Ο πόλεµος στην Ουκρανία µαινόταν ήδη από το 2014 ως εµφύλιος προτού περάσει στη σηµερινή οξυµένη, διακρατική φάση του. Φυσικά πρόκειται για έναν πόλεµο ο οποίος γίνεται στο πλαίσιο των διακρατικών οικονοµικών ανταγωνισµών (∆ύσης – Ρωσίας) µε στόχο τον έλεγχο αγορών καθώς και ενεργειακών και εµπορικών διαδρόµων. Οι πόλεµοι όµως συνήθως απαιτούν ένα βαθµό ιδεολογικής νοµιµοποίησης και προετοιµασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο «πόλεµος για την Ιστορία» της Ουκρανίας προϋπήρξε και έπαιξε σηµαντικό ρόλο για τη νοµιµοποίηση των πολιτικών επιλογών τόσο της ουκρανικής ελίτ όσο και εξ αντανακλάσεως της ρωσικής.
Το τµήµα της ουκρανικής ελίτ που έθεσε ως στόχο την οικονοµική και πολιτική πρόσδεση της Ουκρανίας στη ∆ύση και την υποβάθµιση (αν όχι εγκατάλειψη) των οικονοµικών δεσµών της µε τη Ρωσία ξεκίνησε µια τεραστίων διαστάσεων επιχείρηση αναθεώρησης της Ιστορίας από τα µέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Από την άνοδο των ηγετών τής «πορτοκαλί επανάστασης» στην εξουσία µια σειρά µέτρα οδηγούσαν στην κατασκευή ενός νέου εθνικού αφηγήµατος, το οποίο δηµιουργούσε έναν ουκρανικό εθνικισµό µε έντονα αντιρωσικά στοιχεία. Η επιτυχία της νέας εθνικής ιδεολογίας προϋπέθετε την ανάδειξη των ιστορικών διαφορών Ουκρανών και Ρώσων, την υποστήριξη µιας βαθιάς ιστορικής έχθρας µεταξύ των δυο λαών και τη συκοφάντηση εκείνων των σελίδων της Ιστορίας που υποστήριζαν το αντίστροφο αφήγηµα, δηλαδή αυτό δύο αδελφικών και κοντινών λαών µε παρελθόν κοινών αγώνων και συνεργασίας.
Εδώ ήταν σηµαντικό να δυσφηµιστεί η σοβιετική περίοδος της Ουκρανίας, η οποία είχε δώσει στον ουκρανικό λαό κρατική υπόσταση ενάντια στην ιστορική του καταπίεση από τον µεγαλορωσικό εθνικισµό. Κεντρικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία διαδραµάτισε το Ουκρανικό Ινστιτούτο Εθνικής Μνήµης (ΟΙΕΜ) που ιδρύθηκε το 2006 από την «πορτοκαλί» ηγεσία της χώρας. Το ΟΙΕΜ, κινούµενο εντός του προωθούµενου από την ΕΕ σχήµατος περί κόκκινου ολοκληρωτισµού, ανέδειξε πλευρές της ιστορίας της Ουκρανίας όπως τους εθνικιστές Ουκρανούς οπλαρχηγούς του Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου και του εµφυλίου ενάντια στους σοβιετιστές της ίδιας περιόδου καθώς και το εθνικιστικό φιλοναζιστικό αντάρτικο του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου και της πρώτης ψυχροπολεµικής περιόδου απέναντι στον κοινό αντιφασιστικό αγώνα και τη σοβιετική ταυτότητα.
Ετσι, από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα στο πάνθεον των εθνικών ηρώων της Ουκρανίας εισέρχονται εθνικιστές, συνεργάτες των ναζί και αντισηµίτες, ενώ και η διαδικασία της αποκοµµουνιστικοποίησης εκκινεί την ίδια περίοδο και απλώνεται από το ακαδηµαϊκό επίπεδο ως τον κινηµατογράφο και τα media. Καθόλου τυχαία, στο διάλειµµα µεταξύ «πορτοκαλί επανάστασης» και Μαϊντάν η φιλορωσική κυβέρνηση Γιανουκόβιτς επιχείρησε εν µέρει να ακυρώσει αυτήν τη διαδικασία αναθεώρησης της Ιστορίας. Η ρωσική πλευρά επέλεγε να χρησιµοποιήσει εργαλειακά εκείνες τις στιγµές της σοβιετικής (και µη) ιστορίας που θα µπορούσαν να ερµηνευτούν ως αντιδυτική συµµαχία Ρώσων και Ουκρανών, ενώ λοιδορούσε και αποδοµούσε τα στοιχεία της σοβιετικής πολιτικής που στρέφονταν κατά της επιρροής του µεγαλορωσικού σωβινισµού.
Απόγειο αυτής της διαλεκτικής αποτέλεσε το διάγγελµα Πούτιν πριν από τη ρωσική εισβολή, όπου η Ουκρανία παρουσιαζόταν περίπου ως τεχνητό κατασκεύασµα του Λένιν (παραδοσιακή ρωσική εθνικιστική θέση) ενώ παράλληλα τονιζόταν η κληρονοµιά του αντιναζιστικού αγώνα του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου. Αν µέσα από τις λίγες αυτές γραµµές επιχειρείται να αναδειχθεί κάτι, αυτό είναι η επιχείρηση ιδεολογικής προετοιµασίας των πολέµων και η κρατική διαδικασία γέννησης και γιγάντωσης του εθνικιστικού υποστρώµατος πάνω στο οποίο οικοδοµείται η εθνική συναίνεση για στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης είναι ιστορικός