Οι Villagers of Ioannina City ολοκληρώνουν την περιοδεία τους και ο τραγουδιστής και κιθαρίστας τους αναζητά το αντίδοτο στις μέρες που ζούμε.
∆υόµισι χρόνια µετά την τελευταία ηλεκτρική headline συναυλία τους στην Αθήνα, οι Villagers of Ioannina City επιστρέφουν την επόµενη Κυριακή 25 Σεπτεµβρίου στο Θέατρο Βράχων για να ολοκληρώσουν την περιοδεία τους που ξεκίνησε το καλοκαίρι στην Ευρώπη και συνεχίστηκε µε εµφανίσεις σε όλη την Ελλάδα. Λίγες ηµέρες προτού οι αγαπηµένοι «χωριάτες» του ελληνικού κοινού βρεθούν και πάλι στη Σκιά των Βράχων για να τα πάρουν και πάλι όλα… zvara, το Documento µίλησε µε τον Αλέξη Καραµέτη για όσα συµβαίνουν πάνω και κάτω από τη σκηνή.
Την προηγούµενη φορά που µιλήσαµε, πριν από τη συναυλία του 2020 στο Φάληρο, είχες πει ότι αν θέλουµε να δούµε ένα καλύτερο αύριο, έχουµε χρέος να µην επιτρέπουµε σε ένα σάπιο σύστηµα να διαµορφώνει απόψεις και να µας υποδεικνύει τι είναι σωστό και τι λάθος. ∆ύο χρόνια µετά τι έχει αλλάξει;
Oχι µόνο δεν έχει αλλάξει κάτι, αλλά τα πράγµατα είναι και χειρότερα, κάτι που κάνει ακόµη πιο επιτακτική την ανάγκη να καταλάβει και να διακρίνει ο κόσµος ότι υπάρχει λόγος που κάποιοι θέλουν να βλέπουµε τα πράγµατα από τη δική τους σκοπιά κι αυτό που µας παρουσιάζουν ως φυσιολογικό δεν είναι στην πραγµατικότητα. Αυτό δεν είναι κάτι που θα σταµατήσει σύντοµα· ας µην κοροϊδευόµαστε. Ζούµε σε παράξενους καιρούς και µαύρες µέρες και αυτό θα γίνεται όλο και πιο έντονο. Οπότε εµείς αυτό που πρέπει να κάνουµε είναι να µένουµε πεισµατικά και επίµονα αισιόδοξοι, να κοιτάµε το αύριο, εκεί που θέλουµε να φτάσουµε, χωρίς φόβο. Ακόµη κι αν αυτό το αύριο που θέλουµε έρθει σε χίλια χρόνια, δεν πρέπει να υποµένουµε µοιρολατρικά µια κατάσταση που µας κάνει να κολυµπάµε στη σαπίλα. Πρέπει να κοιτάµε στο φως και σε αυτό που η καρδιά και το µυαλό µας θεωρούν λογικό και να προσπαθούµε να πάµε εκεί και ατοµικά και ως κοινωνία. Πιστεύω ότι νοµοτελειακά κάποια στιγµή θα γίνει, γιατί πολύ απλά αυτά που βιώνουµε τον τελευταίο καιρό, κυρίως η τροµοκρατία, η διαστρέβλωση της πραγµατικότητας και όσα γίνονται σε βάρος µας στο όνοµα και καλά της ασφάλειάς µας, δεν είναι φυσιολογικά.
Είστε ένα συγκρότηµα που πάντα είχε το θάρρος της γνώµης του.
Εµείς θα λέµε πάντα αυτά που νιώθουµε. Είµαστε ελεύθεροι, κάνουµε αυτό που θέλουµε. ∆εν είµαστε υπάλληλοι κανενός, δεν λογοδοτούµε πουθενά ούτε είµαστε πολιτικό κόµµα που φοβάται µην και χάσει τους ψηφοφόρους του.
Υπάρχει όµως και η άποψη ότι η µουσική και οι µουσικοί πρέπει να κάνουν τον κόσµο να ξεχνάει τα προβλήµατά του και όχι να του τα θυµίζουν…
Το θέµα δεν είναι αν θα κάνεις τον κόσµο να ξεχνάει ή να θυµάται. Μπορεί πολλές φορές όλα γύρω σου να είναι µαύρα κι εσύ να δείξεις κάτι όµορφο, µπορεί γύρω σου να είναι όλα πανέµορφα κι εσύ να δείξεις κάτι σκοτεινό και στενάχωρο. Το ότι ζούµε µαύρες µέρες δεν σηµαίνει ότι θα τραγουδάµε µόνο γι’ αυτό. Ολα είναι µες στη ζωή. Αυτό άλλωστε προσπαθήσαµε να κάνουµε και µε τον προηγούµενο δίσκο (σ.σ.: το «Age of Aquarius» που κυκλοφόρησε τον Σεπτέµβριο του 2019). Να δείξουµε µεν το σκοτάδι στο οποίο ζούµε και τις ανησυχίες που έχουµε, αλλά κυρίως τι υπάρχει πέρα από αυτό και πώς θα φτάσουµε εκεί. Το τελικό µήνυµα να είναι ελπιδοφόρο και αισιόδοξο. Γιατί το σκοτάδι δεν πρέπει να το φοβάσαι, πρέπει να το αντιµετωπίζεις για να το νικήσεις και να βγεις εκεί που θέλεις, δηλαδή στο φως. Οσο βαθύτερο είναι το σκοτάδι τόσο περισσότερο φως θέλω να ρίχνω.
Πώς καταφέρνει ένα συγκρότηµα µε 15 χρόνια παρουσίας και µόλις δύο άλµπουµ στο ενεργητικό του να δηµιουργεί τέτοιον ξεσηκωµό σε κάθε εµφάνισή του; Μήπως τελικά οι VIC είναι κάτι περισσότερο από ένα συγκρότηµα που παντρεύει την παράδοση µε το stoner;
Μουσικά µιλώντας, δεν είµαστε µόνο αυτό. Αν µε ρωτήσει κάποιος τι κάνουµε, δεν θα πω ότι παντρεύουµε την παραδοσιακή µουσική µε το stoner αλλά ότι παίζουµε ροκ χωρίς όρια, χωρίς στεγανά. ∆εν έχουµε κανένα κόµπλεξ και είµαστε διατεθειµένοι να κάνουµε οτιδήποτε, αρκεί να το νιώθουµε. Στον πρώτο δίσκο παίξαµε ροκ µε παραδοσιακά όργανα και κλαρίνα και στο δεύτερο κάναµε κάτι άλλο. Ισως να παίζει ρόλο και το γεγονός ότι είµαστε µια παρέα, µια οικογένεια που εκφράζεται µέσα από αυτό που κάνει, το οποίο είναι αληθινό. ∆εν υπάρχει τίποτε επιτηδευµένο, απλώς κάνουµε αυτό που µας βγαίνει και προσπαθούµε να το κάνουµε όσο το δυνατόν καλύτερα, πρωτίστως για να ικανοποιήσουµε τον δικό µας εγκέφαλο, που είναι δύσκολος και απαιτητικός. Το ότι ο κόσµος αγκαλιάζει εµάς και τη µουσική µας µου δίνει περισσότερη ελπίδα και χαρά γιατί βλέπω ότι υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που σκέφτονται µε τον ίδιο τρόπο, έχουν τις ίδιες ανησυχίες και µάλιστα όχι µόνο στην Ελλάδα. Παίρνουµε µηνύµατα απ’ όλο τον κόσµο, από ανθρώπους που µας γράφουν πόσο τους άρεσε ο δίσκος και πόσο τους αγγίζουν αυτά που λέµε. Κάποια στιγµή νοµοτελειακά θα γίνουµε ένα, γιατί είτε το θέλουµε είτε όχι είµαστε ένα, είµαστε ενωµένοι, δεν υπάρχουν σύνορα ή διαχωριστικές γραµµές. Ερχόµαστε όλοι από τα αστέρια κι εκεί θα πάµε κάποια στιγµή.
Τα τελευταία χρόνια πολλά συγκροτήµατα και καλλιτέχνες έχουν επιχειρήσει να παντρέψουν παραδοσιακούς µε µοντέρνους ήχους. Αισθάνεσαι ότι η αποδοχή των VIC έχει παίξει ρόλο σε αυτό;
Σε ένα βαθµό ναι, µολονότι δεν ήµασταν οι πρώτοι που επιχείρησαν να συνδυάσουν το ροκ µε το παραδοσιακό στοιχείο, απλώς φαίνεται ότι εµείς ίσως κάναµε περισσότερο ντόρο. Αυτό που συµβαίνει πάντως είναι φυσιολογικό δεδοµένου ότι µουσικοί της δικής µας γενιάς αλλά και πάρα πολλοί νεότεροι επιλέγουν να στραφούν σε παραδοσιακά όργανα και αυτό θα οδηγήσει πιστεύω και σε ακόµη περισσότερες προσµείξεις. Αυτό θα συµβαίνει όσο βγαίνουν µουσικοί µε ιδέες και έµπνευση, που σκέφτονται έξω από το κουτί και δεν φοβούνται να δοκιµάσουν, να πειραµατιστούν και να εξελιχτούν. Το θέµα είναι να έχεις τα µάτια και τα αυτιά ανοιχτά.
Συµφωνείς µε την άποψη ότι το «Age of Aquarius» έπαιξε ρόλο περισσότερο στο να έρθει το ροκ κοινό πιο κοντά στην παράδοση παρά το αντίστροφο;
∆εν είµαι τόσο σίγουρος. Ηταν και δική µας απορία και αγωνία πώς θα το δεχόταν ο κόσµος, αλλά φαίνεται τελικά ότι στον κόσµο που άρεσε το «Riza» αρέσει και το «Age of Aquarius». Τουλάχιστον στους περισσότερους. Νοµίζω ότι τελικά ήταν κάτι αµφίδροµο.
Φέτος πραγµατοποιήσατε την πρώτη µεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία σας. Πώς υποδέχτηκε την πεντατονική της Ηπείρου το κοινό τόσο στα µεµονωµένα headline shows όσο και στα µεγάλα φεστιβάλ;
Ηταν µια περιοδεία που την ευχαριστηθήκαµε ιδιαίτερα. Περάσαµε όµορφα, υπήρχε πολλή οργάνωση, είµαστε κι εµείς σε φόρµα και προσηλωµένοι σε αυτό που πήγαµε να κάνουµε και ο κόσµος το αγκάλιασε, ακόµη και στις χώρες όπου οι Ελληνες ήταν µετρηµένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Πολλές συναυλίες ήταν sold out, ενώ στα φεστιβάλ παίξαµε µπροστά σε χιλιάδες κόσµου που φάνηκε να γουστάρει πραγµατικά αυτό που έβλεπε και άκουγε.
Πόσο πιο σοφοί βγήκατε από αυτή την περιοδεία;
Το σίγουρο είναι ότι βγήκαµε πολύ πιο έµπειροι. Επρεπε να ακολουθήσουµε ένα χρονοδιάγραµµα που όταν το είδαµε είπαµε «αµάν, πώς θα το καταφέρουµε;», αλλά όπως θα έλεγε κι ένας προπονητής, είµαι πολύ χαρούµενος και περήφανος για την οµάδα που έγιναν όλα σωστά.
Τι να περιµένουµε στο Θέατρο Βράχων σε σχέση µε τις προηγούµενες συναυλίες σας στην Αθήνα;
Ενα full οπτικοακουστικό σόου, το οποίο περιµένουµε µε ανυποµονησία γιατί ουσιαστικά είναι η πρώτη µεγάλη δική µας συναυλία στην Αθήνα ύστερα από δυόµισι χρόνια και τη µεσολάβηση µιας ακουστικής περιοδείας.
Τα ακουστικά σόου ήταν κάτι που είχατε στο µυαλό σας να κάνετε αλλά τελικά οι συνθήκες οδήγησαν στο να γίνουν νωρίτερα απ’ ό,τι υπολογίζατε, έτσι δεν είναι;
Ναι και εκ των υστέρων µπορούµε να το πούµε, γιατί τότε πολλοί έλεγαν ότι το κάναµε αποκλειστικά εξαιτίας του κορονοϊού. Απλώς έκατσε η συγκυρία και είπαµε πάµε να το κάνουµε πράξη τώρα. Ηταν µια µοναδική εµπειρία που µας γέµισε ψυχικά και καλλιτεχνικά και χαίροµαι πάρα πολύ που έγινε και που το ευχαριστήθηκε τόσο πολύ και ο κόσµος.
Τι να περιµένουµε από τους VIC στο άµεσο µέλλον;
Μόλις τελειώσει η περιοδεία θα µαζευτούµε, θα ξεκουραστούµε και µετά θα βάλουµε κάτω τις ιδέες και το υλικό που έχουµε συγκεντρώσει και θα µπούµε στο στούντιο για να παίξουµε.