Οσοι αναφέρονται απαξιωτικά σε λαϊκά δικαστήρια ίσως πρέπει να ξανασκεφτούν τα θεµελιώδη. Το πολίτευµά µας είναι αντιπροσωπευτική δηµοκρατία. Αυτό σηµαίνει ότι υπάρχουν από τη µια όσοι ασκούν εξουσία και από την άλλη οι εξουσιαζόµενοι. Το πολίτευµα παραµένει δηµοκρατικό όσο οι τελευταίοι διατηρούν τη δυνατότητα να ελέγχουν τους πρώτους. Ολες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, λέει το σύνταγµα (άρθρο 1).
Ο έλεγχος της εξουσίας από τον λαό γίνεται µε διάφορους τρόπους. Καταρχάς, όσοι ασκούν εξουσία από αιρετές θέσεις ελέγχονται κατά το ότι εξαρτώνται από την ψήφο των πολιτών. Περαιτέρω, η εξουσία ελέγχεται καθηµερινά για τις πράξεις της από τους πολίτες και την κοινή γνώµη. Η δηµόσια κριτική της εξουσίας, ατοµικά ή συλλογικά, δεν είναι απλώς συνταγµατικά κατοχυρωµένο δικαίωµα, είναι η πεµπτουσία της φιλελεύθερης δηµοκρατίας. Και αφορά οποιαδήποτε από τις εκφάνσεις ή λειτουργίες της κρατικής εξουσίας: τόσο τη νοµοθετική ή εκτελεστική όσο και τη δικαστική. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων εκτελούνται στο όνοµα του ελληνικού λαού, διευκρινίζει το σύνταγµα (άρθρο 26).
Οσοι ασκούν δικαστική εξουσία δεν διαθέτουν άµεση (διά της λαϊκής ψήφου) ή έµµεση (διά της ψήφου των αντιπροσώπων του λαού) δηµοκρατική νοµιµοποίηση. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο το σύνταγµα καθιερώνει διάφορους µηχανισµούς σύνδεσης της δικαστικής εξουσίας µε την πηγή της, τον λαό. Τέτοιος µηχανισµός είναι για παράδειγµα η επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων από την κυβέρνηση, που διαθέτει έµµεση λαϊκή νοµιµοποίηση (άρθρο 90). Οι µακράν σηµαντικότεροι µηχανισµοί είναι όµως δύο. Πρώτον, η συµµετοχή των ίδιων των πολιτών στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Τα σηµαντικότερα αδικήµατα –κακουργήµατα και πολιτικά εγκλήµατα– δικάζονται από δικαστήρια στα οποία συµµετέχουν και λαϊκοί δικαστές, οι ένορκοι (άρθρο 97). Και δεύτερον, η δηµοσιότητα της δίκης και η δηµόσια απαγγελία των δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 93). Η δηµοσιότητα είναι εγγυηµένη ακριβώς προκειµένου ο κάθε πολίτης να έχει τη δυνατότητα κριτικής.
Εξίσου εγγυηµένη όµως, θα αντιτάξει κάποιος, είναι και η δικαστική ανεξαρτησία (άρθρο 87). Εδώ πρέπει να αναρωτηθούµε: ανεξαρτησία έναντι τίνος; Οχι έναντι του λαού που είναι η πηγή κάθε εξουσίας. ∆ιότι τότε ανεξάρτητη θα σήµαινε παντελώς ανέλεγκτη εξουσία – κάτι αδιανόητο σε µια δηµοκρατία. Η ανεξαρτησία των φορέων της δικαστικής εξουσίας κατοχυρώνεται έναντι όσων είτε θεσµικά είτε εν τοις πράγµασι έχουν τη δυνατότητα να παρεµβαίνουν στο έργο της ∆ικαιοσύνης. Αυτό σηµαίνει ότι οι λοιποί φορείς της κρατικής εξουσίας (νοµοθετικής και εκτελεστικής), όπως και όσοι διαθέτουν κοινωνική εξουσία (οικονοµική, µιντιακή, θρησκευτική ή άλλη), χωρίς καταρχήν να στερούνται τη δυνατότητα να ασκούν κριτική, οφείλουν πάντως να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ώστε να µην µπορεί να εκληφθεί ως παρέµβαση στο δικαιοδοτικό έργο.
Το συµπέρασµα είναι µια κρίσιµη διάκριση. Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων από πρόσωπα µε εξουσία, κρατική ή κοινωνική, σταµατά εκεί όπου κινδυνεύει να καταλήξει σε παρέµβαση. Η κριτική όµως από τους απλούς πολίτες και την κοινή γνώµη συνιστά δηµοκρατικό δικαίωµα και προϋπόθεση της νοµιµοποίησης της δικαστικής εξουσίας µέσω της σύνδεσης µε την πηγή της, τον λαό.
Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ.