Μια μουντή μέρα τον χειμώνα του 2013 σε ένα άχρωμο τηλεφωνικό κέντρο ενός μικρού στρατοπέδου, περνούσε η ώρα διαβάζοντας τις Γυναίκες του Μπουκόφσκι. Σε μια στιγμή περνάει από μπροστά ο διοικητής. Οι μήνες ήταν ήδη πολλοί, οπότε δεν έκανα καν τον κόπο να σηκωθώ και να χαιρετήσω. Συνέχισα να διαβάζω
«Κυμπιζή αυτά που διαβάζεις είναι επικίνδυνα» είπε ο Συνταγματάρχης κοιτώντας το εξώφυλλο με ειλικρινή απέχθεια. Η αλήθεια είναι ότι αρχικά εντυπωσιάστηκα που ήξερε έστω και ποιος είναι ο Τσαρλς Μπουκόφσκι. Απλά χαμογέλασα και γύρισα σελίδα.
Η παραπάνω, αδιάφορη για τους πολλούς, ιστορία φανερώνει κάτι σαφώς βαθύτερο. Όσα χρόνια και αν περάσουν, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι θα συνεχίσει να ενοχλεί τον συντηρητισμό και τον διαχρονικό καθωσπρεπισμό του κόσμου μας.
«Υπάρχει αρκετή πανουργία, μίσος, βία και παραλογισμός στον μέσο άνθρωπο που αρκεί για να προμηθεύσει οποιονδήποτε στρατό μια οποιαδήποτε μέρα,
και οι καλύτεροι στον φόνο είναι αυτοί που κηρύττουν εναντίον του,
και οι καλύτεροι στο μίσος είναι αυτοί που κηρύττουν αγάπη,
και οι καλύτεροι στον πόλεμο είναι τελικά αυτοί που κηρύττουν ειρήνη» λέει στο The genius of the crowd. Υπάρχει κάτι πιο επίκαιρο από αυτό;
Ο Μπουκόφσκι έγινε αγαπητός σε όλο τον πλανήτη λόγω της αφιλτράριστης γραφής του. Δεν προσπάθησε να ωραιοποιήσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Αντίθετα, με τον κυνισμό του, ωθεί τον αναγνώστη να αγαπήσει τις αδυναμίες, τα πάθη και να συμφιλιωθεί με τους δαίμονές του.
«Ο Μπουκόφσκι αρθρώνει τον φόβο και την αγωνία ενός περιθωρίου, που δεν είναι πια μειοψηφία, αλλά περιλαμβάνει εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, που στέκονται στη νεκρή ζώνη, ανάμεσα στη βίαιη απανθρωπιά και την ανήμπορη απελπισία» έχει πει για εκείνον ο συγγραφέας Χένρι Μίλερ.
Σήμερα συμπληρώνονται 104 χρόνια από τη γέννηση του «μεγαλύτερου ποιητή της Αμερικής». Δύο χρονών τον πήραν από ένα χωριό της Γερμανίας και τον πήγαν στο Λος Άντζελες. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια που πάλευε με την οικονομική κρίση, κακοποιήθηκε από τον πατέρα του, χλευάστηκε από τον περίγυρο λόγω της εμφάνισής του και βρήκε καταφύγιο στο ποτό και τη γραφή.
«Γράφω για να μην τρελαθώ, για να δω αν το επόμενο εικοσιτετράωρο θα επιζώ, για να δω αν μπορώ να μιλάω στα ίσα και να τα βάζω πάνω σε μια κόλλα χαρτί ή αν κάνω απλώς λογοτεχνία. Δεν γράφω για να σώσω τον κόσμο, γράφω για να σώσω τον εαυτό μου» εξομολογήθηκε κάποτε.
Η τραυματισμένη παιδική ηλικία, ο εθισμός στο αλκοόλ από την εφηβεία, οι βαρετές δουλειές, οι έρωτες με ημερομηνία λήξης, η αρρώστια που τον βασάνισε, όχι μόνο αποτυπώνονται στα βιβλία του, αλλά υπήρξαν οι αφορμές και οι αιτίες να περιγράψει καλύτερα από κάθε άλλον τη ζωή όσων χάθηκαν στον δρόμο, αναζητώντας το αμερικάνικο όνειρο.
Όμως η μοναξιά, ο πόνος, η φτώχεια, η απελπισία, οι εθισμοί υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν όσο υπάρχουν άνθρωποι, σε κάθε μέρος του πλανήτη. Αλκοολικοί, άστεγοι, πόρνες, περιθωριακοί θα συνεχίζουν να ζουν δίπλα μας. Ίσως και μέσα μας. Και διαβάζοντας Μπουκόφσκι, ο καθένας μπορεί να δει μέσα από τα μάτια αυτών των ανθρώπων. Να δει τη λάμψη στο μαύρο κάθε ψυχής. Να δει το πραγματικό πρόσωπο της κοινωνίας χωρίς παρωπίδες και ανώφελους εξωραϊσμούς.
Πέθανε από λευχαιμία το 1994. Στον τάφο του είναι γραμμένη η φράση «Μην Προσπαθείς». O Μπουκόφσκι υπονοεί ότι αν πρέπει να προσπαθήσεις για να νοιαστείς ή για να θελήσεις κάτι, τότε μάλλον ούτε νοιάζεσαι, ούτε το θες πραγματικά. «Αν σπαταλάς όλη την ώρα προσπαθώντας, τότε το μόνο που κάνεις είναι να προσπαθείς. Και για αυτό μην προσπαθείς. Πράξε» έχει πει η γυναίκα του, επιχειρώντας να τον αποκωδικοποιήσει.
Ο Μπουκόφσκι δέχτηκε μεγάλη κριτική για τις βωμολοχίες, τον κυνισμό, τις εμμονές, το σεξιστικό του ύφος. Όμως, πίσω από όλα αυτά, αν έχεις τον χρόνο και τη διάθεση να ψάξεις, κρύβονται τα πραγματικά μηνύματα των έργων του.
«Αγκάλιασε το σκοτάδι, ο σάλος είναι ο θεός, η τρέλα είναι ο θεός. Όταν ζεις μονίμως ήρεμα, ζεις μονίμως τον θάνατο» λέει σε ένα ποίημα του. Και πως να διαφωνήσεις;