Ο Ανδρέας Ανδρέου στο Docville για τη «Βελανιδιά» και για την πρόκληση του αναπάντεχου στο θέατρο

Κάθε βράδυ ένας διαφορετικός καλεσμένος ανεβαίνει στη σκηνή χωρίς πρόβα, χωρίς κείμενο και χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα τι πρόκειται να ακολουθήσει. Μίλτος Πασχαλίδης, Δήμητρα Γαλάνη, Σοφία Κόκκαλη, Γιάννης Στάνκογλου και πολλοί άλλοι εναλλάσσονται στον ρόλο του Άντυ και έρχονται αντιμέτωποι με το απροσδόκητο. Ο Ανδρέας Ανδρέου σκηνοθετεί στο Bios την «Βελανιδιά» και μιλάει στο Docville για την πρωτότυπη ιδέα του έργου, για τα θέματα που διατρέχουν την παράσταση και για την «απενοχοποίηση» του storytelling.

Μιλήσαμε και για το προεδρικό διάταγμα που εξισώνει τα πτυχία των καλλιτεχνών με το απολυτήριο Λυκείου. «Αυτοί που εισηγήθηκαν την υποβάθμιση παραμένουν ασυγκίνητοι, σκληροί, σκοτεινοί, ικανοί για όλα. Ελπίζω αυτό να αλλάξει», σχολίασε ο σκηνοθέτης.

Γιατί επιλέξατε το έργο «Η Βελανιδιά» του Τιμ Κράουτς;

Με συναρπάζουν οι θεατρικοί συγγραφείς που φτάνουν με τόλμη τη θεατρική φόρμα στα όριά της, στήνοντας παράλληλα συμπαγή δραματουργία. Ο Τιμ Κράουτς καταπιάνεται κάθε φορά με σπουδαία θέματα, τα οποία αναπτύσσει στη σκηνή με εξαιρετικά πρωτότυπους τρόπους. Πρόκειται για μια απόλυτη συμπόρευση φόρμας και περιεχομένου. Με άλλα λόγια, η ιστορία της «Βελανιδιάς» με συγκινεί βαθύτατα, ενώ ταυτόχρονα οι σκηνικές προϋποθέσεις της μού υπενθυμίζουν γιατί αγαπώ την τέχνη του θεάτρου. Ταιριάζουν σε εμένα προσωπικά ως δημιουργό.

Κάθε βράδυ ένας διαφορετικός καλεσμένος ανεβαίνει στη σκηνή χωρίς πρόβα, χωρίς να έχει διαβάσει το κείμενο και χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα τι πρόκειται να ακολουθήσει. Τι πιστεύετε ότι προσφέρει αυτό στη δυναμική της παράστασης;

Η συνθήκη της άγνοιας και, αν θέλετε, του «πρίμα βίστα» δεν είναι αβάντα. Αποτελεί κεντρικό ζήτημα για τον χαρακτήρα που υποδύεται ο καλεσμένος. Αν λείψει αυτό το στοιχείο, αν κάνει κανείς πρόβα, αν αποκαλύψει και προετοιμάσει τη συμμετοχή αυτή, χάνεται όλη η αλληγορία πάνω στην οποία στήνεται η παράσταση. Επίσης, αν απομακρυνθούμε λίγο από την πρόκληση του καλεσμένου και εστιάσουμε στη σταθερή ηθοποιό της παράστασης —τη Μαρίνα Αργυρίδου— θα συνειδητοποιήσουμε ότι και εκείνη αντιμετωπίζει την ίδια πρόκληση του αναπάντεχου. Απέναντί της θα έχει κάθε βράδυ και διαφορετικό άνθρωπο. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό.

Στο ρόλο του Άντυ θα δούμε μεταξύ άλλων τη Δήμητρα Γαλάνη, τη Σοφία Κόκκαλη, τον Μίλτο Πασχαλίδη, τον Γιάννη Στάνκογλου. Κάθε βράδυ θα ανεβαίνει και μία διαφορετική παράσταση;

Οπωσδήποτε. Ούτε εγώ ούτε η Μαρίνα ούτε κανείς μπορεί να προβλέψει τι θα προκύψει. Κάθε βραδιά θα είναι μοναδική.

Ποια είναι τα στοιχεία του έργου που θεωρείτε ότι το έκαναν τόσο πετυχημένο στο εξωτερικό;

Η πρωτότυπη ιδέα του, η δεινότητα του Κράουτς ως συγγραφέα και ηθοποιού (στο εξωτερικό ερμηνεύει ο ίδιος τον σταθερό ρόλο της παράστασης) και, αναμφίβολα, η περιέργεια του κοινού, που έρχεται στο θέατρο για να δει τον εκάστοτε καλεσμένο να γίνεται προσφορά στον βωμό του Διονύσου. Αστειεύομαι, φυσικά. Σε ό,τι αφορά στη συμμετοχή των καλεσμένων δεν υπάρχει κανένα στοιχείο αναισθησίας. Ίσα-ίσα, όσοι συμμετείχαν στο εξωτερικό αναφέρθηκαν σε μία αίσθηση απελευθέρωσης, την οποία απέκτησαν κατά τη διάρκεια της παράστασης.                           

Μία ιστορία εξαπάτησης, απώλειας και συμφιλίωσης. Ποια θέματα διατρέχουν την παράσταση και πως συνομιλούν με τη σημερινή πραγματικότητα;

Φαινομενικά, οι δύο χαρακτήρες του έργου εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς και ασύμβατους κόσμους. Άθελά τους έχουν βλάψει ο ένας τον άλλον. Προσπαθούν να καταλάβουν εάν μπορούν να συμφιλιωθούν και να συνυπάρξουν. Ανακαλύπτουν ότι αυτή η προσπάθεια απαιτεί πίστη. Ο Κράουτς αναφέρεται πολύ συχνά στην αυθυποβολή του ακροατηρίου. Στο απενοχοποιημένο storytelling. Στη δυνατότητα αποδοχής μιας συνθήκης, ενός βιώματος, μιας ιστορίας, μίας σχέσης πέρα από τα φαινόμενα. Αρκετά από τα έργα του είναι σχεδόν ανεικονικά. Αντιστέκονται στον ορμητικό ποταμό της κυριολεξίας που μας περιβάλλει. Αυτή η ιδέα προεκτείνεται με ποικίλους τρόπους στη σύγχρονη πραγματικότητα της ζωής και της τέχνης — αν αυτές αποσυνδέονται ποτέ η μία απ’ την άλλη.

Ποιες είναι οι σκέψεις σας για το θεατρικό ρεπερτόριο της φετινής χρονιάς και οι προσδοκίες σας από την περίοδο που διανύουμε;

Χαίρομαι που, μετά από ένα διάστημα πανδημίας, αναγκαστικής αδράνειας και αναμονής, επιστρέφουμε σε κάτι που είχαμε απολέσει. Δεν έχουμε, βέβαια, ξεμπερδέψει με τον ιό, και πολλές από τις βεβαιότητές μας έχουν οριστικά παρέλθει, προσωπικά, όμως, προσπαθώ να διατηρώ την ελπίδα ότι κάπου αλλού οδηγούμαστε. Προσβλέπω πάντα στην ανανεωτική ματιά. Στην ουσιαστική, ρηξικέλευθη ματιά, όχι σε εκείνην που εξαντλείται σε μια επικαιρική ανάγνωση του κόσμου μας.

Οι καλλιτέχνες αντιδρούν σε σχέση με το προεδρικό διάταγμα που υποβαθμίζει τις καλλιτεχνικές σπουδές. Τι πιστεύετε για αυτή την εξέλιξη;

Είναι θλιβερό να υποβαθμίζεται η αυτονόητη σύνδεση της τέχνης με την εκπαίδευση και το ακαδημαϊκό πλαίσιο. Αυτή η προσέγγιση συντηρεί την εικόνα του καλλιτέχνη ως «τσαλκιτζή» και δεν τιμά τη χώρα μας, την παράδοσή της και τον πολιτισμό της. Και αναρωτιέμαι: εκείνοι που εισηγούνται μια τέτοια υποβάθμιση δεν βλέπουν ταινίες, δεν παν σε παραστάσεις, δεν ακούν μουσική; Ταυτίζονται, φαίνεται, με αυτό που λέει ο Σαίξπηρ στον «Έμπορο της Βενετίας» για τον άνθρωπο «χωρίς μουσική». Παραμένουν ασυγκίνητοι, σκληροί, σκοτεινοί, ικανοί για όλα. Ελπίζω αυτό να αλλάξει.

Info:

Από 30 Ιανουαρίου, Bios. Main, Πειραιώς 84, Αθήνα, Δευτέρα-Τρίτη στις 21.00