Η ζωή και η κινηματογραφική πορεία του Αλ Πατσίνο καταγράφεται για πρώτη φορά σε μορφή αυτοβιογραφίας.
Ο Αλ Πατσίνο μετράει πάνω από μισό αιώνα στον κινηματογράφο. Σήμερα είναι δεδομένο ότι μιλάμε για το βαθύ του αποτύπωμα. Πριν από μισό αιώνα όμως, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα, κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει πόσα είχε να δώσει. Όταν τον επέλεξε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα για τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε στον «Νονό» (1972), δεν ήταν σίγουρος πως είχε πράξει σωστά.
Όπως περιγράφει ο Πατσίνο στην αυτοβιογραφία του «Sonny boy» (εκδ. Penguin Random House) που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες στην Αμερική, βρέθηκε κάποια στιγμή στη Σικελία με το συνεργείο της ταινίας για τα γυρίσματα. Ο ηθοποιός παρότι προέρχεται από ιταλική οικογένεια, δεν μιλούσε καλά ιταλικά. Όταν έπρεπε λοιπόν να συνεννοηθεί με τους κομπάρσους δεν τα κατάφερε. Στη συνέχεια του ζητήθηκε για τις ανάγκες του ρόλου να χορέψει βαλς. Ούτε αυτό ήξερε πώς να το κάνει. Όταν κάποια στιγμή έπρεπε να μπει στο αυτοκίνητο και να οδηγήσει, έγινε αντιληπτό στο σετ ότι δεν ήξερε ούτε να οδηγεί. Τότε ο Κόπολα απηυδισμένος άρχισε να φωνάζει: «Για ποιο λόγο σε προσέλαβα; Τι μπορείς λοιπόν να κάνεις;». Η Ιστορία έδειξε πως ο Πατσίνο μπορούσε να κάνει πολλά, τόσο πολλά ώστε να μην μπορούμε να διανοηθούμε τον κινηματογράφο χωρίς την παρουσία του.
Ο «Νονός» δεν ήταν η πρώτη του ταινία. Ο πρώτος μεγάλος ρόλος του ήταν στο «Πανικός στο Νιντλ Παρκ» (1971) του Τζέρι Σάτσμπεργκ, όπου υποδυόταν έναν νεαρό που μπλέκει με τη φίλη του στα ναρκωτικά. Η ερμηνεία του εκεί ξεχώρισε και η ταινία θεωρείται έως σήμερα από τις καλύτερες με θέμα το περιθώριο της Νέας Υόρκης. Έως το 1975 η φήμη του Πατσίνο είχε εκτοξευτεί με το δεύτερο μέρος του «Νονού» όπου έδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας, το «Σέρπικο» και τη «Σκυλίσια μέρα». Ταινίες δηλαδή που άλλαξαν την ιστορία του κινηματογράφου.
Στην αυτοβιογραφία του ο Πατσίνο αφήνει ανοιχτές τις πόρτες ώστε το κοινό να τον γνωρίσει σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Η αφήγηση περιλαμβάνει τα πρώτα φτωχικά χρόνια στις εργατικές γειτονιές του Μπρονξ και τις σχέσεις με τους γονείς, κυρίως με τη μητέρα του η οποία έπασχε από ψυχικά θέματα τα οποία επιδεινώθηκαν από την εποχή που τους εγκατέλειψε ο πατέρας του Πατσίνο, όταν εκείνος ήταν μόλις δύο ετών. Ο τίτλος του βιβλίου, «Sonny boy» (δηλαδή, γιόκα, κανακάρη), είναι αναφορά στον τρόπο που τον αποκαλούσε η μητέρα του, από το ομώνυμο τραγούδι του Αλ Τζόλσον.
Παιδί ανήσυχο και με την ανάγκη να χαράξει ένα καλύτερο αύριο, έζησε στα άκρα, έκανε δύσκολες δουλειές και έμαθε να επιβιώνει στους δρόμους όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή. Αυτά τα σκληρά βιώματα ήταν που χρησιμοποίησε ως καύσιμο στη μηχανή του ταλέντου του. Το αγόρι από το Μπρονξ αναζήτησε τον Σαίξπηρ και τον Στρίντμπεργκ, γιατί στο έργο εκείνων αναγνώρισε όσα ήδη είχε ζήσει. Ο τρόπος που έμαθε από νωρίς να διαβάζει τους ανθρώπους ήταν που τον έκαναν να δίνει βάθος στους κινηματογραφικούς ήρωες που υποδύθηκε. Σε αυτές τις στιγμές της θεατρικής και κινηματογραφικής του πορείας, αλλά και στα παρασκήνια της κινηματογραφικής βιομηχανίας αναφέρεται στο βιβλίο. Διότι για εκείνον η υποκριτική εξακολουθεί μισό αιώνα μετά να είναι η μεγάλη αγαπημένη του.