής, λοιπόν, όταν η σκηνοθέτρια και ηθοποιός της παράστασης Μαρία Μαγκανάρη υποδέχεται στο φουαγέ του θεάτρου τους θεατές και τους αφηγείται την πρώτη από τις ιστορίες που συγκροτούν τη δραματουργική της πρόταση, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η λογοτεχνική της αφετηρία δεν έχει κάτι ξεχωριστό. Τα επτά διηγήματα της Ρούμενα Μπουζάροφσκα, στη στρωτή μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, αφορούν μια φεμινιστική θεώρηση μάλλον ξεπερασμένη, τουλάχιστον για το ευρωπαϊκό επίπεδο συνείδησης των ημερών μας. Η συλλογή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, έχει τον τίτλο «Ο άντρας μου» αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να ονομάζεται «Η γυναίκα του».

Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται παρά για τα μικροδράματα της αμοιβαίας κτητικότητας που παίζονται συνεχώς μεταξύ δυστυχισμένων συζύγων. Ο άντρας –κατά τη γνωστή πια και επαναληπτικά δοκιμασμένη σύμβαση– εμφανίζεται πάντα ως εγωκεντρικά αδιάφορος και σε κάποιες περιπτώσεις προκλητικά αντιπαθής, αλλά ούτε που διανοείται να αποχωριστεί το έτερον ήμισυ που υποτιμά και καταπιέζει συστηματικά.

Η Μαρία Μαγκανάρη προσδιορίζει με σαφήνεια το στίγμα της δραματουργικής της προσέγγισης

Η γυναίκα, πάλι, κάνει τα πάντα για να «σώσει τον γάμο της», να κρατήσει τον άντρα της, σαν να πρόκειται για κανένα κελεπούρι, ανεχόμενη ότι είναι βαρετός στο κρεβάτι και διατηρεί περιστασιακές σχέσεις με διάφορα «τσουλάκια». Ετσι, κατεβασμένα μούτρα και θυμικά ξεσπάσματα, βαριές εκφράσεις ζηλοτυπίας και εκατέρωθεν απιστίες δεν προσθέτουν παρά το αλατοπίπερο στο κρύο μενού της «αγίας οικογένειας». Κατά συνέπεια καμία από τις ηρωίδες της παράστασης δεν τα βροντάει κάτω, κανένας από τους ήδη απόντες άντρες δεν το σκάει με τα «πουτανάκια», όπως αποκαλούν οι γυναίκες τις πιθανές τους ανταγωνίστριες. Η λέξη διαζύγιο φαίνεται να είναι άγνωστη στη συγγραφέα και η πανταχόθεν καταγγελλόμενη αρχαία πατριαρχία, παρά τις εμφανείς ρωγμές της, καλά κρατεί.

Υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο η μόλις σαραντάχρονη Μπουζάροφσκα, μια γυναίκα της εποχής μας που ασφυκτιά στο βαλκανικό περιβάλλον της Βόρειας Μακεδονίας, να επιδιώκει την υπογράμμιση αυτής ακριβώς της παράδοξης ανθεκτικότητας των γαμήλιων συμβάσεων και γι’ αυτό χρεώνει στις ηρωίδες της έμφοβη καχυποψία, ενοχική κρυψίνοια και κατά συρροήν ματαιωμένα σκιρτήματα εξέγερσης. Αυτή η υπόγεια διαπραγμάτευση με την αδυναμία των ηρωίδων της αποτελεί άλλωστε το δυνατό της χαρτί κι αυτό τον άσο κρύβει στο μανίκι της η Μαρία Μαγκανάρη, που ανέλαβε με γενναιότητα το ρίσκο να σκηνοθετήσει μια σειρά από συνήθη οικογενειακά ψέματα και δημόσια αποκηρυγμένα μυστικά.

Η Μαρία Σκουλά καταφέρνει να απεικονίσει τον ακατάλυτο γόρδιο δεσμό ανάμεσα στην εσωτερική ευπάθεια και τον εξωστρεφή δυναμισμό

Πολλοί σκηνοθέτες όταν γνωρίζουν ή διαισθάνονται ότι έχουν στα χέρια τους ένα αδύναμο και σίγουρα διόλου πρωτότυπο κείμενο εξαντλούνται σε ποικίλες ακροβασίες προκειμένου να το εμπλουτίσουν με το νεύρο που του λείπει. Προσθέτουν βιντεοσκοπημένα στιγμιότυπα με κάπως λοξούς υπαινιγμούς, καταφεύγουν σε μουσικό θόρυβο για να εντυπωσιάσουν τον θεατή ή πασπαλίζουν το τετριμμένο υλικό με πολύχρωμες ενδυματικές σάλτσες και σκηνικούς εξωφρενισμούς. Ευτυχώς όμως η Μαγκανάρη δεν επέλεξε καμία τέτοια φαντασμαγορική ευκολία. Διατήρησε τη σωστή αναλογία μεταξύ λογοτεχνικής αφήγησης και θεατρικής αναπαράστασης χωρίς περιττά ψιμύθια και ανέβασε δεξιοτεχνικά και σχεδόν απαρατήρητα τη δραματική ένταση πηδώντας με άνεση από τα πιο μελαγχολικά στα πιο ευτράπελα επεισόδια. Το αφηγηματικό θέατρο, αφού υποσκελίστηκε κατά τον εικοστό αιώνα από τον «μεγάλο αφηγητή» (αρχικά ραδιοφωνικό και κατόπιν τηλεοπτικό), γνωρίζει σήμερα νέες δόξες και έχει τους δικούς του μισοξεχασμένους κώδικες. Η σκηνοθέτρια δεν αρκείται στο ξεσκόνισμά τους αλλά τους ανακαινίζει με έμφαση στον μύχιο συναισθηματικό τόνο της προσωπικής εξομολόγησης.

Παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα

Είχε βέβαια εξασφαλισμένο το μέγιστο πλεονέκτημα μιας παράστασης. Δύο πράγματι πολυδύναμες ηθοποιούς, ικανές να ελιχθούν με ταχύτητα σε ενίοτε αμφίρροπες και δραστικά αντιφατικές καταστάσεις. Η ίδια η Μαρία Μαγκανάρη ως ηθοποιός προσδιορίζει με σαφήνεια το στίγμα της δραματουργικής της προσέγγισης, καθώς επωμίζεται την εισαγωγική αφήγηση μιας σύγχρονης, ελαφρά νευρωτικής γυναίκας με αυτοειρωνικό φλέγμα, ενώ στις μετέπειτα ενσαρκώσεις της δίνει το υποκριτικό προβάδισμα στον συνδυασμό απτής αποφασιστικότητας και πλάγιων υποχωρήσεων μπροστά στα πατριαρχικά κεκτημένα. Η Αμαλία Καβάλη αποδίδει τις φυσιογνωμίες των ηρωίδων της με νεανική ορμή (και όπου χρειάζεται με το ανάλογο μπρίο) αλλά και μεταδίδει πειστικά στους θεατές την επίγνωση ότι συμμετέχει, έστω και συρόμενη, σε παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα. Η Μαρία Σκουλά, με ήδη καταλυτική παρουσία στα θεατρικά μας πράγματα, δείχνει σ’ αυτή την παράσταση το εύρος των δυνατοτήτων της, καθώς ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της δυσκολότερης υποκριτικής συνθήκης: την απεικόνιση δηλαδή του ακατάλυτου γόρδιου δεσμού ανάμεσα στην εσωτερική ευπάθεια και τον εξωστρεφή δυναμισμό.

Η Αμαλία Καβάλη αποδίδει με νεανική ορμή τις φυσιογνωμίες των ηρωίδων της

INFO
Θέατρο Θησείον, Τουρναβίτου 7, από Πέμπτη έως Κυριακή

Ετικέτες